Το «αστυνομικό» καλείται να επιλύσει κάποιο αίνιγμα. Το «θρίλερ» έρχεται να προκαλέσει ρηγιλότητα, ανατριχίλα.
Με τα χρόνια, όλα τα έχουν μετονομάσει σε «θρίλερ», ακόμα και «το κυνήγι του κλέφτη»….
Παίζει ρόλο και το ότι ο όρος θρίλερ χρησιμοποιήθηκε κι από τον ΚΩΣΤΑ ΓΑΒΡΑ που όρισε (ή του όρισαν!) το είδος του ως «πολιτικό θρίλερ» κι έτσι τα πράγματα μπερδεύτηκαν αρκετά στη συνείδηση του κοινού αλλά και στους κριτικούς
Αν ξεκινώ με τον διαχωρισμό, και με αυτή την επισήμανση, είναι επειδή θέλω να επισημάνω πάνω σε όσα έχουμε πει τα τελευταία χρόνια για την ισπανική κινηματογραφία και τη σχολή που έχει δημιουργήσει, η οποία σχολή μιλάει γενικώς για «θρίλερ», στην πραγματικότητα, όμως, η σχολή αυτή ασχολείται με όλες τις παραλλαγές του «συγχυσμένου» είδους, και τις υπηρετεί όλες με βάση τους κανόνες που διαφέρουν από υποδιαίρεση σε υποδιαίρεση.
Το «ΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ ΤΟΥ ΓΚΟΓΙΑ», που σκηνοθετεί ο ΧΕΡΑΡΔΟ ΕΡΕΡΟ σε σενάριο της ΑΝΧΕΛΑ ΑΡΜΕΡΟ, επιχειρεί να συνυφάνει τα δύο είδη, το αστυνομικό και το θρίλερ δηλαδή, υπό την σταθερή βάση του έργου «μυστηρίου» που είναι επίσης μια αυτόνομη παραλλαγή.
Η συνύφανση έχει να κάνει με το ότι το σενάριο αφηγείται μια αστυνομική ιστορία, ο σκηνοθέτης επιλέγει την ατμόσφαιρα μυστηρίου, το περιεχόμενο όμως του σεναρίου, αυτό δηλαδή που εξετάζουν στην έρευνα τους οι δύο αστυνομικίνες της ιστορίας, της υπόθεσης, παραπέμπει σε ρηγιλότητα, άρα σε θρίλερ.
Διότι αυτό που εξετάζουν είναι μια σειρά εγκλημάτων, στην αστική κοινωνία της Μαδρίτης, όπου σύντομα εντοπίζουν ότι οι αγριευτικοί φόνοι , στήνονται έως και σκηνοθετούνται, στήνονται εικαστικά εν πάση περιπτώσει από το δολοφόνο, με βάση μια συγκεκριμένη σειρά πινάκων του Γκόγια, του μεγάλου Ισπανού ζωγράφου, ο οποίος είχε φτιάξει μια ενότητα έργων που την ονόμαζε «Καπρίτσια». Αλλωστε, ο ισπανικός τίτλος είναι εύγλωττος και συγκεκριμένος «Ο δολοφόνος των Καπριτσιών». Ο ελληνικός αποδίδει καλύτερα το πνεύμα και δίνει και μυστηριώδη έλξη για το θεατή που θα πλησιάσει το ταμείο του κινηματογράφου.
Με αυτά τα «Καπρίτσια» ο Γκόγια έριχνε ανάθεμα στην Εξουσία του καιρού του και στην υποκρισία των αριστοκρατών της πατρίδας του. Οπότε, μέσα από την αποκρυπτογράφηση των πινάκων προσπαθούν οι αστυνομικίνες να ολοκληρώσουν το παζλ και βέβαια, σιγά σιγά μπαίνουν στο πνεύμα του δολοφόνου.
Μέχρι να αρχίσουν να σχηματοποιούνται τα πράγματα, το έργο λειτουργεί εξαιρετικά ως αστυνομικό αίνιγμα που κινεί την περιέργεια κι επιπλέον η σεναριογράφος ρίχνει βάρος στους χαρακτήρες των δύο γυναικών της Αστυνομίας που έχουν αναλάβει την υπόθεση. Αυτό είναι και το καλό στοιχείο του έργου διότι παραλλήλως επιχειρούμε να ταυτιστούμε με τις ερευνήτριες, κατανοώντας τον χαρακτήρα τους ώστε να μας γίνουν οικείες και να δούμε κι εμείς το έργο μέσα από τα μάτια τους, από την έρευνα τους αλλά και τα προσωπικά τους βιώματα, μίση και πάθη.
Επειδή τελευταίως η λέξη «χαρακτήρας» κακοπαθαίνει αρκετά, να τονίσω ότι ο χαρακτήρας διαμορφώνεται και στήνεται σε συνάρτηση με το είδος. Δεν είναι μία η γραμμή για χαρακτήρες.. Τον χαρακτήρα τον δημιουργούν βάσει του εκάστοτε είδους αλλά και της εκάστοτε υπόθεσης ενός έργου του είδους και τον φτιάχνουν τόσο όσο τον χρειάζεται το σενάριο ώστε να του προχωρήσει την ιστορία με βάση το πλαίσιο και την ταυτότητα του. Δεν θα βάλεις χαρακτήρες «μπεργκμανικούς» σε ένα έργο με ζητούμενο την αστυνομική επίλυση ενός αινίγματος, θα βγει το απόλυτο αλλ’ αντ’ άλλων κι αλλ’ αντ’ άλλων θα είναι κι η δική σου επίκριση…….οπότε χρειάζεται μια εκμάθηση κι η λέξη «χαρακτήρας» πριν την χρησιμοποίηση της….
Το θέμα των χαρακτήρων των δύο γυναικών δουλεύεται καλά και συμβάλλει στην παρακολούθηση της υπόθεσης και στην αγωνία για τον κάθε επερχόμενο φόνο.. Μάλιστα, υπάρχει και μια πρωτότυπη μεταχείριση των κεντρικών ηρωίδων που συμβαίνει πριν τη λήξη κι εκεί μετατοπίζεται κάπως το κέντρο της παρακολούθησης αλλά δεν μπορώ να πω περισσότερα. Οι θεατές που θα διαβάσουν την κριτική αφού θα έχουν δει την ταινία, θα καταλάβουν ακριβώς τι εννοούσα.
Το λέω επειδή την υπόθεση ενός έργου την παρακολουθεί ο θεατής μέσω του κεντρικού ήρωα. Ο,τι μαθαίνει ο δεύτερος, μαθαίνει κι ο πρώτος. Μόνο στην τραγική ειρωνεία, που είναι ξεχωριστό κι ειδικό κομμάτι εντός μυθοπλασίας, ο θεατής πληροφορείται κάτι για τον κεντρικό ήρωα που ο τελευταίος το αγνοεί αλλά έτσι αυξάνεται η αγωνία του πρώτου..Ομως θέλει ειδικό χειρισμό ώστε να μη γίνει αυθαίρετο.
Εδώ λοιπόν συμβαίνει κάτι που, επειδή είναι δύο τα βασικά πρόσωπα, τον θεατή δεν τον χαλάει.
Άλλο τον χαλάει τον θεατή. Ότι η επίλυση του αινίγματος και το φινάλε δεν ήταν ανάλογο της όλης μυστηριώδους κατάστασης που προηγήθηκε.
Κι έτσι, η επίγευση δεν είναι σαν την όρεξη έτσι όπως είχε ανοίξει. Αυτά τα έργα με τους κατά συρροήν δολοφόνους, συμπεριλαμβανομένου και του «Seven», έχουν πάντα ένα θέμα στην πλοκή, όταν στο σενάριο δεν κινούνται στο προσκήνιο της ιστορίας ώστε να περνούμε την αγωνία μας «ποιος από αυτούς είναι ο δολοφόνος;». Εδώ, υπάρχουν αυτά τα στοιχεία, περισσότερο από άλλες, ανάλογες ταινίες, όμως υποβαθμίζονται από το κέντρο βάρους του σεναρίου.
Πρωταγωνιστούν αποδοτικότατα η ΜΑΡΙΜΠΕΛ ΒΕΡΝΤΟΥ, που έχει και πιο ζουμερό ρόλο ως μπατσίνα γεμάτη τσαντίλα, κι η ΑΟΥΡΑ ΓΑΡΙΔΟ η οποία ως μαθητευόμενη κατά κάποιο τρόπο, είναι, διότι πρέπει να είναι, λίγο πιο σβησμένη…
Η φωτογραφία μας βάζει στο μυστήριο με τους υποβλητικούς φωτισμούς αλλά και με τον τρόπο που πλησιάζει τους πίνακες του Γκόγια ενώ στο μοντάζ οφείλουμε την αγωνία μας αλλά δεν του χρωστάμε και την αποζημίωση μας