Ο κινηματογράφος των αδελφών Νταρντέν, του Ζαν Πιερ και του Λυκ, ουδέποτε με γοήτευσε ή με κατέκτησε με όρους καθαρά κινηματογραφικούς. Παράδοξο, όταν τυχαίνει να έχω ως κύρια αφετηρία το σενάριο. ΚΙ όταν οι αδελφοί Νταρντέν αυτό που έχουν προπάντων να επιδείξουν σε κάθε ταινία τους είναι θέματα και σενάρια. Θες ο υπερβάλλον μινιμαλισμός τους, θες η υπέρ το δέον προώθηση τους από τις Κάνες, κάπου με έκαναν να μην παραδίδομαι αμαχητί στις ταινίες τους. Έβρισκα «λίγο» το σύνολο .
Αυτό είναι το υποκειμενικό στοιχείο.
Το αντικειμενικό είναι πως σε όλα τα έργα ασχολούνται με θέματα που δεν μπορείς να αρνηθείς την ανθρωπιστική αφετηρία τους, τον κοινωνικό προβληματισμό σε αυτά, και την «εντρύφηση» στο σενάριο με ένα τρόπο που ουδέποτε παύει να υπενθυμίζει το κύριο θέμα και τελικά τους δίνει υπογραφή.
Στην εξισορρόπηση υποκειμενικού κι αντικειμενικού, έχω να πω ότι το σινεμά τους μού θυμίζει συχνά πυκνά το σινεμά του Κεν Λόουτς κι ειδικά στο τελευταίο έργο, το «Δύο μέρες, μια νύχτα» (Deux jours, une nuit), οι ομοιότητες μου φάνηκαν ακόμα πιο έντονες.
Κι εκείνο που είδα, με όρους καθαρά κινηματογραφικούς, είναι πως δεν ανανεώνονται και πολύ πλην ενός που κάνει, όμως, και τη μεγάλη ανατροπή και πιθανόν να αναιρεί και την συνολική παρατήρηση: Ότι σκηνοθετούν μια grande πρωταγωνίστρια, την Μαριόν Κοτιγιάρ κι αυτό είναι ό, τι πιο ανανεωτικό από πλευράς κινηματογραφικής μπορούσε να γίνει.
Διότι η Μαριόν Κοτιγιάρ στην ταινία των Βέλγων αδελφών εντάσσεται πλήρως στην ταινία κι αυτό δεν μπορείς να το αρνηθείς ως credit των δύο σκηνοθετών. Από την άλλη όμως η Μαριόν Κοτιγιάρ υπενθυμίζει ότι είναι «περίπτωση» η ίδια, οπότε θα έπρεπε να θυμηθούμε ανάλογες «κακιούλες» που διατυπώθηκαν κατά καιρούς για τον Τζον Κασαβέτη ή και για τον Μικελάντζελο Αντονιόνι . Για τον τελευταίο, η «κακιούλα» είχε διατυπωθεί από τον Ιγκμαρ Μπέργκμαν στη «Νύχτα» «όταν έχεις το πρόσωπο της Ζαν Μορώ, τι μεγάλος σκηνοθέτης λες πως είσαι». Και για τον Κασαβέτη, οι επικριτές έλεγαν «δηλώνει μεγάλος σκηνοθέτης επικεντρώνοντας το φακό στο σπάνιο πρόσωπο της Τζένα Ρόουλαντς- τι άλλο κάνει;»
Δεν υιοθετώ τα παραπάνω, απλώς τα παραθέτω επειδή κι εδώ θα μπορούσε να διατυπωθεί κάτι ανάλογο. Πιστεύω, όμως, πως όταν ένας σκηνοθέτης εντάσσει μια ηθοποιό με προσωπικότητα στο έργο του, ε, δεν είναι μόνο της ηθοποιού.
Από την άλλη, η Μαριόν Κοτιγιάρ εξακολουθεί να αποδεικνύεται σπάνια περίπτωση. Κι η συμμετοχή της στην άνοδο της ποιοτικής στάθμης της ταινίας, είναι καταλυτική. Αφενός δεν χάνει τίποτε από την λαμπερή της παρουσία κι αφετέρου εντάσσεται πλήρως στο πνεύμα και στο ύφος της ταινίας στο ρόλο της εργάτριας. Κι ενώ ο ρόλος είναι ομοιόμορφος και δεν της παρέχει πολλές εναλλακτικές δυνατότητες, η ίδια δεν αφήνει ανεκμετάλλευτη κι αναξιοποίητη καμία λεπτομέρεια . Με αποτέλεσμα να μη γίνεται ποτέ μονότονη. Το βλέμμα του θεατή είναι καρφωμένο πάνω της.
Η ομοιομορφία του ρόλου της Κοτιγιάρ είναι και μια αδυναμία της ταινίας, κυρίως σεναριακή. Η ίδια ομοιομορφία υπάρχει και στο σενάριο (μην μπερδεύουμε τις λέξεις και τις έννοιες «ομοιομορφία» κι «ομοιογένεια»), μονίμως επαναλαμβάνεται το ίδιο πράγμα, σε όλη τη διάρκεια του έργου βλέπουμε την εργάτρια της ιστορίας να πλησιάζει ΚΑΙ τους δέκα συναδέλφους της για να τους πείσει να ψηφίσουν υπέρ της. Διότι η μονάδα στην οποία εργάζεται, καλεί τους εργάτες να ψηφίσουν ή την παραμονή της Κοτιγιάρ, της εργάτριας δηλαδή, στην επιχείρηση, η την περικοπή των δικών τους μπόνους . Κι όλοι τους είναι άνθρωποι φτωχοί, καθημερινοί βιοπαλαιστές που έχουν ανάγκη αυτό το μπόνους που τους δίνει η επιχείρηση, το οποίο είναι της τάξεως των 1.000 συμπληρωματικών ευρώ το μήνα, δεν είναι παίξε γέλασε. ‘ Η θα απολυθεί λοιπόν η συνάδελφος τους κι εκείνοι θα συνεχίσουν να λαμβάνουν αυτό το επίδομα, ή θα παραμείνει αλλά εκείνοι θα δουν το μηνιαίο εισόδημα να μειώνεται.
Συνεπώς, η ηρωίδα έχει να επισκεφθεί δέκα ανθρώπους, να τους ζητήσει να μην απολυθεί κι από τον καθένα θα ακούσει, πάνω κάτω την ίδια ιστορία.
Γι αυτό και μιλάμε για πρόβλημα επαναληπτικότητας, ομοιομορφίας, μονοτονίας. Αν κι η κάθε επίσκεψη, συνοδεύεται από μια διαφορετική έξαρση, από ένα μικρό συμπληρωματικό επεισόδιο με το οποίο ολοκληρώνεται η κάθε σκηνή.
Μόνο που το πρόβλημα που θίγεται στην ταινία είναι ΠΟΛΥ μα πάρα πολύ ΣΟΒΑΡΟ. Είναι αυτό που ζούμε. Είναι ένα ακόμα σύμπτωμα της οικονομικής κρίσης. Οπότε, ως περιεχόμενο κατορθώνει και σε καθηλώνει. Βλέπεις ότι το περιστατικό που απομονώθηκε για ανάπτυξη, είναι ένα από τα τόσα που συμβαίνουν στην Ευρώπη των ημερών μας. Και τελικώς, μέσα από την όποια κριτική τοποθέτηση, αναγνωρίζεις στο σενάριο των αδελφών Νταρντέν ακόμα κι εύρημα. Αυτό με το μπόνους που καλεί τους εργάτες να σταθούν εναντίον άλλων εργατών. Και να βγάλει ο καθένας τα συμπεράσματα που θέλει.
Κι όταν αυτές τις μέρες βλέπεις ότι έχει ξεσηκωθεί το Βέλγιο, ότι γίνονται φοβερές και τρομερές διαδηλώσεις, και μάλιστα σε μια χώρα που κυβερνήθηκε για πάρα πολύ μεγάλο διάστημα χωρίς…. Κυβέρνηση. Κι ωστόσο, έχει ξεσπάσει κι εκεί…. Ε, τότε….
Αυτές οι σκέψεις γίνονται αναπόσπαστο κομμάτι της ταινίας Και την κουβαλάς μαζί σου, με τις όποιες αδυναμίες της κι αν επισήμανες.
ΥΓ. Επίσημη υποβολή του Βελγίου για το ξενόγλωσσο Οσκαρ. Υποψηφιότητες στην Ευρωπαική Ακαδημία για την ερμηνεία της Μαριόν Κοτιγιάρ και για το σενάριο