Όταν μια πληροφορία επαναλαμβάνεται, έλεγε ο σοφός συστεμικός Ακης Ασημακόπουλος, από τη στιγμή που δεν φέρνει κάτι καινούργιο, είναι άχρηστη πληροφορία. Οπότε, τα της ποιότητας της ιταλικής κωμωδίας εν γένει, της ικανότητας των Ιταλών να διασκεδάζουν με τα δεινά τους και να τα διακωμωδούν ανελέητα κι αλύπητα, της έλλειψης κομπλεξισμού απέναντι στα είδη, την περιφρόνηση σε κάθε δηθενιά, την περήφανη υποστήριξη τους στο ιταλικό σινεμά εν γένει, σε όλα τα είδη κι όχι μόνο σε κάτι φεστιβαλικό ή στα κλασικά του παρελθόντος αλλά ΣΤΑ ΠΑΝΤΑ, το γεγονός- για να επιστρέψουμε στην κωμωδία- ότι μεταχειρίζονται και τους κανόνες της φάρσας, κάτι που άλλωστε έκανε κι ο Αριστοφάνης αλλά κι οι δικοί τους μεταγενέστεροι κωμικοί ποιητές, και πάνω από όλα την ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ σε ό,τι κι αν κάνουν…, ε , τι να τα ξαναλέω… Στους σταθερούς αναγνώστες δεν προφέρω καμία νέα πληροφορία. Βέβαια, υπάρχουν πάντα κι οι καινούργιοι (αναγνώστες) οπότε κι οι σταθεροί κάπου θα το υφίστανται…
Για την κοινωνική αναφορά, στην οποία επιμένω κι η οποία χαρακτηρίζει το ιταλικό σινεμά όσο κανένα άλλο, έχω να διευκρινίσω το εξής, επειδή κάποιοι αναγνώστες –θεατές μπερδεύονται: Μην μπλέκουν τις κοινωνικές ταινίες με την κοινωνική αναφορά. Κοινωνικές ταινίες παράγουν όλες οι κινηματογραφίες. Η κοινωνική αναφορά είναι κάτι άλλο, είναι πως σε όποιο σενάριο κι αν γράψουν, σε όποιο είδος κι αν επιθυμούν να ενταχθούν , το κοινωνικό ως σεναριακή βάση κι αφετηρία θα υπάρχει έντονα ακόμα και στις πιο ανώδυνες χριστουγεννιάτικες κωμωδίες τους..
Με βάση όλα τα παραπάνω, μας επισκέφτηκε το «ΚΟΛΠΟ ΓΚΡΟΣΟ» , το οποίο είναι ό,τι χρειαζόμαστε για καλοκαιρινή γελαστική ψυχαγωγία και γενικώς- θα το επαναλάβω!- το ιταλικό σινεμά και δη η ιταλική κωμωδία είναι το είδος του ελληνικού κινηματογραφικού καλοκαιριού.
Και το «ΚΟΛΠΟ ΓΚΡΟΣΟ» έχει όλα τα παραπάνω. Εχει όλα εκείνα που θα μπορούσε να έχει και μια ελληνική κωμωδία αν δεν είχαν εξαφανίσει το σινεμά των ειδών οι πράκτορες της δηθενιάς…. Αλλωστε, όταν παίζονταν οι παλιές ελληνικές κωμωδίες που σήμερα τις εκθειάζουν, στον καιρό τους τις περνούσαν στην περιφρόνηση, στο σνομπισμό, στην αδιαφορία. Μη νομίζετε ότι τιμούσαν και τόσο πολύ τους Μαυρογιαλούρους και τα λοιπά οι δηθενάδες του ‘ 60…
Το ίδιο κάνουν κι οι δηθενάδες του τώρα που μια και έκαψαν το χωράφι του ελληνικού κινηματογράφου και της ελληνικής κωμωδίας και το κατέστησαν αθεράπευτα άγονο, πάνε να κάνουν το ίδιο με τις ιταλικές. Μόνο που η ιταλική κινηματογραφία δεν περιμένει από αυτούς αναγνώριση. Το πολύ -πολύ με την επιρροή τους σε διανομείς που τρέχουν ξωπίσω τους ,να πέσουμε θύματα οι Ελληνες θεατές όπως έχουμε πέσει θύματα τέτοιας μορφής κατ’ εξακολούθηση. Πάντως δεν θα ζημιώσει η ιταλική κινηματογραφία.
Στο «Κόλπο Γκρόσο» λοιπόν έχουμε διάχυτη την οικονομική κρίση, για κεντρικό ήρωα έναν φουκαρά της οικοδομής που έχει στο σπίτι τη μάνα του που είναι μια παλαβιάρα των 70ς, τη σύζυγο που της έχει φύγει ο έρωτας και την έχει μεταβάλει σε νοικοκυρά της αχτενισιάς, της απεριποιησιάς και της παντόφλας, την κόρη του χωρίς άντρα και τον ευτραφή εγγονό… αλλά μέσα στην ένδεια θέλει κι ερωμένη ο καλοβαλμένος παππούς. Και την έχει την ερωμένη κι είναι και γυναικάρα. Η οποία επίσης αλλού κίνησε για αλλού κι αλλού η ζωή την πήγε..Δεν τα κατέφερε ως τραγουδίστρια, συζεί με ένα ξεχειλωμένο ο οποίος νοικιάζει το μαγαζί του σε φασίστες για να κάνουν τις συγκεντρώσεις τους και μόνο εκεί τραγουδάει , έχει και παιδιά αλλά όχι από τον γκόμενο, είναι κι αυτή μέσα στην ένδεια.. Ωστόσο, η σχέση με τον οικοδόμο είναι ζωντανή κι ερωτική και δεν βγάζουν στο ερωτικό τους κομμάτι ούτε μιζέρια ούτε ένδεια.
Κάποια στιγμή λοιπόν, του κάνουν μια πλάκα οι συνάδελφοι του, του φουκαρά οικοδόμου. Του παραλλάσσουν με ψεύτικα στοιχεία ένα λαχείο που είχε αγοράσει και του το στήνουν ως το λαχείο που κέρδισε. 3 εκατομμύρια ευρώ!!!!!!!!!!!!!!!!
Ο ανεξέλεγκτος Ιταλός παλαβιάρης, που καίγεται από την θλιβερή οικονομική του κατάσταση, ξεσηκώνει τη φαμίλια, πλην συζύγου στη οποία έχει γράψει το πατρικό του που ανήκε στην παλαβιάρα γιαγιά των 70ς , πάει στην γκόμενα, η οποία παρατά το γουρούνι της και παίρνει και τα δύο παιδιά μαζί, , ενώνονται οι δύο οικογένειες σε μία και πάνε για τη μεγάλη ζωή… Μόνο που γρήγορα πληροφορείται ότι το λαχείο ήταν falso…Κι η συνέχεια επί της οθόνης.
Είναι αξιοθαύμαστο το πώς η φάρσα εισχωρεί στην κωμωδία και πως η κωμωδία το μεταβολίζει σε σάτιρα και πως επανέρχονται παραλλήλως αλλά και διασταυρούμενοι οι κανόνες όλων αυτών των υποδιαιρέσεων του μεγάλου είδους.
Ο σκηνοθέτης ΦΡΑΝΤΣΕΣΚΟ ΜΙΤΣΙΚΕ’, που είχε προταθεί για Dadid di Donatello πρωτοεμφανιζόμενου το 2016 με το «LORO CHI?», την κωμωδία που τον ανέδειξε, επιστρέφει με τούτο εδώ και με σταθερό συνεργάτη στο σενάριο τον ΦΑΜΠΙΟ ΜΠΟΝΙΦΑΤΣΙ (το ελληνικό κοινό δεν είδε ποτέ του το «SI PUO FARE» του, παρά μόνο οι θεατές της προβολής εκείνης όταν το είχα παίξει στο «Tutto Italia»…), σεναριογράφο ικανότατο που ακολουθεί τα βήματα της μεγάλης ιταλικής σχολής στη διακωμώδηση του δράματος με τον Μιτσικέ να έχει το χάρισμα να του βάζει και φαρσικά στοιχεία και να ξέρει το μέτρο.
Δύο εκπληκτικοί ηθοποιοί της σημερινής Ιταλίας, ο ΣΕΡΤΖΙΟ ΚΑΣΤΕΛΙΤΟ κι η ΣΑΜΠΡΙΝΑ ΦΕΡΙΛΙ κρατούν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους και δεν χρειάζεται να πούμε τίποτε περισσότερο από το ηλίου φαεινότερον. Θα ήθελα να κάνω μια ξεχωριστή αναφορά, αν και πρόκειται περί μικρού ρόλου που εμφανίζεται στο δεύτερο μέρος, στην ΑΝΤΟΝΕΛΑ ΑΤΤΙΛΙ, την ηθοποιό που παίζει τη σνομπ σύζυγο του πλούσιου που θα κάνει μπίζνες με τους φτωχοδιάβολους . Θέλω να κάνω αναφορά σε αυτήν διότι την παρακολουθώ στην ιταλική τηλεοπτική σειρά «Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ», στον τρίτο κύκλο που παίζει τη Σικελή τη μάνα και την είχα επισημάνει για την γκάμα της, για το πώς από αυστηρή μάνα των παιδιών της κι απεριποίητη, μεταβαλλόταν σε γκόμενα όταν συναντούσε κρυφά τον άντρα της... Εδώ, αυτή η γκάμα επιβεβαιώνει για το πώς παίζει με άπειρη διακριτικότητα και μετρημένη ειρωνεία τη σνομπ ηρωίδα της, δείχνοντας και αξιοσημείωτα κωμικά χαρακτηριστικά.
Μόνο η Φωτογραφία δεν μου άρεσε. Είναι το στοιχείο της ταινίας που μου άφησε την εντύπωση ότι η παραγωγή έκανε σκόντο, ότι δεν πήρε τόσους προβολείς όσους θα χρειαζόταν για να βγει μια ευφάνταστη παραγωγή παρά άφησε μόνο του τον ήλιο να κάνει κουμάντο και αν δεν την «έκαψε» , την ψιλοθόλωσε.