Η ταινία είναι ένα «ρομάντζο», που ξεκινά από ένα μυθιστόρημα το οποίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο και ξεκινά να μας πει μια ερωτική ιστορία, ανάμεσα σε δύο νέους ανθρώπους, στο ένα και μοναδικό «αρχέτυπο», του «ενας άντρας και μια γυναίκα αγαπιούνται».
Και ξεκινά πολύ όμορφα, πολύ ρομαντικά, πολύ τρυφερά, μόνο που καθοδόν εξελίσσεται διαφορετικά. Ξετυλίγονται χαρακτήρες, ο καθένας ανοίγει τα χαρτιά του καθώς προχωρά η ιστορία και μαζί με τα χαρτιά δείχνει και το χαρακτήρα του. Βγαίνει κι ένα παιδί στη μέση και πλέον το ρομάντζο από ρομαντική ιστορία εξελίσσεται σε δράμα ζωής, μια κι οι χαρακτήρες των ανθρώπων είναι αυτοί που φτιάχνουν την περιπλοκή, το αδιέξοδο, τις συνέπειες, τις επιπτώσεις..
Το σενάριο σαφώς κι είναι γραμμένο από τη μεριά της γυναίκας, από αυτήν κοιτάζει την ιστορία και μαζί με αυτήν και τον άντρα αλλά και το παιδί και τη συνέχεια. Κι είναι γραμμένο από αυτήν διότι αυτή είναι το πρόσωπο που σεναριακά βιώνει το δράμα, αυτή είναι που εγκαταλείπεται με ένα τρόπο εντελώς άκαρδο, αυτή είναι που σηκώνει τα βάρη, τα οποία δεν σταματούν ούτε όταν έρχεται η ώρα της αναγνώρισης του παιδιού ούτε όταν το παιδί μεγαλώνει κι αποκτά μια προσωπική σχέση με τον πατέρα ενώ το σενάριο δεν την περιορίζει την ηρωίδα στο καθαρώς ερωτικό κομμάτι, την κάνει ζωντανό πρόσωπο, της δίνει ζωή, την κάνει Ανθρωπο, χαρακτήρα με την κυριολεκτική έννοια της δραματουργίας ενώ υπάρχει κι ένα ακόμα στοιχείο που μου έκανε θετική εντύπωση: Το ότι ο άντρας στην υπόθεση αποδεικνύεται κτήνος. Ψυχικό κτήνος. Η πάρτη του και μόνο. Όμως και σε αυτό το κτήνος, το σενάριο δείχνει διάθεση ψαξίματος, δεν τον αρνείται ότι είναι παλιάνθρωπος, όμως δεν τον χρησιμοποιεί και σχηματικά, δηλαδή αυτός είναι ο «κακός» και τελειώσαμε. Υπάρχει εξήγηση, που μπορεί να μην την υιοθετούμε οι θεατές που θα ταχθούμε με τη μεριά της κοπέλλας, αυτός, όμως, έστω κι ως αναίσθητος και βολεψάκιας, εξηγείται. Όχι για να μας τον κάνει πιο συμπαθή αλλά για να τον διευρύνει ως χαρακτήρα. Κι ο ηθοποιός που τον έχει αναλάβει, ο ΝΙΛΣ ΣΝΑΪΝΤΕΡ, δεν τον παίζει με καμία υπογράμμιση των κακών του πλευρών, καταλήγει να μας τον παρουσιάζει ως άνθρωπο ήρεμο ενώ φαίνεται πως έχει προηγηθεί δουλειά και μελέτη , ο ηθοποιός δείχνει ότι τον έχει κατανοήσει απολύτως κι έχει προχωρήσεις στις δέουσες «αφαιρέσεις» ώστε να φτάσει στο ζητούμενο της λιτότητας, χωρίς κανένα υποπαίξιμο.
Κι η σχέση με την κόρη στο σενάριο, καθώς αυτή μεγαλώνει και τα μετέπειτα αλλά κι η μετέπειτα ζωή της μάνας-γυναίκας-κοπέλας του ρομάντζου βαδίζουν αγαστά, συμβαδίζουν, το ένα μπαίνει μέσα στο άλλο και δεν μιλάμε για κάτι άψαχτο.
Αντίθετα, δεν μιλάμε μόνο για κάτι ψαγμένο, διότι δεν πήγαμε σινεμά ώστε να δούμε κλινική μαρτυρία αλλά μιλάμε και για την «μετατροπή» όλου αυτού σε έργο. Σε ωραίο έργο! Το οποίο απολαμβάνουμε. Δεν έχει τίποτε το βαρύ, τίποτε το αφόρητο, είναι ένα δράμα προς απόλαυση. Ξεκινώντας από το σενάριο που είναι όμως κι ο στυλοβάτης της υπόθεσης και φάνηκε στα φετινά Σεζάρ με την υποψηφιότητα του για την κατηγορία «εκ διασκευής» σεναρίου και που αυτό το σενάριο βασίζεται σε μυθιστόρημα. Το οποίο έγραψε η ίδια η σκηνοθέτης ΚΑΤΡΙΝ ΚΟΡΣΙΝΙ με τη συνεργασία της ΛΟΡΕΤ ΠΟΛΜΑΝΣ, είναι θαυμάσια γραμμένο, ακόμα κι όταν συναισθάνεται ο θεατής αραιά και που ότι ψυχολογικά το φορτώνει. Ο τρόπος γραψίματος είναι τέτοιος που του δίνει ανάσες , που η κάθε καινούργια ψυχολογική λεπτομέρεια είναι μέρος της υπόθεσης, είναι το παρακάτω της κι έτσι το ενδιαφέρον ουδέποτε σβήνει , αντίθετα σε πάει «σφεντόνα» μέχρι τελους. Εξαιρετικό αποτέλεσμα.
Η σκηνοθεσία ακολουθεί φυσικά αυτό, την προβολή του σεναρίου, με καλαίσθητη φωτογραφία, έως και φωτεινή που περισσότερο φωτίζει μια ωραία ταινία παρά τα εσώψυχα των ηρώων, χωρίς να βγάζει φάλτσο η τίποτα παράταιρο.
Η ταινία ευτύχησε στο πρόσωπο της κεντρικής ηρωίδας, όπως την ερμηνεύει η Βελγίδα ΒΙΡΖΙΝΙ ΕΦΙΡΑ, η οποία ήταν υποψήφια για Σεζάρ α’ γυναικείου, έχει την εκφραστικότητα της ηθοποιού και τον αέρα της πρωταγωνίστριας. Όπως εξαιρετική είναι κι η ΤΖΕΝΝΥ ΜΠΕΘ, που παίζει την κόρη στη φάση της ενηλικίωσης κι η οποία ήταν επίσης υποψήφια για ΣΕΖΑΡ, όχι β’ ρόλου ούτε πρωταγωνιστικού αλλά «υποσχόμενης» (μια κατηγορία που υπάρχει τόσο στη γαλλική όσο και στην ιταλική ακαδημία-σε παραλλαγή) κι είναι «υποσχόμενη» επειδή η δουλειά της είναι άλλη, είναι μουσικός αλλά βρέθηκε στον κινηματογράφο, και μάλιστα με υπέροχο ρόλο.
Προς τους φίλους soundtrack- άδες που νομίζουν για κινηματογραφική μουσική τη «θεματάρα» και την «κομματάρα» και δεν ξέρουν τι ακριβώς είναι soundtrack και ποιες οι επιταγές της κινηματογραφικής μουσικής, επισημαίνω ότι η μουσική της ταινίας ήταν υποψήφια για Σεζαρ, όπως κι η μουσική από την ταινία της Γκολίνο, το «Euforia», ήταν υποψήφια για David di Donatello μουσικής… Ώστε να αρχίσουν να παρακολουθούν και τι προτείνουν ως κινηματογραφική μουσική προς βράβευση κι οι ευρωπαικές ακαδημίες, οι μουσικοί των Ακαδημιών αυτών και να μην εκτίθενται κάθε χρόνο σε εκείνους που ξέρουν με ανοησίες γύρω από τα Οσκαρ μουσικής και τραγουδιού. Όπως και στην περίπτωση του «Euforia», έτσι κι εδώ η μουσική είναι ακριβώς για να «βλέπεται» κι όχι για να ακούγεται, έως και δεν την παίρνεις χαμπάρι στη διάρκεια της εκτέλεσης της διότι έχει συμβάλει ακριβώς σε αυτό: Να σου βοηθήσει τις αισθήσεις ώστε να μπείς στην ατμόσφαιρα της ταινίας, χωρίς να αποσπάται το αυτί από το μουσικό θέμα. Και μια μελωδικότητα που εσύ ο θεατής δεν αντελήφθης ως μουσική, είναι αυτή που σε γέμισε «μελωδικότητα» για τα τεκταινόμενα επί της οθόνης.
Μια υπέροχη γαλλική ταινία, προς απόλαυση.