Αν το κάνω σε αυτή την κριτική και τόσο έκτυπα, οφείλεται στο ότι επειδή κι εγώ τα λέω και τα μεταδίδω σε ανθρώπους που βλέπουν σινεμά , είναι πως αυτό το φιλμ είναι ένα πολύ δυνατό παράδειγμα της Τέχνης του Μοντάζ.
Εκπορεύεται από Σενάριο; Και ναι και όχι.
Σαφέστατα ναι, διότι την ιστορία ακολουθεί και μάλιστα μοντάρει εκπληκτικά τις σκηνές των διαλόγων που είναι πάρα πολλές , εκπληκτικά μονταρισμένες συνομιλίες, όπου άλλοτε βλέπουμε το πρόσωπο καθώς λέει τη σύντομη ατάκα του κι αμέσως το συνομιλητή να συνεχίζει με τη δική του, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις έχει κρατήσει το λόγο off και «θυσίασε» τον ηθοποιό που την έλεγε επειδή προτίμησε να προβάλει την αντίδραση, την έκφραση εκείνου που την ακούει.
Το «και όχι» στην παραπάνω ερώτηση αν εκπορεύεται από το σενάριο αποκλειστικά, έχει να κάνει με αυτές τις πρωτοβουλίες που ανέφερα οι οποίες φυσικά κι εξυπηρετούν το σενάριο , όμως πάνω από όλα εξυπηρετούν την ταινία διότι χάρη σε αυτές επιτεύχθηκε ο ρυθμός. Κι αυτό μας βοηθά να απολαύσουμε την ταινία ακόμα και σε σημεία που η ιστορία μοιάζει σαν να στάθμευσε , όμως το μοντάζ της δίνει διαρκώς νέα ώθηση.
Ο επικεφαλής των τριών μοντέρ που παίρνουν θέση στους τίτλους (υπάρχουν κι οι βοηθοί, αναμφισβήτητα) είναι ο ΤΖΕΪ ΚΑΣΙΝΤΥ, μοντέρ υποψήφιος τρεις φορές για το Οσκαρ, και θα αναφέρω τους τίτλους διότι είναι ενδεικτικοί του τι είδους μοντέρ είναι: «ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΓΡΙΑ ΦΥΣΗ» του Σων Πεν, «ΟΔΗΓΟΣ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑΣ» και «ΟΔΗΓΟΣ ΔΙΑΠΛΟΚΗΣ» , τα δύο τελευταία είναι του ΝΤΕΗΒΙΝΤ Ο.ΡΑΣΕΛ, ο οποίος σκηνοθετεί σενάρια γραμμένα με τη λογική του μοντάζ. Τα δύο του Ράσελ ήταν δραματικές κομεντί όπου το κωμικό με το δραματικό έπρεπε να συνυπάρχουν, ενώ το πρώτο, εκείνο του Σων Πεν, ήταν ένα έργο μακρύ, για κάποιους βαρετό με τις συνεχείς περιπλανήσεις του ήρωα όπου ο Σων Πεν είχε αφεθεί στον μοντέρ να του το μεταβάλει σε ταινία.. Το πως έβαζε κι έβγαζε ο μοντέρ, πως κράταγε τους χρόνους της περιπλάνησης ώστε να φαίνεται το μάταιο της πεζοπορίας του ήρωα και πως το μπόλιαζε με τα συναισθηματικά του και πως ανακαλούσε το Χρόνο του σεναρίου ώστε να δούμε τα μπρος πίσω προκειμένου να του δώσει δραματικότητα και προϊστορία, ήταν ένα μάθημα.
Αυτόν τον μοντέρ και τους συνεργάτες του κάλεσε κι ο ΤΖΟΥΝΤ ΑΠΑΤΟΟΥ, «μιμούμενος» εκείνο που έκανε ο Σων Πεν ως σκηνοθέτης. Να έχει ένα πολύ δυνατό μοντέρ στην απόπειρα του να κάνει δραματική ταινία. Όχι ακριβώς δραματική με την ερεβώδη έννοια. Όμως, ως σκηνοθέτης κωμωδιών, από τους καλύτερους σύγχρονους και διαρκώς υποτιμημένους ,όπως συμβαίνει με τους σκηνοθέτες κωμωδιών και με τις κωμωδίες τους που οι «κριτικοί» «βλακείες» τις ανεβάζουν, «σαχλαμάρες» τις κατεβάζουν , καταλάβαινε που θα είχε την ασφάλεια.
Διότι κι ο Απατόου, ως σκηνοθέτης κωμωδιών όπως το «Παρθένος ετών 40» ή το «Κατακούτελα» θέλησε να απλωθεί λίγο παραπέρα. Ισως «ζήλεψε» εκείνο που έκανε ο έτερος κορυφαίος σκηνοθέτης των σύγχρονων κωμωδιών, ναι των «βλακειών» και των «σαχλαμάρων», ο ΠΗΤΕΡ ΦΑΡΕΛΙ κι έβγαλε ένα αριστούργημα «ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΒΙΒΛΙΟ». Κι εκείνος στο Μονταζ στηρίχτηκε είχε όμως κι ως βάση ένα μέγιστο σενάριο.
Κι ο Απατοου έχει καλό σενάριο, όχι, όμως της ίδιας δύναμης με το «Πράσινο βιβλίο»
Το σενάριο που έχει στη διάθεση του ο Απατοου, που το έχει συγγράψει κι ο ίδιος μαζί με τον πρωταγωνιστή της ταινίας, τον ΠΗΤ ΝΤΑΒΙΝΣΟΝ, μαζί με έναν ακόμα συνεργάτη, τον ΝΤΕΗΒ ΣΑΪΡΟΥΣ, είναι αυτοβιογραφικό του πρωταγωνιστή.
Είναι η ιστορία του, που έχασε τον πυροσβέστη πατέρα του όταν ήταν εφτά χρονών, τον μεγάλωσε η μητέρα του κι εκείνος το πένθος το βίωσε με το να πατάει αλλού και να βρίσκεται αλλού, δεν κάνει τίποτε στη ζωή του, μόνο καπνίζει μπάφους και λέει παραδοξολογίες. Κι η μόνη του αγάπη είναι το να κάνει τατουάζ , να μελετά τατουάζ. Ωσπου μια φορά, κάνει τατουάζ σε ένα ανήλικο γειτονόπουλο, ο πατέρας του μικρού έρχεται να πουλήσει νταηλίκι, κάπως με τη μάνα, κάτι γίνεται, και τελικώς έχουμε ανατροπή όπου η μάνα που την παίζει η μονίμως θαυμάσια ΜΑΡΙΖΑ ΤΟΜΕΪ, στο πρόσωπο αυτού του νταή βρίσκει έναν άντρα που τον πόθησε μετά από πολλά χρόνια χηρείας. Κι ο άντρας αυτός είναι επίσης πυροσβέστης. Κι ο νεαρός ήρωας δεν μπορεί να τον δεχτεί, ενώ ο επίδοξος πατριός προσπαθεί να πιάσει σχέση μαζί του…
Το σενάριο λοιπόν είναι γεμάτο εξελίξεις και περάσματα. Είναι ωραία γραμμένες οι σκηνές, τα επεισόδια, από τα οποία περνά ο νεαρός ήρωας ώστε να εξελιχθεί, να ενηλικιωθεί αλλά κι η μητέρα του που ανακαλύπτει τον εαυτό της αλλά κι ο πατριός που είναι τρομερά ευάλωτος κι ο κόσμος των πυροσβεστών που ο ήρωας δεν τον θέλει διότι ακόμα δεν έχει αποκαλύψει το βάθος του τραύματος…Και τα επεισόδια εμπεριέχουν κωμικές διαθέσεις που ο σκηνοθέτης Απατοου θέλει τα κωμικά για να δίνει αέρα στην ταινία, δεν τη θέλει όμως να είναι με τίποτα Κωμωδία διότι άλλο είναι το στοίχημα του.
Και φαίνεται εδώ τι χρέος, τι καθήκον, αναλαμβάνουν οι μοντέρ. Τόσο όσο να μην είναι κωμωδία, τόσο όσο ώστε να μην γίνει και βαρύ δράμα, κι άλλο τόσο ώστε να δώσει ροή αλλά και σύνδεση στα επεισόδια.
Όπως κι ο διευθυντής φωτογραφίας, ο ΟΣΚΑΡΟΥΧΟΣ ΡΟΜΠΕΡΤ ΕΛΣΟΥΙΤ(είχε πάρει το αγαλματάκι για το «ΘΑ ΧΥΘΕΙ ΑΙΜΑ»), που επίσης κάνει μια φωτογραφία από «εκείνες που δεν φαίνονται» , που δεν έχουν δηλαδή ακρογιαλιές-δειλινά ώστε να εντυπωσιάζεσαι με το πως αποδόθηκε το φως, αλλά είναι αυτές που δίνουν όψη στις ταινίες, αισθητική ταυτότητα, που βοηθούν τον θεατή να αφεθεί στην εικόνα τους και να παρακολουθήσει έτσι την ιστορία, ευχάριστα κι ατμοσφαιρικά…Με άλλα λόγια, καλός σκηνοθέτης είναι εκείνος που ξέρει και που θα αναζητήσει συνεργάτες.
Ο πρωταγωνιστής ΠΗΤ ΝΤΑΒΙΝΣΟΝ έχει να παλέψει με βιωματική ερμηνεία κι είναι δύσκολο στον ηθοποιό να αποδώσει στοιχεία του εαυτού του αν το έργο μείνει στην αυτοβιογραφία και δεν περάσει από το βίωμα. Το μεγάλο κέρδος για τον Ντάβιντσον είναι ο αυτοσαρκασμός που πετυχαίνει κι αυτό του δίνει πόντους.
Στη διανομή έχει γίνει επίσης καλή δουλειά, και πρέπει να σημειωθεί ο ηθοποιός που παίζει τον εν δυνάμει πατριό, ο ΜΠΙΛ ΜΠΕΡ καθώς και το γεγονός ότι μεγάλο μέρος της διανομής όπως κι ο σκηνοθέτης αλλά κι ο εκ των σεναριογράφων Σάιρους, προέρχονται από το stand up comedy. Ειδικά στην περίπτωση του Μπερ, που υποδύεται τον πατριό και τον τσαμπουκά, δεν πάει καν ο νους στο χώρο προέλευσης. Και βέβαια, να σημειωθεί κι ο ΣΤΗΒ ΜΠΟΥΣΕΜΙ, σε ρόλο-εμφάνιση, που όμως καταλήγει σε κάτι πολύ αποτελεσματικό.