Θα ξεκινήσω , όμως, από το σενάριο και στη συνέχεια θα προχωρήσω στις ερμηνεύτριες.
Θα ξεκινήσω από το σενάριο επειδή κάθε φορά που βλέπω ένα γαλλικό, ένα ιταλικό, ένα ισπανικό και γενικά ένα ευρωπαϊκο φιλμ, μη φεστιβαλάτο της θεωρίας του auteur αλλά έργο του σινεμά των ειδών και της κινηματογραφίας, με πιάνει ο πόνος για τον μακαρίτη ελληνικό κινηματογράφο του σήμερα και για το ότι δεν πήρε χαμπάρι από σενάρια κι από το τι εστι σενάριο, κολλημένος στη λογική του μικρομηκάδικου, αυτού που «διδάσκονται» στις εδώ σχολές και σε συνδυασμό με τη θεωρία του auteur πυροβολούν κι άλλο το πτώμα..
Το σενάριο έχει μια λογική αλά «ευνοούμενη» σχετικά με την κεντρική ηρωίδα, αφού βλέπουμε την ιστορία τριών γυναικών κι όχι μίας. Όμως, η μία είναι ο κεντρικός άξονας, αυτή που την παίζει η ΣΕΣΙΛ ΝΤΕ ΦΡΑΝΣ, και γύρω από αυτήν ως άξονα κινούνται δορυφορικά οι άλλες δύο οι οποίες παίζουν σχεδόν εξίσου στην ταινία κι έχουν εξίσου ενδιαφέροντες ρόλους.
Η ηρωίδα της Σεσίλ Ντε Φρανς, όμως, είναι εκείνη που κινεί τα νήματα κι οι σεναριογράφοι ΖΕΡΕΜΙ ΓΚΟΥΕΖ και ΑΛΑΙΝ ΜΟΝΤΟΥΙ- ο τελευταίος υπογράφει και τη σκηνοθεσία ενώ κι οι δύο μαζί υπογράφουν τόσο το σενάριο όσο και τους διαλόγους( στο γαλλικό σινεμά ο διαλογίστας παίζει σημαίνοντα ρόλο , σε πολλές περιπτώσεις δεν ενέχεται καθόλου στο σενάριο , στην ιστορία, στη δομή παρά αναλαμβάνει μόνο να δώσει λόγια στους χαρακτήρες του σεναριογράφου), ξέρουν σε ποιο φινάλε τις οδηγούν.
Δεν ξέρουν απλά και μόνο σε τι φινάλε τις οδηγούν αλλά ξέρουν και μέσα από ποια είδη θέλουν να τις περάσουν μέχρι να φτάσουν στον προδιαγεγραμμένο σκοπό.
Ηδη από το ξεκίνημα του σεναρίου κατανοούμε ότι οι άνθρωποι είναι πανάξιοι όπου ένα μαυρισμένο μάτι στο πρόσωπο της ηρωίδας αρκεί να καταλάβουμε τους λόγους ερχομού της στο σπίτι της μητέρας της κι ότι προηγήθηκε ένας βίαιος σύζυγος. Εκεί που θα χρειάζονταν να ειπωθούν κατεβατά σε άλλες περιπτώσεις, αυτοί το καθαρίζουν εν συντομία. Ώστε η έμφαση να δοθεί όταν εκεί λίγο πριν το 20λεπτο που θα περάσουμε από την ΔΕΣΗ στη ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ, δηλαδή στην κυρίως υπόθεση μετά τις πρώτες πληροφορίες περί ταυτότητας χαρακτήρων.
Κι εκεί, η ηρωίδα αυτή, στο χώρο εργασίας, όπου πιάνει δουλειά σε ένα εργοστάσιο κονσερβοποιίας ψαριών μια κι ήρθε στο πατρικό της μόνη, δαρμένη κι άφραγκη, θα δεχτεί σεξουαλική επίθεση από συνάδελφο μπρουτάλ. Στην προσπάθεια της να τον αποκρούσει, όταν αυτός θα ξεκουμπώσει το πανταλόνι και θα της προβάλει τη μαλαπέρδα του, θα του δώσει μια σπρωξιά, αυτός θα χτυπήσει σε ένα ανοιχτό ντουλάπι και θα του κοπεί όπως του Ζεράρ Ντεπαρντιέ στην «Τελευταία γυναίκα» του Φερέρι. Αν και , επι τη ευκαιρία, να σας ενημερώσω ότι ΔΕΝ ηταν ο Φερέρι εκείνος που έδειξε πρώτος αυτή την… περιτομή αλλά Ελληνας σκηνοθέτης παρακαλώ, σε ελληνική ταινία, κάπου οκτω χρόνια πριν τον Ιταλό, ο ΤΖΑΝ ΚΡΙΣΤΙΑΝ (Γιάννης Χριστοδούλου) στην «ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΜΗΔΕΙΑΣ» με την Μαριάννα Κουράκου και την Αλέκα Κατσέλη- να τα λέμε κι αυτά.
Το κομμένο πέος γίνεται πειστήριο εγκλήματος για την Αστυνομία που θα ξεκινήσει τις έρευνες, όμως, υπάρχει και μια τσάντα που κρατούσε το θύμα (διότι ο τυπος πέθανε στο μεταξύ) κι η τσάντα ήταν γεμάτη λεφτά. Οι τρεις γυναίκες όπου η κάθε μια έχει την αφραγκιά της, διότι έσπευσαν κι οι δύο συνάδελφοι της παρενοχλημένης, κι αντιμετωπίζει η κάθε μία τα δικά της προβλήματα με απόλυτη σεναριακή ολοκλήρωση για το τι συμβαίνει στο σπίτι της κάθε μιανής , αποφασίζουν να κρατήσουν τα λεφτά, να τα μοιραστούν δια του τρία. Και να λύσει η κάθε μία το οικογενειακό ή ατομικό της πρόβλημα . Όμως αυτά τα λεφτά είναι λεφτά παρανομίας. Και μια Μαφία από το Βέλγιο με παράνομες διακινήσεις εντοπίζει τα πάντα ενώ συγχρόνως η Αστυνομία εντοπίζει τις υποψίες στις τρεις, κι οι ηρωίδες μας βρίσκονται μέσα σε μια μέγγενη όπου με πονηρούς ή τσαχπίνικους τρόπους προσπαθούν να ξεφύγουν ενώ η πλοκή χτίζεται διαρκώς κι ενώ παρακάτω θα μας περιμένει κι ωραία ανατροπή αλλά κι ένα ανοιχτό φινάλε- ανοιχτό, όχι από άποψη αδυναμίας αλλά ηθικής επιλογής.
Το αρχικό επεισόδιο με την τμήση του πέους ξεγελά ότι το έργο μπορεί να είναι και κωμωδία, υπάρχει κωμική διόγκωση. Η πλοκή όμως κι η εξέλιξη μας πάνε στο αστυνομικό με κοινωνικό χαρακτήρα ωστόσο εδώ, ο σκηνοθέτης παρεμβαίνει με ένα τρόπο ενδιαφέροντα, καθοδηγεί τους ηθοποιούς σε ένα τόνο πιο ανάλαφρο, τον τόνο της κομεντί.
Τα ερμηνευτικά αποτελέσματα είναι θαυμάσια .
Η ΣΕΣΙΛ ΝΤΕ ΦΡΑΝΣ, έχει κάτι, ένα απροσδόκητο αέρα, μια άνεση στο φακό, και με αυτό τον αέρα μπορεί να γίνεται και πρωταγωνίστρια του ΚΛΙΝΤ ΗΣΤΓΟΥΝΤ (δεν ήταν υπέροχη στο «Hereafter»;) , μπορεί να γίνεται και ερμηνεύτρια που μέχρι στιγμής της έχει αποφέρει δύο «Σεζάρ». Με δύο «Σεζάρ» είναι βραβευμένη κι η υπέροχη ΓΙΟΛΑΝΤ ΜΟΡΩ, που την ξέρουμε από το δεύτερο «Σεζάρ» της, για την «ΣΕΡΑΦΙΝ», μια ηθοποιός τύπου Σέλλεϋ Γουίντερς που μπορεί να γίνεται και δραματική αλλά και κωμική, που μπορεί να δίνει γελοία νότα στη δραματικότητα ενός προσώπου ή και τραγική νότα σε κάτι πιο ήπια γραμμένο όπου ένα βλέμμα ή ένα ασουλούπωτο κοστούμι (με τη βοήθεια της ενδυματολόγου) μπορεί και την κάνει σπουδαία, μπορεί κι αναδεικνύει την σπουδαιότητα της.
Βελγίδες κι οι δύο, με τα γαλλικά Σεζάρ στα ράφια τους (και με τα ανάλογα «ΜΑΓΚΡΙΤ» τα βραβεία της ΒΕΛΓΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ- θα σας τρελάνω με τις κινηματογραφικές Ακαδημίες αλλά θέλω οι αναγνώστες οι δικοί μου να μαθαίνουν σινεμά και να μην αναμασούν ανοησίες αμφίβολης γνώσης δημοσιευμάτων) , άλλωστε ανάμεσα στις δύο χώρες υπάρχει ανοιχτή δίοδος και πριν την Ευρωπαϊκη Ενωση, κυρίως με τη Βαλονία..
Γαλλίδα είναι μόνο η τρίτη , η ΟΝΤΡΕ ΛΑΜΥ, η λεπτούλα, που κι αυτή έχει τους κωμικούς της τόνους κι είναι κι η μόνη που δεν έχει πάρει «Σεζάρ», μόνο υποψηφιότητα… Σεζαρ έχυν πάρει οι δυο Βελγίδες, η Γαλλίδα όχι….
Το μοντάζ βοηθά αρκετά στο να δίνεται που και που ένας αέρας ιλαρότητας, κόβοντας στα σημεία που θα τονιστεί κάτι αστείο ή υπερβολικό ή διογκωμένο, όπως συμβάλει και εκεί που το έργο θέλει ένταση με κοψίματα σκηνών στα σωστά σημεία ώστε να δίνεται και σεναριακή ακολουθία .
Η φωτογραφία δίνει όψη κοινωνικής ταινίας, σχεδόν καθόλου κωμικής, φωτογραφία βιομηχανικής περιοχής, με κυρίαρχα χρώματα από τον διευθυντή σκηνογραφίας εκείνα της μουντής διάθεσης , και με επικεφαλής το σταχτοπράσινο με το οποίο ο διευθυντής φωτογραφίας μπορεί και πετυχαίνει την ψυχρή ατμόσφαιρα που το ίδιο το ψυχρό χρώμα του σκηνογράφου, ορίζει.
Η καλή κριτική δεν δηλώνει ότι πρόκειται για «μεγάλη» ταινία, μα για βασανιστική, εμπνευσμένη κι αποτελεσματική δουλειά με την οποία φρόντισαν οι καλλιτέχνες κάτι μικρό» που αποσκοπεί στο να το δουν θεατές, να παιχθεί σε κοινό και να το ευχαριστήσει.
Η ταινία είναι ολοκαίνουργια, βγήκε μέσα στο 2019 στη Γαλλία, δεν ήταν στα «Σεζάρ», σε αυτά θα διεκδικήσει θέση του χρόνου.