Ξεκινώ από τον πρωταγωνιστή παρόλο ότι κι ο σκηνοθέτης ΣΙΡΝΤΑΝ ΓΚΟΛΟΥΜΠΌΒΙΤΣ έχει το μερτικό του και μάλιστα μεγάλο.
Όμως ως ανθρωποκεντρικό δράμα, απόλυτης, αλλά ΑΠΟΛΥΤΗΣ, κοινωνικής αναφοράς, όπως επισημαίνω στον πρόλογο είναι έργο που ο σκηνοθέτης καλείται να εστιάσει στον πρωταγωνιστή διότι όλο το έργο είναι πάνω του, είναι ένας μοναχικός περίπατος, ένα δραματικό οδοιπορικό ενός ανθρώπου που ξεκινά από την πολίχνη του να φτάσει ως το Βελιγράδι και να διαμαρτυρηθεί στις Αρχές, να φροντίσει ώστε αυτές να του αποδώσουν το δίκιο του.
Και το δίκιο του που καταλήγει προσωπικό, είναι βαθύτατα κοινωνικό, είναι το δίκιο ενός πατέρα που έχει μείνει άνεργος, δυο χρόνια ψάχνει δουλειά και δεν βρίσκει (όπως βλέπεται με την «Ανεργία» γίνεται ένας παγκόσμιος χαμός κι ο κινηματογράφος καμιάς χώρας δεν μένει ασυγκίνητος πλην εγχωρίου που φοβούνται ακόμα κι αυτό και μένουν μόνο να το ψελλίζουν…), η γυναίκα του πάνω στην απελπισία της κάνει απόπειρα αυτοκτονίας και τα δύο μικρά παιδιά του τα στέλνει η «Πρόνοια» (ο Θεός να την κάνει…) σε ανάδοχες οικογένειες και δεν του επιτρέπει να τα πλησιάσει καν..
Και τότε αυτός ο άνθρωπος, πλημμυρισμένος από οργή κι απόγνωση ξεκινά για το Βελιγράδι, για την πρωτεύουσα, όπου στις φάσεις της διαδρομής του περνά από περιστατικά, τα οποία κτίζουν την προσωπική του περιπέτεια, άρα ολόκληρη την ταινία, άλλοτε ως εμπόδια , κάποτε κι ως συμμαχίες…
Θα ξαναμιλήσω και πάλι για την παγκόσμια κληρονομιά που έχει αφήσει ο «ΚΛΕΦΤΗΣ ΤΩΝ ΠΟΔΗΛΑΤΩΝ» του ΒΙΤΤΟΡΙΟ ΝΤΕ ΣΙΚΑ σε σενάριο του ΤΣΕΖΑΡΕ ΖΑΒΑΤΙΝΙ και θα το προσπεράσω διότι το έργο το συγκεκριμένο το σέρβικο αξίζει την αυτοτέλεια του.
Την αξίζει ως δομή, στο πως κτίζει το δράμα του ανθρώπου μέσα από τα καθ’ οδόν περιστατικά, την αξίζει, όμως, και για τα ερωτήματα που βάζει. Και τα ερωτήματα που βάζει βγαίνουν μέσα από την υπόθεση και την εξέλιξη της κι όχι υπό τύπον κηρύγματος.
Ειδικά, αυτό όταν συναντά επιτέλους τον άνθρωπο των Αρχών που δείχνει την πρέπουσα κατανόηση, σε προβληματίζει σε όλη τη διάρκεια του έργου, το παίρνεις μαζί σου και μετά, είναι από εκείνα που η Τέχνη σου δίνει ως αφορμή για το κάτι παραπάνω στη ζωή σου. Από τη μιά η καταδίκη του Συστήματος που φέρεται σαν μην επιτρέπει στους φτωχούς ανθρώπους να γίνονται γονείς, σαν να μην τους αναγνωρίζει ένα τέτοιο δικαίωμα.. Σαν να είναι και το γονεϊκό ζήτημα μια καθαρώς ταξική υπόθεση, μια υπόθεση που το Σύστημα την φρόντισε κι αυτήν υπέρ των Εχόντων…Κι από την άλλη, το ερώτημα πως η φτώχια κι η ανέχεια κάνουν τη ζωή των παιδιών που την υφίστανται, δυσβάστακτη κι αφόρητη…
Η ταινία έχει πολλές φίνες λεπτομέρειες, ο ελλειπτικός τρόπος με τον οποίο το σενάριο εκθέτει καταστάσεις και συγκινήσεις όπως οι δύο σκηνές στο νοσοκομείο όπου νοσηλεύεται η σύζυγος, σε δυο διαφορετικά χρονικά σημεία του σεναρίου, με τον διαφορετικό τρόπο που αγγίζονται τα χέρια τους υπό το βάρος δύο διαφορετικών καταστάσεων, απόγνωσης στην αρχή, της δικαίωσης στο μετέπειτα..Ή η σκηνή της εκ νέου επαφής με τα παιδιά κι ειδικά με τον γιό.. Τι δραματικότητα!
Και πολύ ευρηματικός ο ελλειπτικός τρόπος επανάκτησης δικαιωμάτων, στο φινάλε..
Χωρις ιαχές, χωρίς κηρύγματα, χωρίς σημαίες και ταμπούρλα…Με περιεκτική σκηνή σιωπής.. Με σιωπή που τα λέει όλα, όσα , σε κάποιες περιπτώσεις, δεν μπορούν να πουν οι λέξεις..
Όλα βέβαια ισχύουν επειδή κι εδώ έχουμε ιδανική διανομή, επειδή ο σκηνοθέτης ανέλαβε να διδάξει τον κατάλληλο για το ρόλο, ο οποίος είναι ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣ 100 ο/ο, γεμίζει την οθόνη, κουβαλά στους ώμους του ηρωικά το έργο, κι ο θεατής χαίρεται να τον βλέπει.. Διότι μέσα από την ανθρώπινη απόγνωση αλλά και τη μαχητικότητα εκπέμπει κι ένα στοιχείο γοητείας που συνοδεύει, τουλάχιστον στην Τέχνη, αυτές τις περιπτώσεις.
Περιμένω με ενδιαφέρον αν η Σερβία θα το υποβάλει και για το Διεθνές Οσκαρ ή αν έχει κάποιο άλλο κατά νου και ποιο….