Κι ο ρόλος εδώ είναι ρόλος μιούζικαλ
Όπως επίσης να ξεκαθαρίσω κάτι ακόμα που επιτείνει τη σύγχυση λόγω άκαιρων δημοσιευμάτων. Αφενός πολλοί συγκρίνουν τούτο εδώ με το «Bohemian Rhapsody» και εκ του γεγονότος ότι το κάνει ο ίδιος σκηνοθέτης. ΔΕΝ το κάνει Ο ΙΔΙΟΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ!!!!!!!!!!!!!!!!!! Ο ΝΤΕΞΤΕΡ ΦΛΕΤΣΕΡ απλώς ολοκλήρωσε την ταινία του «Φρέντυ Μέρκιουρυ» επειδή ο σκηνοθέτης εκείνου του φιλμ, o Mπράιαν Σίνγκερ βγήκε κάποια στιγμή από τη δουλειά. Τίτλο σκηνοθέτη στο «Bohemian Rhapsody» πήρε μόνο ο Μπράιαν Σίνγκερ. Ούτε καν συν-σκηνοθεσία δεν αναγνωρίστηκε. Διότι εκεί υπάρχουν σωματεία και συνδικάτα που παρακολουθούν στενά τα πράγματα και παρεμβαίνουν διαιτητεύοντας. Αν είχε κάνει εκείνη την ταινία ο Ντέξτερ Φλέτσερ σε ασφαλές ποσοστό, θα είχε πάρει credit συν-σκηνοθεσίας. Ετσι απλά! Εκεί, ολοκλήρωσε ένα δεδομένο concept.Αυτά ως προς το «αφενός». Ως προς το «αφετέρου», και να ήταν ο ίδιος σκηνοθέτης πάλι δεν θα μπορούσε να γίνει σύγκριση διότι εδώ έχουμε διαφορετική ταινία, διαφορετικό είδος. Το ότι κεντρικός ήρωας και στα δύο φιλμ είναι διάσημος μουσικός της ροκ με εκκεντρικότητες κι ακραίες συμπεριφορές, επ’ ουδενί μεταβάλει τα δύο φιλμ σε κάτι συγκρίσιμο, αφού πρόκειται για διαφορετικά είδη. Οι βίοι των δύο ηρώων μπορεί να δείχνουν παράλληλοι αλλά τα έργα που έγιναν για αυτούς και για τον καθένα ξεχωριστά, είναι εντελώς διαφορετικά.
Κι εδώ ο «ΕΛΤΟΝ ΤΖΩΝ» γίνεται ήρωας μιούζικαλ διότι το φιλμ στήνεται, γράφεται και κινηματογραφείται ως μιούζικαλ, με στοιχεία δραματικής βιογραφίας για το λιμπρέτο.
Κι όλο μαζί καταλήγει σε κάτι υπέροχο, ένα φιλμ απόλαυσης και συγκίνησης, διότι πριν από τον σκηνοθέτη υπάρχει σενάριο και σεναριογράφος είναι ο ΛΗ ΧΩΛ, ο οποίος δεν είναι μόνο σεναριογράφος του «Μπίλλυ Ελλιοτ» αλλά και –εδώ είναι το σπουδαίο- λιμπρετίστας-διασκευαστής της μετατροπής του φιλμ εκείνου, του σεναρίου εκείνου, σε ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΜΙΟΥΖΙΚΑΛ, που το είχα δει στη Νέα Υόρκη κι ένα από τα πράγματα που είχα θαυμάσει είναι το πώς ο σεναριογράφος του φιλμ, μετέτρεπε το έργο του σε ένα διαφορετικό είδος, για ένα διαφορετικό μέσον, από την οθόνη στη σκηνή κι από το δράμα πρόζας (να το πούμε έτσι) στο μιούζικαλ και πως κρατούσε όλα τα δραματικά στοιχεία, σαν να ήταν έργο πρόζας στο να πλαισιώνουν τη μουσική δράση ή να μετατρέπονται σε μουσικοχορευτικές καταστάσεις.
Η εισαγωγική σκηνή της ταινίας είναι θεϊκή. Ως σεναριακή σύλληψη. Και κατεπέκταση ως κινηματογραφική πραγμάτωση από τον σκηνοθέτη Ντέξτερ Φλέτσερ. Ο Ελτον Τζων εμφανίζεται με ένα εκκεντρικότατο ντύσιμο, πορτοκαλί «πατουλί» (όπως άκουσα τον όρο κάπου για κάθε χτυπητό χρώμα που χρυσίζει και τον δανείζομαι, δεν έχω την πατρότητα του) , δείχνει υπέρκοσμος, ανοίγει μια πόρτα λευκή σαν κι εκείνες των σκηνών ονείρου και μπαίνει στο χώρο ο οποίος είναι αίθουσα ομαδικής ψυχοθεραπείας. Οπου κάθονται κι οι άλλοι θεραπευόμενοι, με τα ρούχα τους τα κανονικά κι ο Ελτον Τζων με τη συγκεκριμμένη αμφίεση. Μας δίνει λοιπόν πρώτο στίγμα του ήρωα με την ομαδική ψυχοθεραπεία. Και πολύ σύντομα ο λόγος του γίνεται τραγούδι, μιούζικαλ, σκηνή φαντασίας, μετατρέπεται ο μονόλογος-νούμερο σε κάτι από αισθητική «Pleasantville», το χρώμα του σήμερα με την μαυρόασπρη αισθητική του χτες, αφού μας παραπέμπει στην παιδική ηλικία… και για να μην τα πολυλογώ, με τη μία η ταινία κι ο Ντέξτερ Φλέτσερ χάρη στο σενάριο του Λη Χωλ, μας έχουν δώσει το στίγμα του έργου που θα δούμε, του ήρωα που θα παρακολουθήσουμε, του είδους στο οποίο ήρθαμε και στο να μην περιμένουμε άλλα, που πιθανόν εμείς να είχαμε στο μυαλό μας, από εκείνα που οι δημιουργοί της ταινίας θέλησαν.
Και με αυτό τον τρόπο η ταινία εξελίσσεται, προχωράει και φτάνει ως το φινάλε, έχοντας προσφέρει στον θεατή πανδαισία από υπέροχες χορογραφίες, πορτραίτο δραματικού ήρωα της μουσικής σκηνής, της ροκ σκηνής, που τον περνάει από όλα τα στάδια με πρώτη έμφαση στην παιδική ηλικία και στον ψυχικό τραυματισμό, στις αμφιβολίες περί ταυτότητας, στο οικογενειακό περιβάλλον (η δεύτερη σκηνή που βρήκα θεϊκή ως σύλληψη, μετά την εισαγωγική που ανέφερα πιο πάνω , είναι με τη δασκάλα του πιάνου και το πώς την αποστομώνει ο μικρός Ελτον- με μία συντομότατη, ελαχίστων δευτερολέπτων σκηνή, ο σεναριογράφος έχει χτίσει κι άλλο τον ήρωα του στο να δικαιολογήσει τα παρακάτω που θα συμβούν και να τον κάνει ακόμα πιο αγαπητό στους θεατές που τον θαυμάζουν ως υπαρκτό πρόσωπο) και μετά περνά στα πιο σκληρά: Στον εραστή που γίνεται μάνατζερ στυγνός , χωρίς αισθήματα, στο φίλο και μόνιμο συνεργάτη , στην εκτίναξη προς την δόξα, στην οικογένεια που διαλύθηκε κι ανασυντάχθηκε, στην κατάπτωση, στην απώλεια του ελέγχου της εκκεντρικότητας, στην ανάγκη της εκκεντρικότητας και σε κάτι εξαιρετικό στο οποίο καταλήγει η ταινία και το οποίο πολύ με έπιασε: Τελικά, ο μόνος που τον αγάπησε τον ήρωα πραγματικά ήταν ο ΦΙΛΟΣ, ο ΕΝΑΣ φίλος, εκείνος ο φίλος που του ξεκαθάρισε πολύ νωρίς στη ζωή τους το «σ’ αγαπώ αλλά όχι με αυτό τον τρόπο», ενώ οι εραστές του «άλλου» τρόπου κι η οικογένεια που δεν είχε κανένα τρόπο, έδειξαν. ….
Δεν χρειάζεται να πω περισσότερα. Το έργο καταφέρνει να κρατά και την δραματικότητα της περίπτωσης αλλά και το είδος μιούζικαλ που είναι πανταχού παρόν και βέβαια τις ρολάρες.
Ο ΤΑΡΟΝ ΕΓΚΕΡΤΟΝ είναι θεσπέσιος στο πως ερμηνεύει αλλά και στο πως τραγουδά τον «Ελτον Τζων». Εχει κι ακτινοβολία και στόφα και δραματικότητα, δεν τον κάνει αντιπαθή στις εκκεντρικότητες και το παίζει με πολλή αγάπη στη συντριβή του. Λάμπει ολόκληρος. Ο ΤΖΕΪΜΥ ΜΠΕΛ έχει όλη την ευγένεια του φίλου κι ο Λη Χωλ που τον ξέρει από παιδάκι στον «Μπίλυ Ελιοτ» τον έχει προσέξει πολύ, τον έχει κατευθύνει. Εξαιρετικά παίζει τον πρώην εραστή και δια βίου μάνατζερ ο ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΜΑΝΤΕΝ, δεν υπογραμμίζει πουθενά το «κτήνος», το αφήνει και βγαίνει φυσιολογικά. Ο «πατέρας» κι η «μητέρα» ηθοποιάρες αλλά κι η κοπέλα του λευκού γάμου, πόσα πρόλαβε κι έδωσε σε εκείνα τα δευτερόλεπτα του «λευκού breakfast» (πάλι στο σενάριο θα πάμε διότι από εκεί αντλούνται οι ρόλοι, της τον έγραψε τόσο περιεκτικά αλλά κι ο Φλέτσερ της έδωσε την απόλυτη σκηνοθετική κατεύθυνση στο να την αισθανθούμε οι θεατές σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα
Χορογραφίες παραδοσιακού μιούζικαλ εξαιρετικές, μοντάζ μιούζικαλ κι όχι βιντεοκλίπ, ήχος που δεν έχει τη δυσκολία του «bohemian rhapsody» λόγω διαφορετικότητας ζητούμενου αλλά μας ξεσηκώνει με τη βοήθεια των μουσικών, ειδικά σε εκείνη τη σκηνή που κατακτά το Λος Αντζελες αλλά και στις γύρω…. ηχητικές περιοχές όπου καλείται ο ήχος να πλαισιώσει και δράσει με βάση το μιούζικαλ. Και μια φωτογραφία σίγουρη για το είδος που κάνει.
Τελικά, όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες κουβαλάνε Σταυρούς διότι αν δεν τους κουβαλούσαν πως θα γίνονταν και μύθοι και πως θα τους έκαναν και ταινίες. Οι ζωές των ευτυχισμένων ανθρώπων είναι πάντοτε αδιάφορες, απελπιστικά αδιάφορες.