Λοιπόν, να τα βάλουμε σε μια σειρά.
Δεν είναι έργο υπόθεσης, δεν είναι έργο «φιλοσοφίας», η υπόθεση είναι ο καμβάς για το είδος της ταινίας που θέλει να κάνει. Αν δεν ξέρεις από σινεμά ή δεν μπορείς να αντιληφθείς την ταυτότητα του κάθε έργου ώστε να την προσεγγίσεις βάσει της ταυτότητα και πας με το άλλοθι του…Ταρκόφσκι, τα έχεις κάνει μαντάρα εσύ ο ίδιος, κι όχι η ταινία.
Η υπόθεση λοιπόν είναι ο καμβάς. Θα τολμούσα μάλιστα να πω ότι το θέμα του Χρόνου, το πήγαινε-έλα του Χρόνου, που και καλά «απασχολεί» τον Νόλαν, ειδικά σε αυτή την ταινία λειτουργεί περισσότερο ως αναγνωρίσμο στοιχείο της ταυτότητας Νόλαν παρά ως ότι είδαμε ένα έργο που στοχάζεται πάνω στο Χρόνο. Ας σοβαρευτούμε.
Από το ξεκίνημα μας δηλώνει πως θα δούμε κάτι από τα αναγνωρίσιμα του, κι όχι κάτι από «ΔΟΥΝΚΕΡΚΗ» που ήταν κι ο πιο συγκροτημένη σκηνοθετικά ταινία του (της έλειπε βέβαια το σενάριο αλλά κινηματογραφικά ήταν αδαμαντορυχείο), θα δούμε κάτι πάλι όπου ο Χρόνος θα παίξει με τα πρωθύστερα αλλά στο είδος «ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ». Το «επιστημονική φαντασία» και το «δράση» είναι υποδιαιρέσεις του είδους. Κι εκεί που θα πατήσει ώστε να συνδυάσει και να εναρμονίσει την δράση με την φαντασία και να δείξει για μια ακόμα φορά πόσο ευφάνταστος σκηνοθέτης είναι. Αλλά και πόσο ικανός.
Ναι, η υπόθεση χρονικά τοποθετείται σε κάτι σαν ζώνη του Λυκόφωτος, όπου ένας πράκτορας, που τον λένε Protagonist, στήνει ένα ολόκληρο μηχανισμό προκειμένου να εμποδίσει ένα Ρώσο οικονομικό ολιγάρχη να κηρύξει τον Τρίτο Παγκόσμιο και να καταστρέψει την Ανθρωπότητα υπέρ της τσέπης του.. Και της εξ αυτής Εξουσίας του. Στην υπόθεση θα μπει κι η γκόμενα του ολιγάρχη, που θα χρησιμοποιηθεί ως πράκτορας παίζοντας κι αυτή ρόλο στο πήγαινε – έλα του Χρόνου.
Ξέροντας αυτό λοιπόν, τον καμβά που είπαμε, αφηνόμαστε στο ΤΑΞΙΔΙ.
Κι εδώ αρχίζει η μαγεία. Τέτοια μαγεία που μπορεί στο φινάλε να πιστωθεί ακόμα και στο σενάριο διότι όλα αυτά τα οποία συντελούν στην επίτευξη της Μαγείας, έχουν σεναριακές βάσεις, οι οποίες δεν είναι η κατανόηση των γρίφων( διότι και το σενάριο ο ίδιος ο Νόλαν το έχει γράψει για να στηρίξει την κινηματογραφικότητα του- υπάρχουν πολλών ειδών σενάρια, κι έχουν να κάνουν με το είδος και με τις εκάστοτε υποδιαιρέσεις του είδους) αλλά η δόμηση των σκηνών από τις οποίες θα προέλθει η μαγεία κι η οποία θα είναι σκηνοθετική.
Να ξεκινήσω από τον Ηχο; Ο Κρίστοφερ Νόλαν καταγράφεται ως ο Σκηνοθέτης που ασχολείται ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΑ με τον ΗΧΟ, με την Τέχνη του Ηχου, σκηνοθετεί Ηχο, το έκανε και στο «Inception», το ΑΠΟΘΕΩΣΕ στη «Δουνκέρκη». Στις μέρες που ο Νόλαν κάνει σινεμά κι υπηρετεί το «blockbuster» το οποίο βασίζεται στην εξέλιξη της Τεχνολογίας, ο Νόλαν το αρπάει καλλιτεχνικά. Η σύνθεση των ήχων είναι κάτι το μοναδικό, βγαίνει η σκηνοθεσία μέσα από αυτούς, βγαίνει ρυθμός, βγαίνει δράση, με όλων των ειδών τις ειδικότητες του ήχου, που είναι και πάρα πολλές κι όλες αυτές τις ειδικότητες τις συνθέτει. Ο ήχος όμως δεν ξεκινά αυθαίρετα για να εντυπωσιάσει με θορύβους, βγαίνει από σκηνές δράση που έχει προηγουμένως γράψει ο σεναριογράφος Νόλαν. Ηχος που έχει να κάνει με μείξη, ήχος που έχει να κάνει με «κοψίματα», ήχος που έχει να κάνει με ηχητικά εφφέ και με ένα σωρό άλλα των πολλών, όπως είπα, εξειδικεύσεων.
Ηχος που πάει χέρι χέρι με το μοντάζ, τη στιγμή που μιλάμε για ήχο δράσης κι ο ήχος αυτός πρέπει να εναλλάσσεται κατά πως του υποδεικνύει άλλα και κατά πως άλλοτε υποτάσσεται σε αυτόν το ΜΟΝΤΑΖ..
Η μεγάλη σεκάνς ανθολογίας (σημειωτέον η ταινία διαθέτει πολλές φοβερές σεκάνς) είναι εκείνη στον αυτοκινητόδρομο της μονής κυκλοφορίας.. Η οποία , μετά από αρκετό χρόνο μετεξελίσσεται σε κάτι άλλο, σε μεταφορά σε άλλο χώρο, χωρίς αυτοκίνητο, κι αφού συμβούν κι εκεί όσα είναι να συμβούν, επανερχόμαστε στον αυτοκινητόδρομο για την κορύφωση και το μεγαλείο. Για όποιον γοητεύεται από το ΣΙΝΕΜΑ και δεν το βλέπει ως τρόπο να πουλήσει ψευτογνωσία θεωρητικών αφετηριών στους γύρω του (βασικά στον εαυτό του), η σκηνή αυτή είναι ο ορισμός της ΓΟΗΤΕΙΑΣ. Της Μαγείας. Είναι ένα ΜΑΘΗΜΑ σκηνοθέτη στο πως δουλεύει με τους συντελεστές , πως τους συνδυάζει μεταξύ τους, πως πετυχαίνει κλιμάκωση, ανάσα , επαναφορά αλλά όλα αυτά όσο κι αν δεν φαίνεται , έχουν σεναριακή βάση και πατάνε.
Όπως σεναριακή βάση έχουν και τα ΟΠΤΙΚΑ ΕΦΦΕ, όπου μέσα από αυτά δηλώνεται το πρωθύστερο του Χρόνου για τον θεατή που αφέθηκε στη μαγεία της ταινίας κι όχι σε εκείνον που θα τη χάσει επειδή προσπαθεί να δει τι γίνεται με το Χρόνο. Τα πρωθύστερα του Χρόνου τα υποδηλώνει κυρίως με τα Οπτικά Εφφέ ωστόσο κάνει και λεζάντες που και που, με το διάλογο…
Επανέρχομαι στη σεκάνς που τη θεωρώ βάση όλης της ταινίας, διότι κάπως έτσι είναι κι όλη η ταινία αλλά όπως έχω διδαχθεί σε μεγάλες διδασκαλίες του εξωτερικού, η μεγάλη σεκάνς πρέπει να μπαίνει σε σωστό σημείο ώστε να γίνεται η βάση αναφοράς ή το σημείο που πατάς τον διαβήτη κι αρχίζεις και τον ανοίγεις..
Είναι καταπληκτικό το πως κλείνει αυτή τη μεγάλη σεκάνς, το πως την κλείνει ηχητικά , όπου αφού έχει γίνει της μουρλής, ολοκληρώνει με την ανατροπή ενός αυτοκινήτου. Με το ντεραπάρισμα δηλαδή. Κι ενώ έχει γίνει χαμός από τους ήχους, όπου το ΜΟΝΤΑΖ όλη αυτή την ώρα δίνει το δικό του ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ, στο ντεραπάρισμα ο ήχος εξαφανίζεται, η σκηνή για δευτερόλεπτα μένει βουβή κι όταν σκάει στο δρόμο το ντεραπαρισμένο αυτοκίνητο, ακούγεται ο θόρυβος αυτού και μόνο. Και κανένας άλλος. Με συγχωρείται αλλά αυτό είναι ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΗΧΟΥ!!
Θυμήθηκα εκείνο το πολύτιμο μάθημα στην Αμερική, στην Ακαδημία, με τον Ηχολήπτη που με κάλεσε στο στούντιο του, και μου έδειξε τον «Βράχο» με ρεαλιστικούς ήχους κι όχι με τους ήχους τους δικούς του...Ηταν η στιγμή που είχα μυηθεί στη ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΤΟΥ ΗΧΟΥ.
Και μές στον Ηχο, όπως σκηνοθετεί ο Νόλαν, ξεπροβάλλει άλλο ένα επίτευγμα κι ένας Ανθρωπος πολύ μοντέρνος, πολύ εξελιγμένος , πολύ μπροστά στο σήμερα της κινηματογραφικής μουσικής, στην κινηματογραφικότητα της Μουσικής. Ο νεαρός Σουηδός ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΓΚΕΡΑΝΣΟΝ που πήρε πρόπερσυ το ΟΣΚΑΡ για το «BLACK PANTHER» εισηγούμενος αυτά που σπουδάζουν ΣΗΜΕΡΑ οι κινηματογραφικοί συνθέτες σε Αμερική κι Ευρώπη , εδώ αναλαμβάνει καίριο ρόλο, μέσα στον ΗΧΟ. Ο σκηνοθέτης του έχει ζητήσει να δώσει ΤΕΜΠΟ στον ΗΧΟ. Σε όλα όσα είπα παραπάνω περί Ηχου -και μοντάζ να συνεπικουρεί-, ο συνθέτης Λούντβιχ Γκέρανσον, είναι διαρκώς παρών, σχεδόν σαν ενορχηστρωτής αυτών των ήχων. Τους συνοδεύει μουσικά. Κι αυτό συμβαίνει σε όλη τη διάρκεια του φιλμ όπου ο καλοσπουδαγμένος Σουηδός φτιάχνει κι εκπληκτικές γέφυρες μελωδίας, όπως στη σκηνή με τα ιστιοφόρα , όπου , όπως θα διαπιστώσουμε, «γεφυρώνει» δυο σκηνές δράσης, μία που προηγήθηκε κι εκείνη που έπεται. Και ξαναμπαίνει στο ρυθμό και στο να δίνει «τέμπο» στη δράση μόλις περάσει η μουσική γέφυρα.
Φυσικά, σε όλο αυτό υπάρχει κάμερα, κάμερες, που κάνουν τους δικούς τους… «παπάδες». Απ΄όταν ο Νόλαν τα χάλασε με τον Γουίλις Πφίστερ, δεν κρύβω ότι μου λείπουν εκείνα τα παστελ χρώματα , που έδιναν ευγενικούς, χρωματικούς τόνους στη Φωτογραφία. Όμως αυτός ο Ολλανδο-Σουηδός , ο ΧΟΫΤΕ ΒΑΝ ΧΟΫΤΕΜΑ, έχει το προσόν της κάμερας και της χρήσης των φακών, δουλεύει με άλλο τρόπο, το θαυμάσαμε και στην «Δουνκέρκη». Εδώ η κάμερα μπαίνει στη υπηρεσία των ήχων, των σκηνοθετημένων ήχων, που δεν έχει σχέση με αυτό που κάνουν (επαγγελματικώς άριστα, δεν υποτιμώ κανέναν που κάνει σινεμά) στα κανονικά blockbuster.Εδώ είναι κάτι άλλο. Ο ήχος βασίζεται στην κάμερα του Χόϋτεμα.
Εντάξει, από πλευράς συνολικής όψης, το τμήμα ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ, με επικεφαλής τον ΝΕΪΘΑΝ ΚΡΑΟΥΛΙ, σταθερό συνεργάτη του Νόλαν, έχει κάνει μια δουλειά ασύλληπτη τόσο στην εξεύρεση και την επιλογή εξωτερικών χώρων όσο και στα σετ, όπου έχει λάβει σοβαρά υπόψη του ότι πρέπει να εξυπηρετήσουν και τα εφφέ, ειδικά τα σετ.
Η Σκηνοθεσία ολοκληρώνεται με τη διανομή, όπου έχει φρεσκάρει ο Νόλαν την όψη με επένδυση σε νέα πρόσωπα, κάθε άλλο παρά άγνωστα, που τα χρησιμοποιεί και τα αξιοποιεί ως προσωπικότητες του είδους του, όπου όλοι είναι σε φάση εξέλιξης ή αναγνώρισης για την επόμενη εκτίναξη. Ο ΤΖΩΝ ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΓΟΥΟΣΙΝΓΚΤΩΝ «το» έχει, ο ΡΟΜΠΕΡΤ ΠΑΤΙΝΣΟΝ είναι σε τροχιά εξέλιξης, η ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ ΝΤΕΜΠΙΚΙ , αν κι υπερβολικά αδύνατη, «το» έχει επίσης κι αξιοποιεί ως εμφάνιση και προσωπικότητα τον ΑΑΡΟΝ ΤΕΪΛΟΡ-ΤΖΟΝΣΟΝ, που είναι έως κι αγνώριστος. Ολοι τους συμβάλλουν στη μοντέρνα όψη της ταινίας. Βέβαια, ρόλους δεν έχουν ώστε να μιλήσουμε για ερμηνείες, να ξέρουμε τι λέμε, για ερμηνεία ο Νόλαν έχει πάρει τον ΚΕΝΕΘ ΜΠΡΑΝΑ. Ο «κακός» σε αυτές τις περιπτώσεις έχει το ενδιαφέρον, ο ωραίος ρόλος είναι του «κακού», ο ρόλος βέβαια είναι καρικατούρα αλλά που βγαίνει από χαρακτήρα κι ο Νόλαν κάλεσε ΘΕΑΤΡΙΝΑΡΑ ΟΛΚΗΣ, τον Κένεθ Μπράνα δηλαδή, για να δώσει κύρος στο χάρτινο ..Και βλέπουμε πως εντάσσει στη σκηνοθεσία και πως αξιοποιεί την επιλογή αυτή, στη σκηνή του καβγά με την Ντεμπίκι, την πρακτόρισσα-γκόμενα, και της απειλής προς αυτήν που έχει να κάνει όμως και με ερωτική διεκδίκηση πως αφήνει τους θορύβους και κάνει ήχο τη φωνή του θεατρινάρα αλλά και της ηθοποιού και κυρίως πως του δίνει το αβαντάζ ενός κοντινού πλάνου, λες και το τραβάει ο Τζωρτζ Κιούκορ ή ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν.
Ε, όλα αυτά δεν είναι ωραία σκηνοθεσία; Είναι και παραείναι.
Κι επειδή είναι γοητευτική η Σκηνοθεσία, τα όποια κενά είναι κι επουσιώδη. Τουλάχιστον για την παρακολούθηση. Όταν έρθει η ώρα των βραβείων, κι εννοώ τα ΟΣΚΑΡ, εκεί θα γίνει άλλη συζήτηση…