ΣΕΝΑΡΙΟ ΚΑΙ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ είναι ένα πράγμα και αδιαίρετο στις ταινίες του κι αντίκειται πλήρως στη θεωρία του auteur όπου οι «πραιτωριανοί» που περιβάλλουν τον «auteur» πάνε να μας εξηγήσουν τι θέλει να πει ο ποιητής, ενώ στην περίπτωση του Φαραντί, που είναι κανονικότατος auteur, χωρίς εισαγωγικά, με την ετυμολογική έννοια του όρου, που γράφει και σκηνοθετεί αυτός τα έργα του, δεν περιμένουμε να μας εξηγήσουν οι auterο-φρουροί την ταινία αλλά να απολαύσουμε την καινούργια ιστορία που ο Φαραντί έχει να μας πει. Γι αυτό άλλωστε και οι του auter-ισμού ψάχνουν κάθε φορά να βρουν ελαττώματα διότι δεν είναι της άμεσης εποπτείας τους, όπως δεν είναι κι ο Φατίχ Ακιν.
Λες κι όλα τα έργα ενός ανθρώπου είναι ίδια!
Η καινούργια ιστορία που μας λέει είναι κι αυτή άκρως ενδιαφέρουσα όπως ήταν κι οι προηγούμενες. Το γεγονός ότι καταφέρνει και μας λέει ιστορίες όχι μόνο Ιρανών αλλά και Γάλλων και Μαροκινών και τώρα Ισπανών και Αργεντίνων, δείχνει πόσο βαθιά ψάχνει και κατέχει ως συγγραφέας, ως καλλιτέχνης, τον Ανθρωπο.
Ιστορίες ανθρώπων αφηγείται ο Φαραντί κι οι άνθρωποι σκάβονται από ένα συγγραφέα ως άνθρωποι κι ως περιβάλλον. Το περιβάλλον παίζει ρόλο αλλά ο Φαραντί δεν κάνει ηθογραφίες ώστε το περιβάλλον να πρωταγωνιστεί επί του ανθρώπου αλλά ο άνθρωπος επί του περιβάλλοντος. Κι έτσι οι χαρακτήρες του ενώ έχουν τοπική ταυτότητα, τόση όση χρειάζεται για τις ανάγκες του εκάστοτε συγκεκριμένου δράματος, άλλο τόσο κουβαλούν πάνω τους καθολικές καταστάσεις. Δεν είναι σύμβολα, δεν είναι φορείς ιδεών, εξού κι οι του auter-ισμού μπλοκάρονται διότι δεν μπορούν να πιαστούν «ιδεολογικά» χωρίς να είναι ιδεολόγοι οι ίδιοι, απλά έτσι νομίζουν ότι πρέπει να κάνουν. Οι άνθρωποι στα δράματα του Φαραντί είναι άνθρωποι υπό το δραματικό βάρος μια κατάστασης.
Στο τωρινό του που διαδραματίζεται στην Ισπανία, κάπου έξω από τη Μαδρίτη, έρχεται μια γυναίκα με τα δύο παιδιά της για να ξαναδεί τους δικούς της με αφορμή τον γάμο της αδελφής της. Η γυναίκα ζει στην Αργεντινή, παντρεμένη με Αργεντίνο, ο οποίος δεν μπόρεσε να έλθει στο γάμο λόγο επαγγελματικών υποχρεώσεων.
Γνωρίζουμε τους συγγενείς, γνωρίζουμε τα σόγια, με γράψιμο τέτοιο, κοφτό, υπαινικτικό πως κάτι θα συμβεί παρακάτω και αναρωτιόμαστε τι μπορεί να είναι αυτό. Πάντως με τον τρόπο που γράφει και που κατεπέκταση σκηνοθετεί, μας βάζει γρήγορα πάντα σε ένα κλίμα.
Μόνο που αυτό που θα συμβεί έχει πάντα να κάνει με τους ανθρώπους και το ξετύλιγμα των ανθρώπων είναι που ξετυλίγει και την ιστορία, το ανθρώπινο σασπένς είναι που δίνει σασπένς και στην ιστορία και σε όλα αυτά παίζει η ικανότητα του να μην υπάρχουν διαχωριστικά όρια για το που τελειώνει το σενάριο, που αρχίζει η σκηνοθεσία.
Εχουμε δει τους πάντες λοιπόν, πληροφορίες πέφτουν κάθε τόσο, εισάγονται πρόσωπα, γίνεται ο γάμος, μαθαίνουμε κατά την τελετή πως ο Αργεντίνος σύζυγος είναι και δωρητής της Εκκλησίας λόγω εύπορης κατάστασης, ξεκινά το γλέντι, γνωρίζονται μεταξύ τους τα παιδιά, και ξαφνικά, η κόρη της ηρωίδας, μια έφηβη και όμορφη, που κάπνισε ένα μπάφο και ψιλοζαλίστηκε και πήγε να ξαπλώσει, ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΤΑΙ. Μέσα στο ίδιο το σπίτι. Κι αρχίζει η κινητοποίηση. Και στη συνέχεια και ανώνυμα μηνύματα στα κινητά από μη αναγνωρισμένους αριθμούς.
Η ένταση, οι έρευνες, η εμπλοκή των προσώπων, το ξετύλιγμα, οδηγούν στο παρελθόν, στη σχέση της ηρωίδας με ένα στενό οικογενειακό φίλο, παντρεμένο τώρα, που συμμετέχει στην έρευνα, που αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, η κλιμάκωση των εκβιασμών, η υποχρεωτική άφιξη του συζύγου από την Αργεντινή για να μάθει τι έχει συμβεί στην κόρη του, με τις έρευνες ξετυλίγεται παρελθόν για να οδηγηθούμε στο «κουκούτσι», στον πυρήνα του προβλήματος και του δράματος.
Η ταινία ερμηνεύεται από τριάδα ερμηνευτών κλάσεως: ΠΕΝΕΛΟΠΕ ΚΡΟΥΖ, ΧΑΒΙΕ ΜΠΑΡΔΕΜ, ΡΙΚΑΡΝΤΟ ΝΤΑΡΙΝ βρίσκονται σε πολύ καλή ώρα και οι τρεις τους, κι η Πενέλοπε, που έχει και το ρόλο τον ισχυρό είναι εδώ στα δραματικά καλύτερα της. Παίξιμο παλμού κι από τους τρεις. Εξοχοι.
Τώρα το αν με το ζύγι η ταινία αυτή , η ιστορία μάλλον αυτή, για να ξεκαθαρίζουμε κάποτε τις έννοιες, είναι καλύτερη σε τόσα γραμμάρια από τις προηγούμενες, αυτό είναι κουβέντα των αργόσχολων, που δεν ξέρουν ακριβώς τι γίνεται με τα έργα και πρέπει κάτι να πουν.
Θα πω λοιπόν ότι στη συγκεκριμένη ιστορία ο δημιουργός της επέλεξε ένα φινάλε , που ενώ βαδίζει σε κλιμάκωση, καταλήγει με σβήσιμο, χωρίς, όμως, να αφήνει κενά, την ίδια ώρα που η υπόθεση έχει κλιμακωθεί πραγματικά κι έχει φτάσει στα μη περαιτέρω. Ισως ξενίζει τους μαθημένους από τις τηλεσειρές με τους δεύτερους και τρίτους κύκλους επεισοδίων το ότι θα ήθελαν να μάθουν, τι θα γίνει από κει και μετά με τα πρόσωπα, από τη στιγμή που τελειώνει η ταινία. Διότι πράγματι αυτό που τελειώνει, είναι η ταινία κι όχι η ίδια η ιστορία. ΟΜΩΣ…ΟΜΩΣ… ΟΜΩΣ… σε κάθε καλό σενάριο, που σκαλίζει ανθρώπους μέσα από ιστορίες, το οποίο για να είναι καλό πρέπει οι άνθρωποι του να έχουν δική τους ζωή, να είναι ολοκληρωμένοι άνθρωποι, οφείλει να υπάρχει κι αυτό το στοιχείο. Το τι θα γίνει μετά, τι θα απογίνουν, τι θα απογίνει με τις σχέσεις τους. Βάλτε κάτω όλα τα καλά τα έργα, τα έργα με σενάρια εννοώ, όχι τα έργα των «auteur» και πείτε στον εαυτό σας αν όλα αυτά που φέρνετε στο μυαλό σας δεν αφήνουν την ίδια απορία. Με την ίδια απορία μένουμε κι εδώ. Πως θα είναι η επόμενη μέρα τους;
Το αν είναι η καλύτερη ή η νο 3 ή η Νο5 ταινία του Φαραντί αυτό δεν αφορά στην κριτική αλλά σε αυτούς που περνούν την ώρα τους παίζοντας με λίστες.