Ακόμα κι αν ο σκηνοθέτης με τον σεναριογράφο, δεν συλλάβουν ακριβώς την «εσάνς» του μέρους, έρχεται το ίδιο το μέρος και «καθαρίζει». Ως περιβάλλον, ως φύση, ως χρώματα, θα καταγράψουν τις εικόνες του σκηνοθέτη και τον τόπο δράσης του σεναρίου κι όλα θα φανούν διαφορετικά. Πόσα έργα δεν έχουμε δει, κι όχι μόνο ιταλικά, να διαδραματίζονται στην περιοχή αυτή της Ιταλίας, κι αυτομάτως να μας αφήνουν μια αίσθηση, που η ίδια ιστορία, αν εκτυλισσόταν σε άλλο τόπο, θα πρόδιδε μόνο τις αδυναμίες της.
Το «MADE IN ITALY» , που σκηνοθέτησε κι έγραψε ο Βρετανός Ηθοποιός ΤΖΕΗΜΣ ΝΤ’ ΑΡΣΥ είναι πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα του παραπάνω.
Η ιστορία αυτή αν είχε τοποθετηθεί σε άλλο μέρος, ε, δεν θα είχε και πολλά να πει.
Ενας μποέμ πατέρας Εγγλέζος, Εγγλέζοι είναι οι ήρωες, αγγλική είναι η παραγωγή (δεν ξέρω αν έχουν βάλει και κάποια φράγκα οι Ιταλοί στη διευκόλυνση της παραγωγής ή αν πρόσφεραν μόνο τη φιλοξενία αλλά με ΟΛΑ όσα αυτή περιλαμβάνει), ο οποίος ζει αποξενωμένος από το γιό του, δέχεται να ακολουθήσει τον τελευταίο στην Τοσκάνη. Οπου εκεί υπάρχει ένα σπίτι κληρονομιά από τη μακαρίτισσα σύζυγο του , το οποίο θέλει ο γιός, ο οποίος είναι γκαλερίστας, να πουλήσουν προκειμένου να δώσει χρήματα στη δική του γυναίκα για να στήσουν μια επιχείρηση. Με την οποία η συζυγική σχέση δεν δείχνει να είναι και τόσο γερή.
Πηγαίνοντας λοιπόν στην Τοσκάνη, στο κληρονομημένο κι ως ένα βαθμό και «πατρικό» κτήμα, ή μάλλον…μητρικό, όλα θα ανατραπούν, όλα θα αλλάξουν, όλα θα αποκτήσουν ένα διαφορετικό νόημα, οι σχέσεις, το παρελθόν, τα κρυμμένα μυστικά και τα μη εξομολογημένα ή ομολογημένα που ήταν θαμμένα επί χρόνια θα βγουν στην επιφάνεια κι όλα αυτά με ένα πολύ συναισθηματικό, παλαβό, ιταλικό τρόπο που δεν αφήνει περιθώρια αδιαφορίας.
Ζητούμενο της ταινία είναι η καλή διάθεση, το feel-good που αναμασάμε στις μέρες μας αλλά όλα αυτά δεν γίνονται τυχαία και τσάμπα. Η Τοσκάνη μπορεί κι ανεβάζει αλλά πρέπει και κάτι να της έχεις ειδάλλως θα μιλούσαμε για…view master κι όχι για Σινεμά κανονικό.
Ο Τζέημς Ντ’ Αρσυ λοιπόν, έχει κάτι, προφανώς και τον έχει εμπνεύσει το μέρος και γράφει μια ιστορία για να την τοποθετήσει εκεί και να τη σκηνοθετήσει ο ίδιος.
Αυτό που εκτός από την Τοσκάνη έχει, είναι κι ο ΛΙΑΜ ΝΗΣΟΝ. Ο οποίος Λίαμ Νήσον είναι κι αυτός μια «Τοσκάνη», μπορεί με την παρουσία του και δίνει υπόσταση, με την προσωπικότητα του, τη γοητεία του κι ένα ταλέντο που είναι ολοφάνερο αλλά δεν έχει ανταμειφθεί με ρόλους. ‘Ομως το γεγονός ότι κρατά τόσα χρόνια καριέρα , χωρίς ανάλογα μεγάλους ρόλους, κάτι λέει.
Αυτός ο Λίαμ Νήσον λοιπόν που παίζει με άνεση ένα ρόλο , εκτός περιβάλλοντος δράσης, είδος στο οποίο οφείλει σειρά επιτυχιών την τελευταία δεκαετία και λίγο παραπάνω, έρχεται εδώ να παίξει ένα κουρέλα -μποέμ. Με χιούμορ κι άνεση , χωρίς το κωμικό στοιχείο να είναι από εκείνα που περισσεύουν στο ταλέντο του.
Όμως ο Ντ’ Αρσυ, ίσως επειδή είναι ηθοποιός κι ο ίδιος, ίσως επειδή μπορεί το σκηνοθετικό να ΤΟ έχει, δεν παίρνει τον Νήσον μόνο του, που έτσι κι αλλιώς και μόνος του να ήταν, πάλι θα του την ανέβαζε την ταινία. . Μα τον κάνει πρωταγωνιστικό ντουέτο με το γιό του, τον ΜΑΪΚΛ ΡΙΤΣΑΡΝΤΣΟΝ, γιό του Νήσον από το γάμο του με την άτυχη Νατάσα Ρίτσαρντσον που πήγε η κοπέλα για σκί και της βγήκε όχι απλώς ξινό αλλά μοιραίο, σκοτώθηκε σε δυστύχημα από πτώση, είναι το επόμενο «κάτι» της ταινίας. Το ότι ο Λίαμ Νήσον θα παίξει σχέση πατέρα και γιού με τον αληθινό γιό του, ο οποίος ουσιαστικά λανσάρεται δίπλα του σε αυτή την ταινία, κι ο οποίος φέρει βαρύ όνομα κι ακόμα πιο βαριά κληρονομιά, τη δυναστεία των Ρεντγκρέηβ από όπου καταγόταν η μάνα του και το επώνυμο του παππού του, κορυφαίου εκπρόσωπου του αγγλικού, ανανεωτικού σινεμά των δεκαετιών ’50-’60, Τόνυ Ρίτσαρντσον. Ενδιαφέρον το ότι ο γιός κάνει καριέρα με το επώνυμο της μάνας του κι όχι του πατέρα του αλλά δεν είναι καλλιτεχνικό θέμα ώστε να σταθούμε περισσότερο. Αν, όμως, έχει να κάνει με γενναιοδωρία του πατέρα Νήσον, τότε εξηγεί ακόμα περισσότερα για την σεναριακή και σκηνοθετική έμπνευση του Τζέημς Ντ’ Αρσυ
Με όλα αυτά τα στοιχεία που ανέφερα πιο πάνω αρχίζεις και γεμίζεις την «Τοσκάνη». Διότι αν δεν είχες την Τοσκάνη κι είχες δύο άλλους ηθοποιούς στη σχέση πατέρα-γιού κι είχες μόνο την ίδια ιστορία, ε, η ταινία θα ήταν εντελώς άλλη.
Να λοιπόν γιατί μας μάθαιναν οι δάσκαλοι της Τέχνης, αυτοί που την κάνουν κι όχι οι άλλοι που…θεωρητικολογούν, σε Ελλάδα κι εξωτερικό ,περί του ότι η διανομή είναι η μισή σκηνοθεσία, διότι όλο αυτό που λέμε είναι Σκηνοθεσία! Το αν νομίζουν κάποιοι ότι σκηνοθεσία είναι το «τράβελινγκ» και οι περίεργοι φωτισμοί, το έχω πει και θα το ξαναπώ ότι δεν τους έχει φτάσει το χαμπέρι ούτε πρωτοβάθμια.
Από κει μετά, η ίδια η ιστορία, το σενάριο δηλαδή, δεν έχει περιθώρια για να βγάλει μεγαλύτερη ταινία από αυτή που έβγαλε.
Πολύ, όμως, θα αγαπήσουμε αυτό τον πατέρα κι αυτό το γιό κι αυτά που θα τους συμβούν διότι στο περιβάλλον που τους συμβαίνουν θα θέλαμε να ήμαστε συμμετέχοντες ή έστω απλώς παρόντες, κι εμείς.