Από εδώ ξεκινούν μια σειρά συγχύσεων από εκείνους που δεν ξέρουν ότι η μουσική υπακούει κι αυτή στους νόμους του κινηματογράφου κι ότι κρίνεται με κριτήρια αποκλειστικώς ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ κι όχι μουσικά, δισκογραφικά, ραδιοφωνικά.
Ημουν πολύ τυχερός διότι από τα εφηβικά νιάτα μου, από το ξεκίνημα μου, ο ΜΙΜΗΣ ΠΛΕΣΣΑΣ ήταν αυτός που πρώτος με μύησε στην έννοια της κινηματογραφικής μουσικής, μού μίλησε για τους «χρόνους» και για τα «μέτρα», μου είπε για το τι καλείται ο μουσικός να κάνει, να πρέπει ξαφνικά να «καλύψει» ένα «χρόνο» συγκεκριμένο που του ζητάει ο σκηνοθέτης, με μια «γέφυρα», με ένα όργανο κάποια φορά (στη δική του κρίση είναι αυτό, ενίοτε-όχι πάντα), για να υπογραμμίσει μια σκηνή, ή να τη συνοδέψει ή και να τη «γεμίσει». Αυτά , πριν φύγω για την Αμερική όπου εκεί με παρέλαβαν τόσο μουσικοί όσο και λοιποί κινηματογραφικοί παράγοντες, ως επί το πλείστον σκηνοθέτες και μοντέρ αλλά ε και ηχολήπτες που με έφεραν σε επαφή και με music editors, κι έπεσα στην πολυετή μελέτη με τα μούτρα, και με δίδαξαν τα περί κινηματογραφικής μουσικής.
Συνεπώς ζητούμενο δεν είναι η «κομματάρα» κι η «μουσικάρα» και το «φοβερό soundtrack» που βάζουν στο cd του σπιτιού ή του αυτοκινήτου και λένε «πωπω τι μουσική έγραψε και δεν του έδωσαν το Οσκαρ». Η μουσική έρχεται να καλύψει ανάγκες της ταινίας κι οι ανάγκες από ταινία σε ταινία διαφέρουν. Αυτό είναι που εξετάζουν οι μουσικοί όταν προτείνουν και οι λοιποί κινηματογραφιστές όταν ψηφίζουν για να βραβεύσουν, τη μουσική που κάλυψε περισσότερο των άλλων τις κινηματογραφικές ανάγκες της ταινίας. Δεν είναι η «soundtrack-άρα» που νομίζουν οι ραδιοφωνικοί παραγωγοί μουσικών εκπομπών κι εκείνοι που παίζουν τέτοια μουσική στα club, είναι τα «Αδέσποτα σκυλιά» του Πέκινπα» που αν θέλει κανείς να αντιληφθεί αυτά τα περί μουσικής που λέμε, ας δει αυτή την ταινία και φυσικά ο αδαής θα μείνει εμβρόντητος για το ότι αυτή η μουσική (συνθέτης ο Τζέρρυ Φήλντινγκ) προτάθηκε για Οσκαρ. Επειδή δεν ξέρει, θα νομίζει ότι δεν ξέρουν εκείνοι. Ας δει την ταινία αυτή κι ας μείνει σε πρώτη αίσθηση με το «μα που την άκουσαν τη μουσική:». Διότι όντως η μουσική δεν πολυακούγεται. Καθότι χρησιμοποιείται ως «χαλί», πολύ «υπόκωφα», στο να γεμίσει κάποιες σκηνές και στο να υπογραμμίσει καταστάσεις αλλά με εντολή του σκηνοθέτη να μην καπελώσει η μουσική την εικόνα. Κι ο συνθέτης, μέσα σε όλα αυτά να βρει τον τόνο. Αυτό που πέτυχε ο συνθέτης, στην εντολή του σκηνοθέτη, αυτό αναγνωρίζεται από τους μουσικούς και τους κινηματογραφιστές ως επίτευγμα κι όχι η «κομματάρα».
Διότι όπως μιλούν οι μοντέρ «για μοντάζ που δεν φαίνεται», το ανάλογο ισχύει πολλές φορές και για τη μουσική, να δουλεύει από κάτω, το ίδιο ισχύει και για τη φωτογραφία που χωρίς να το καταλαβαίνουμε οι θεατές , γοητευόμαστε από το ύφος μιάς ταινίας που δεν προσδιορίζεται αλλά έχει να κάνει με το πώς την έστησε φωτιστικά ο διευθυντής φωτογραφίας χωρίς να περιλαμβάνει αφρικανικά ηλιοβασιλέματα ή χιονισμένες πεδιάδες…
Πάμε λοιπόν να δούμε τους πέντε φετινούς και τι δουλειά έχει κάνει ο καθένας στην ταινία που ανέλαβε και τον πρόκριναν οι συνάδελφοι για το Οσκαρ παραδίδοντας τον στην κρίση και των υπολοίπων κλάδων της Κινηματογραφίας για ψήφο.
ΥΓ. Να σας αποκαλύψω και με ποια δική του μουσική ο Μίμης Πλέσσας μου έκανε το μάθημα μύησης: Όχι με κάποιο μιούζικαλ του Δαλιανίδη ούτε με ένα δραματικό κύριο θέμα σαν τον «Νόμο 4000» ή «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο». Όχι! Μου το έκανε με την κωμωδία (του Δαλιανίδη ήταν κι αυτή) «ΟΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΙ» με τον Ηλιόπουλο, τον Χατζηχρήστο και τον Βουτσά εξηγώντας μου τι σημαίνει να κρατήσεις τόνο κωμωδίας υπολογίζοντας τα «μέτρα» και τους «χρόνους» και να καλύψεις εκείνο το σύντομο, κενό μεσοδιάστημα, κι ο ίδιος το θεωρούσε από τις πιο «δύσκολες» δουλειές του.
ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ ΕΙΝΑΙ:
- «BLACK PANTHER» - Λούντβιγκ Γκέρανσον
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΣΤΑ ΟΣΚΑΡ: Πρώτη υποψηφιότητα
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ: Νεαρό Σουηδό φώναξαν για να κάνει τη μουσική σε αυτή την ταινία καθότι οι Σουηδοί όπως κι οι Δανοί και γενικά οι Σκανδιναβοί στις πανεπιστημιακές, κινηματογραφικές σχολές τους διδάσκονται ΟΛΑ τα ΕΙΔΗ κι όχι τη θεωρία του auteur . Και τον φώναξαν για blockbuster, προερχόμενο από κόμικς , όπου κυριαρχεί ο μαύρος παράγοντας ως εισαγωγή νέου τύπου κόμικς, ο φουτουρισμός κι η μουσική τι κάνει; Χμ! Η μουσική φτιάχνει καταρχάς σύντομες «γέφυρες». Σε σημείο που ορισμένες φορές αναρωτιέσαι όπως και στα «αδέσποτα σκυλιά» που ανέφερα πιο πάνω, «μα που είναι η μουσική;». Αυτές οι σύντομες «γέφυρες εμπεριέχουν ως επι το πλείστον αφρικανικά μοτίβα, κυρίως τελετών, διαρκούν ελάχιστα, εμπεριέχουν και στοιχεία δράσης για ανάλογες σκηνές κι όλα είναι λίγα και σύντομα αλλά στο τέλος συνειδητοποιείς την κλιμάκωση της μουσικής κι ότι ως εκείνη τη στιγμή η αποστολή της ήταν να εμπλέκεται εν συντομία με την εικόνα και να φτιάχνει αυτές τις συνδέσεις με τη χρήση ειδικών οργάνων, που προφανώς τα κατέχει ο Σουηδός. . . Η κλιμάκωση της, οδηγεί σε τραγούδι, που δεν το έγραψε ο συνθέτης του score, αλλά το τραγούδι μοιάζει σαν αναπόσπαστο από το συνολικό score, σαν να είναι αυτό στο οποίο καταλήγει και το οποίο με τη σειρά του θα μας οδηγήσει στην αποθέωση της μουσικής που ολόκληρη ποτέ δεν την είχαμε ακούσει κι είναι κρατημένη για το τέλος της ταινίας και τους τίτλους φινάλε. Ζητούμενο δηλαδή, μια μουσική που να συμβάλει στο ιδιαίτερο blockbuster, να έχει κι αυτή ιδιαίτερη αλλά και διακριτικότατη παρουσία , να μην είναι πρωταγωνίστρια αλλά αποτελεσματική supporting.
- «ΠΑΡΕΙΣΦΡΗΣΗ» (BlacKKKlansman)- Τέρενς Μπλάνσαρντ
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΣΤΑ ΟΣΚΑΡ: Πρώτη υποψηφιότητα για τον Αφρο-Αμερικανό τζαζίστα, τρομπετίστα, συνθέτη, διευθυντή μπάντας κλπ της Νέας Ορλεάνης και μόνιμο συνεργάτη του Σπάικ Λη στις ταινίες του.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ: Ο Τέρενς Μπλάνσαρντ ακολούθησε το «ρεύμα» της ταινίας έτσι όπως την σκηνοθέτησε συγκροτημένα κι απέριττα ο Σπάικ Λη κι η μουσική του ακολουθεί κατά γράμμα την εντολή. Ο Τέρενς Μπλάνσαρντ φτιάχνει δραματικά μοτίβα που θα συνοδέψουν τη δράση αλλά τα όργανα τους δείχνουν από πού προέρχεται και χωρίς να «φαίνεται», η μουσική σε έχει βάλει απόλυτα στο κλίμα. Αποθέωση το συνοδευτικό μοτίβο της σκηνής με την Κου-Κλουξ-Κλαν που καίνε κι ανυψώνουν τους φλεγόμενους Σταυρούς. Εκεί του φτιάχνει την πιο επιθυμητή κορύφωση. Η επιτυχία του Μπλάνσαρντ είναι ότι δεν σου αποσπά την προσοχή ποτέ με τη μουσική ενώ αυτή κάνει συγκλονιστικά τη δουλειά της.
- «ΑΝ ΜΙΛΟΥΣΕ Η ΜΠΗΛ ΣΤΡΗΤ» (If Beale street could talk)- Νίκολας Μπρίτελ
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΣΤΑ ΟΣΚΑΡ: Δεύτερη υποψηφιότητα για τον Νίκολας Μπρίτελ, κι η προηγούμενη με ταινία του ίδιου σκηνοθέτη ήταν, με το «Moonlight» του Μπάρυ Τζένκινς.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ: Είναι πολύ ενδιαφέρουσα, τουλάχιστον ως περιέργεια, η συνεργασία αυτή διότι ο Μπάρυ Τζένκινς, Αφρο-Αμερικανός ο ίδιος, που κάνει έργα με θέματα αφρο-αμερικάνικα, στη μουσική έχει διαλέξει λευκό συνεργάτη, ή , αν θέλουμε να τα πούμε με τη συνταγματική ονομασία τους Ευρω-Αμερικανό. Μια κι η επίσημη ονομασία των λευκών στην Αμερική είναι «European Americans». Θαρρείς και μέσα από τη μουσική ο σκηνοθέτης επιδιώκει την αντίστιξη και με τον Μπρίτελ έχουν φτιάξει θαυμαστό δίδυμο. Οπου τόσο στο «Moonlight» όσο και ειδικότερα στην τωρινή «Beale Street», η μουσική, η οποία έρχεται να συνοδέψει καταστάσεις, δεν είναι η «νέγρικη» που φανταζόμαστε ή περιμένουμε.. Κλασικής μουσικής όργανα χρησιμοποιεί, βιολιά και άρπες, σαν να θέλει να υπογραμμίσει την εσωτερική αλλά κι εκλεπτυσμένη δραματικότητα των καταστάσεων κι όχι να κάνει ταυτολογία εικόνας και ήχου. Βέβαια, υπάρχει καλή συνεργασία με sound editors διότι πολλές φορές αυτή η «κλασική» μουσική απολήγει σε ένα «νέγρικο» τραγούδι το οποίο μάλλον παντρεύεται ηχητικά παρά συνθετικά, προερχόμενο από άλλη πηγή κι ακουόμενο είτε από κάποιο ραδιόφωνο είτε σε κάποιο ιδιαίτερο χώρο, χωρίς να απομονώνεται ως τραγούδι. Πλην των τίτλων φινάλε.
- «ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ» (Isle of dogs)- Αλεξάντρ Ντεσπλά
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΣΤΑ ΟΣΚΑΡ: Ο ΟΣΚΑΡΟΥΧΟΣ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΔΑΣ, βραβευμένος ΔΥΟ φορές: το 2015 για το «GRAND BUDAPEST HOTEL» και πέρσι, το 2018, για το «Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ». Η φετινή είναι η 10η υποψηφιότητα του. Εχει προταθεί επίσης για τα φιλμ «Η βασίλισσα» (2007), «Η απίστευτη ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον» (2009), «Ο φανταστικός Κύριος Φοξ» (2010), «Ο λόγος του βασιλιά» (2011), «Επιχείρηση Argo» (2013), «Φιλομένα» (2014), «Το παιχνίδι της μίμησης» (2015 όπου έχασε από τον… εαυτό του με το «GRAND BUDAPEST HOTEL»)
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ: Δεν «παίζεται» ο Ντεσπλά. Αυτή τη φορά έχει γράψει μουσικό θέμα…. τυμπάνων. Το οποίο βασικά ακούγεται στην αρχή και στο τέλος της ταινίας όπου ενδιαμέσως ακολουθεί μοτίβα που να σχετίζονται με το είδος κινούμενο σχέδιο αλλά της «σοφιστικέ» σχολής, αφού δουλεύει και πάλι με το σκηνοθέτη που του χάρισε το πρώτο του Οσκαρ, τον Γουές Αντερσον και σχολιάζει μουσικά ο Ντεσπλά το γκροτέσκο και «φευγάτο» του Γουές Αντερσον και συγχρόνως προτείνεται για δεύτερη φορά για Οσκαρ με μουσική που έγραψε για ταινία κινουμένου σχεδίου. Όμως η τωρινή δεν έχει σχέση με τον «φανταστικό Κύριο Φοξ», κάτι που δείχνει το εύρος της συνθετικής του γκάμας. Είναι υπέροχος ο ήχος του Ντεσπλά που σαφέστατα κι είναι για να παρακολουθεί κινούμενο σχέδιο στο οποίο όμως βάζει κι εκείνο τον τόνο της μελαγχολίας που του χάρισε το δεύτερο Οσκαρ στη «Μορφή του νερού». Τα «τύμπανα» όμως είναι τρέλα.
- «Η ΜΑΙΡΗ ΠΟΠΙΝΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ» (Mary Poppins returns)- Μαρκ Σάιμαν
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΣΤΑ ΟΣΚΑΡ: : Ο Μαρκ Σάιμαν έχει φέτος διπλή υποψηφιότητα, τόσο για το τραγούδι όσο και για τη μουσική. Εχει και πέντε υποψηφιότητες στο παρελθόν αλλά καμία δεν ήταν νικηφόρα. Τις είχε για τα φιλμ: «Αγρυπνος στο Σιάτλ» (1994, τραγουδιού), «Ενας έρωτας του προέδρου» (1996, για μουσική κωμωδίας ή μιούζικαλ), «Κλαμπ χωρισμένων γυναικών» (1997, για μουσική κωμωδίας ή μιούζικαλ), «Patch Adams» (1998 πάλι για μουσική κωμωδίας ή μιούζικαλ), «South Park» (2000, τραγουδιού)
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ: Δουλειά όγκου και πλάτους και μάκρους. Δουλειά γνώσης πάνω στη μουσική για μιούζικαλ, με τόνους λίγο πιο παιχνιδιάρικους για αίσθηση παιδικού μιούζικαλ, με μουσικές εμπνευσμένες είτε από το βαριετέ κι από όλα σχεδόν τα είδη του μουσικού θεάτρου, μουσικές για να χορογραφηθούν, τραγουδάκια που εναλλάσσονται κι ανταποκρίνονται στις διαθέσεις, τραγούδια όπως αυτό που προτάθηκε στην κατηγορία του τραγουδιού όταν κοιμίζει η Μαίρη Πόπινς τα παιδιά, που είναι μια μπαλάντα καληνύχτας για να μας ηρεμήσει κι εμάς και να μας ετοιμάσει για το μεγάλο μουσικοχορευτικό επιθεωρησιακό νούμερο της Μέρυλ Στρηπ, που έπεται, και..και.. και…
ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ: Όπως τις ξαναμελέτησα τις πέντε ταινίες, η «Μαίρη Πόπινς» έχει το προβάδισμα, με κύριο αντίπαλο την παλιά «Μαίρη Πόπινς» αν κι εδώ έχει χρησιμοποιηθεί ως μουσικός σύμβουλος, κι αναφέρεται με αυτή την ιδιότητα και στους τίτλους της ταινίας, ο ένας εκ των δύο ΟΣΚΑΡΟΥΧΩΝ συνθετών της παλιάς , ο ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΣΕΡΜΑΝ. Ολες οι άλλες ταινίες , τη μουσική την έχουν από λίγο. Εδώ είναι μουσική μιούζικαλ και πρωταγωνιστεί στην ευφορία του θεατή, ο Ρομπ Μάρσαλ έχει επενδύσει πολύ πάνω της για τις χορογραφίες, τα νούμερα, τις νοσταλγικές στιγμές, της έχει δώσει πολύ βάρος και πολύ χώρο. Το από εκεί και μετά είναι το δύσκολο διότι για να ξεχωρίσεις το επίτευγμα μεταξύ των τεσσάρων που απομένουν ,χρειάζεσαι ειδικότερες γνώσεις (κινηματογραφικές εννοώ!!!!!!!!!!!!) και προπαντός… ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ.