Ο ΚΕΝ ΛΟΟΥΤΣ πρώτον και κύριον είναι συνεπής με την αριστερή ιδεολογία του και με τον κινηματογράφο, με το είδος του κινηματογράφου, που έχει αποφασίσει να υπηρετήσει. Να κάνει έργα βγαλμένα μέσα από σοβαρά κοινωνικά ζητήματα και τις επιπτώσεις τους στην εργατική τάξη.
Δεύτερο και σημαντικό για τον υπογράφοντα είναι ότι δεν αλλάζει κινηματογραφικά τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνεται και καλλιτεχνικά ,στις κοινωνικο-πολιτικές του ανησυχίες.
Συνεπώς, αποφθέγματα του τύπου ότι επαναλαμβάνεται ή ότι κάνει την ίδια ταινία σε παραλλαγή, ισχύουν μεν αλλά δεν είναι ψόγος, είναι ταυτότητα.
Στο δεύτερο, μάλιστα, θέμα, αυτό στο περί κινηματογραφικής συνέπειας έχω να επισημάνω κάτι που για μένα είναι σημαντικό: Ότι παραμένει ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ. Ναι, διότι κάθε τόσο διαβάζουμε κι ακούμε πως ο Κεν Λόουτς λέει αυτό, ο Κεν Λόουτς λέει εκείνο και πάει λέγοντας. ΛΑΘΟΣ! Ο Κεν Λόουτς δεν τα λέει αλλά τα δείχνει. Το σωστό (κι έτσι θα μάθαιναν και κινηματογραφικά γράμματα στον κόσμο) θα ήταν να του λένε «ΟΙ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΟΥ Κεν Λόουτς» κι όχι ο ίδιος διότι ο ίδιος δεν έχει γράψει ούτε μισή αράδα σε σενάριο, ο Κεν Λόουτς χρησιμοποιεί μονίμως συγκεκριμένο σεναριογράφο, τον ΠΟΛ ΛΑΒΕΡΤΥ. Κι όχι απλώς σκηνοθετεί σενάρια του Λάβερτυ (είτε του τα φέρνει ο Λάβερτυ είτε του τα παραγγέλνει κι ο ίδιος μετά από μεταξύ τους εξαντλητικές, προφανώς, συζητήσεις) αλλά τον προβάλει, τον προάγει, τον υπενθυμίζει κάθε φορά που θα πάει κάποιος να του πιστώσει την ταινία εξ ολοκλήρου , ειδικά στις συνεντεύξεις Τύπου, όπου γίνονται ενίοτε ανόητες ερωτήσεις, πως δεν τα έχω γράψει εγώ αυτά αλλά ο Λάβερτυ. Μάλιστα, όταν γνωριστήκαμε κάπως διεξοδικότερα και φάγαμε και μαζί, συνοδευόμενοι κι από τη σύζυγο του, στο Βρότσλαβ της Πολωνίας, τότε που ήταν υποψήφιος στα Ευρωπαϊκά Βραβεία με το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέηκ», όλες οι αναφορές στο θέμα του έργου γίνονταν με αναφορά διαρκή από τον Λόουτς στον Λάβερτυ.
Είναι το ίδιο λάθος που γίνεται και με άλλους σκηνοθέτες προσωπικότητας, που δεν είναι σε θέση να διακρίνουν τι τους κάνει ξεχωριστούς κι ως εύκολη λύση ή ανεπάρκεια κινηματογραφικής γνώσης, τους πιστώνουν τα σενάρια των ταινιών τα οποία δεν είναι δικά τους. Ο Χίτσκοκ είναι ένας από αυτούς, ο Καζάν είναι ένας άλλος.
Στον Καζάν θα ανατρέξω με μια σύντομη παρένθεση, σε σχέση με αυτό που πρεσβεύει ο Λόουτς επειδή και το σινεμά του Καζάν ήταν κοινωνικό αλλά δεν είχε γράψει ο ίδιος σενάρια. Σε μια συνάντηση μας στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 1996, τότε που το Φεστιβάλ του έδωσε Τιμητική Χρυσή Αρκτο για το σύνολο του έργου του (και τότε δεν έγινε κανένας χαμός, μόνο στα Οσκαρ έγινε, διότι όλοι μόνο τα Οσκαρ παρακολουθούν και μετά δηθεν βρίζουν, το τι γίνεται στα Φεστιβάλ δεν το υποπτεύονται ΟΥΤΕ ΚΑΝ ΟΙ ΑΠΕΣΤΑΛΜΕΝΟΙ ΚΙ ΟΙ ΠΑΡΟΝΤΕΣ) , μου είπε κάποια στιγμή «το σημαντικό είναι να έχει ο σκηνοθέτης κάτι να πει». Τα ρώτησα «πως το εννοείτε το «Κάτι να πει» όταν εσείς για παράδειγμα , μέχρι το «Αμέρικα Αμέρικα» δεν ήσασταν σεναριογράφος των ταινιών σας». Και μου έδωσε μια διαφωτιστική εξήγηση: Το «έχω κάτι να πω» σημαίνει ότι αναζητώ ανάλογα θέματα, ψάχνω να βρω σενάρια που να με εκφράζουν στο είδος του κινηματογράφου που θέλω να κάνω ή από αυτά που μου στέλνουν να διαλέξω αν κάποιο ταιριάζει με τη δική μου ανησυχία». Αυτό του Καζάν είχε σφηνωθεί βαθιά μέσα μου, ήταν μια αποκαλυπτική κουβέντα περί του πόσο δημιουργικός είναι ο ρόλος του σκηνοθέτη, όχι όμως μέσα από την πίστωση του θέματος αλλά μέσα από το τι τον συγκινεί κι από κει και μετά ο τρόπος με τον οποίο το ζωντανεύει στην οθόνη. Η φράση του Καζάν με είχε βοηθήσει στο να μπορέσω να κατανοήσω τον κινηματογράφο του Κεν Λόουτς και να συνειδητοποιήσω πως αυτά που θέλει ο Λόουτς να πει τα λέει μέσα από τα σενάρια του Πολ Λάβερτυ.
Αλλωστε- και κλείνω οριστικά τις αναφορές αλλά ήθελα να δώσω στον αναγνώστη να καταλάβει κάτι πάνω στη σχέση σκηνοθέτη κι έργου όταν δεν γράφει ο ίδιος το σενάριο ενώ η αξία του έργου βρίσκεται στο θέμα και το πιστώνεται ο σκηνοθέτης από λανθασμένη γωνιά των ημιμαθών - κι ο Πολάνσκι, έψαχνε χρόνια να βρει σενάριο για να κάνει τη ΒΙΩΜΑΤΙΚΗ του ταινία για το γκέτο της Βαρσοβίας και δεν κάθισε να γράψει την ιστορία του αλλά περίμενε να βρει το κατάλληλο σενάριο. Διότι ήθελε να κάνει ταινία το ΒΙΩΜΑ του κι όχι την ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ του Και το βρήκε μεγάλος πιά στο βιβλίο που λεγόταν «Ο πιανίστας»
Αυτά λοιπόν που λέει ο Λόουτς στη νέα του ταινία μέσω του σεναρίου του Λάβερτυ, είναι βαθιά κοινωνικά κι αφορούν στην οικονομική κρίση των τελευταίων ετών έτσι όπως φάνηκε στην πατρίδα του, στην Αγγλία, και πριν το Brexit.
Η ιστορία επικεντρώνεται σε μία οικογένεια που είναι αντιμέτωπη με ένα χρέος αλλά η ανατροπή των οικονομικών συνθηκών με την κρίση, τους έχει σφίξει τη θηλιά στο λαιμό. Ο πατέρας κάνει μεταφορές με βαν και παραδίδει δέματα ή επιστολές ή ο,τιδήποτε και πληρώνεται κάπως με το κομμάτι με αποτέλεσμα να τρέχει και να μην φτάνει. Η μητέρα συμπληρώνει το ταμείο της οικογένειας φροντίζοντας ηλικιωμένους. Υπάρχουν και παιδιά. Η οικογένεια, παρά την ανέχεια, δείχνει ότι τα πηγαίνουν πολύ καλά μεταξύ τους, ότι είναι δεμένοι και μονιασμένοι. Μια κατατοπιστική σκηνή για να το νιώσουμε αυτό είναι το οικογενειακό δείπνο που γίνεται με συνθήκες καλής διάθεσης, όταν σε άλλα σπίτια, και χωρίς οικονομική ανέχεια, και στα δικά μας τα μέρη, περιμένουν να καθίσουν στο τραπέζι για να αρχίσουν να ..σκοτώνονται.
Όμως η κρίση, το τρεχαλητό, η αγωνία, η κοινωνική ασφάλιση που γίνεται κοινωνική ανασφάλεια, το μεροδούλι -μεροφάι με περικοπές κι αυτό, σιγά σιγά εισχωρεί και στην οικογένεια. Και πως εισχωρεί; Μέσω των παιδιών.. Ολος αυτός ο φόρτος πως οδηγεί σε παραβατική συμπεριφορά το ένα παιδι, το γιό, το πως αυτό μεταφέρεται στο σχολείο, πως από το σχολείο επιστρέφεται στο σπίτι, πως για να είσαι παρών στο μεροκάματο είσαι απών στο ρόλο του γονιού, πως στο χρεώνει το έτερον ήμισυ, πως κι εκείνο το ήμισυ με τη σειρά του αδυνατεί να ανταπεξέλθει διότι κι η δική του συνεισφορά στο μεροφάι, αντιμετωπίζει τις επιπτώσεις της κρίσης κι πως τελικά όλο αυτό οδηγείται σε αδιέξοδο.
Οι σκηνές στο σενάριο, μέσα από τις οποίες δραματοποιείται το κοινωνικό πρόβλημα, είναι εξαίρετα γραμμένες, περιεκτικές και κατατοπιστικές, με ανθρώπινες αντιδράσεις χαρακτήρων, με δημιουργία χαρακτήρων ως όργανα κοινωνικού προβλήματος που πραγματεύεται η ταινία . Και πως η ταινία καταφέρνει και παραμένει κοινωνική χωρίς ποτέ να γίνεται προπαγάνδα; Διότι υπάρχει κι η σκηνή που ο προιστάμενος λέει τη δική του θέση στο διάλογο του με τον ήρωα.. Κι ο Κεν Λόουτς πατώντας πάνω στον απόλυτο ρεαλισμό σκηνοθετεί τους ηθοποιούς ως ανθρώπους , κάνοντας τους να παίζουν χωρίς να παίζουν αλλά να δίνουν στο θεατή το ρόλο και να είναι ηθοποιοί, να μην υποπαίζουν εν ονόματι ενός κακώς ερμηνευμένου ρεαλισμού.
Επίσης η φωτογραφία, έχει μια φωτεινότητα μολονότι τα μέρη στα οποία κυκλοφορεί η υπόθεση, είναι γκριζωπά, συννεφιασμένα. Η σκηνοθεσία δείχνει όμως ότι δεν θέλει να τοποθετήσει όλα σε κάτι μαύρο κι άραχλο, δεν βγάζει ένδεια στην εικόνα, υπάρχει φως, το σκηνογραφικό του σπιτιού μου έκανε εντύπωση επειδή κατάφερε (σε καλή συνεννόηση με τον σκηνοθέτη) να δείχνει τις περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες, χωρίς να βγάζει μιζέρια. Κι αυτό ξεκινά από το σενάριο φυσικά, από τον Πολ Λάβερτυ. Είναι φτωχοί, λόγω συνθηκών, δεν είναι όμως λούμπεν. Κι αυτό φαίνεται στα πάντα τους κι ο πολιτικοποιημένος και συνειδητοποιημένος Αριστερός Κεν Λόουτς το προβάλει έντονα στη σκηνοθεσία του είτε μιλάμε για προβολή ντεκόρ είτε για σκηνοθετική καθοδήγηση ανθρώπων. Οι ηθοποιοί ΚΡΙΣ ΧΙΤΣΕΝ, ΝΤΕΜΠΥ ΧΑΝΥΓΟΥΝΤ, ταυτίζονται με τους ρόλους και τους παίζουν με ανθρώπινες αποχρώσεις, και δείχνουν ότι είναι ηθοποιοί, ότι είναι φορείς της σκηνοθετικής γραμμής του Λόουτς, ότι έχουν προϊστορία πρέπουσα, όλα ακολουθούν μια χαραγμένη σκηνοθετική γραμμή που δεν της ξεφεύγει ούτε πόντος παρέκκλισης.