Το εν λόγω «φαγητό» είναι σιγκαπουριανό. Καμία σχέση με αυτά που φοβόσαστε περί φεστιβαλικών, σιγκαπουριανών ή άλλων σχετικών…auteur.
To έργο είναι δράμα, αισθηματικό δράμα, όχι καταθλιπτικό δράμα αλλά τρυφερό δράμα όπου το κύριο συστατικό που καταλήγει κι επίτευγμα του είναι το πως συνδέει την κεντρική ηρωίδα με τον σιγκαπουριανό καιρό. Την εποχή των Μουσώνων. Την υγρασία…
Ο Μουσώνας δεν χρησιμοποιείται ως εφφέ, αλλά ως αίσθηση, ατμόσφαιρα, διάθεση, φωτογραφία που γκριζάρει χωρίς να καταθλίβει διότι κι η φωτογραφία ακολουθεί το σενάριο το οποίο είναι γραμμένο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟΤΑΤΑ, με σύντομες σκηνές, περιεκτικές, με ρυθμό που πετυχαίνεται επειδή ομαλότατα η μία σκηνή μας στέλνει στην άλλη και κτίζεται έτσι η ιστορία η οποία στηρίζεται και στηρίζει χαρακτήρες.
Και βασικά όλο είναι γύρω από την κεντρική ηρωίδα η οποία είναι μια Μαλαισιανή στην Σιγκαπούρη. Η οποία έχει παντρευτεί Σιγκαπουριανό, είναι καθηγήτρια κινεζικών , την απασχολεί η μητρότητα, πασχίζει να πιάσει παιδί αλλά δεν τα καταφέρνει, ο σύζυγος είναι απορροφημένος με τις δουλειές του και δεν ασχολείται μαζί της, δεν της δίνει σημασία, και μάλιστα στην αρχή νομίζουμε ότι δεν υπάρχει καν σύζυγος, ενώ έχει επιφορτιστεί και την φροντίδα του πεθερού της, ο οποίος είναι εντελώς ανήμπορος..
Κι η καθηγήτρια θα ερωτευθεί μαθητή της. Και θα την ερωτευθεί κι αυτός. Και δεν θα δούμε μόνο το πως το βιώνει η καθηγήτρια. Θα δούμε και τον περίγυρο παρόλο ότι προσπάθησαν να το κάνουν διακριτικά αλλά ο έρωτας κι ο βήχας και τα λοιπά, και θα δούμε και την ψυχολογία του ερωτευμένου μαθητή.
Το έργο καταφέρνει και την περιέργεια να κινεί για την εξέλιξη της ιστορίας και για το που θα καταλήξει, κι αυτό επιτυγχάνεται επειδή υπάρχουν χαρακτήρες ολοκληρωμένοι ώστε ο θεατής να ταυτίζεται μαζί τους.. Αυτό είναι το μυστικό της επιτυχίας. Εκεί που αποτυγχάνουν οι ταινίες είναι όταν δεν έχουν ολοκληρώσει χαρακτήρα ώστε ο θεατής να ταυτιστεί και να μπορέσει να ακολουθήσει. Είναι εκεί που την «πατάνε» οι auter-άδες εξού και καταφεύγουν στο δεκανίκι των φιλικών δημοσιευμάτων…
Σύμφωνοι, η ιστορία δεν είναι κάτι το ξεχωριστό ούτε κάτι που δεν έχουμε δει. Ο τρόπος όμως παρουσίασης την κάνει οικεία κι η επιτυχία που ολοκληρώνει είναι ότι ο χαρακτήρας της ηρωίδας, και το θέμα κατεπέκταση, έχουν συνυφανθεί με το πλαίσιο στο οποίο διαδραματίζεται, με τον καιρό των βροχών, ο οποίος έρχεται μετά από μια εποχή ξηρασίας. Κι όσο κι αν ακούγεται λίγο «μπανάλ» για τους σνομπ, εν τούτοις ο τίτλος κι η ηρωίδα ταυτίζονται, τη βρίσκει ο Μουσώνας του έρωτα με τον μαθητή της, ύστερα από μια εποχή στέγνας, σχεδόν απόλυτης συναισθηματικής αλλά και γυναικείας ξηρασίας…
Το στοιχείο που ολοκληρώνει την ταινία και τη μεταβάλει σε μικρή μεν αλλά αψεγάδιαστη, είναι το παίξιμο. Ολοι οι ηθοποιοί έχουν τόσο πολύ ταυτιστεί με τους ρόλους τους, δίνουν τόση αλήθεια, έχουν μια λιτότητα η οποία μόνο μέσω της ταύτισης επιτυγχάνεται, ώστε να νομίζουμε ότι είναι αληθινοί, ότι δεν παίζουν. Κι όμως παίζουν. Εξαιρετικά διδαγμένοι. Οι ηθοποιοί είναι λιτοί αλλά εσωτερικά πάλλονται. Στην απλότητα τους, στη λιτή , εκφραστική γραμμή τους, εκπέμπουν στον θεατή όλα τα συναισθήματα που διακατέχουν τους ήρωες τους. Και βέβαια είναι λιτοί αλλά με τίποτε υποτονικοί, καθόλου άτονοι. Καλοί ηθοποιοί και καλά σκηνοθετημένοι, δεν υποπαίζουν δίκην ψεύτικης λιτότητας, οι ερμηνείες τους έχουν παλμό, παλμό ανθρώπων που ζουν μια κατάσταση.
Ο σκηνοθέτης ΑΝΤΟΝΥ ΤΣΕΝ, είναι νεότατος, 35άρης, με μικρού μήκους ταινίες στο ενεργητικό του, και σε αυτή τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του (την πρώτη το «Ilo Ilo» δεν θυμάμαι να την έχω δει πουθενά) αποκαλύπτει ως ολοκληρωμένος γνώστης του αντικειμένου του, της Τέχνης του, ότι ξέρει τον κινηματογράφο και το πως να αφηγηθεί μια ιστορία στην οθόνη. Εννοείται πως ξέρει κι από σενάριο, σκηνοθεσία και σενάριο έχουν γίνει ένα και φυσικά όλο αυτό το φροντίζει και με το ρυθμό κατά νου τον οποίο πρέπει να έχει η ταινία ώστε να μην «βαλτώνει» κι έχει παραδώσει υλικό στον μοντέρ.
Για την ερμηνεύτρια και τον πιτσιρικά δεν χρειάζεται να προσθέσω κάτι.