Το πρώτο είναι το ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ ΕΙΔΟΣ. Το θρησκευτικό φιλμ, λοιπόν, ως είδος, είναι είδος όχι κινηματογραφικό αλλά νοηματικό, αφορά σε περιεχόμενο. Το «θρησκευτικό» δεν είναι όπως το «πολεμικό», το «αστυνομικό», το «αισθηματικό» και…και..και.. ων ουκ εστιν αριθμός. Αφορά σε περιεχόμενο. Είναι εννοιολογικό είδος .Οπότε κάθε θρησκευτικό φιλμ οφείλει να ακολουθεί τους κανόνες του είδους στο οποίο εντάσσεται. Εξου και μεταξύ τους, τα θρησκευτικά φιλμ δεν μπορούν να συγκριθούν.
Διότι «θρησκευτικό» είναι κι ο «Αντρέι Ρουμπλιόφ», θρησκευτικό είναι κι ο «Λόγος», θρησκευτικό είναι και το «Jesus Christ Super Star», θρησκευτικό είναι και το «Μπεν Χουρ», θρησκευτικό είναι κι ο «Βασιλεύς των Βασιλέων» κι ο «Ιησους από τη Ναζαρετ», θρησκευτικά είναι κι όσα έργα έχουν γίνει με την Παναγία της Λούρδης, είτε στο Χόλυγουντ με την Τζένιφερ Τζωνς η «Ουράνια οπτασία» (The song of Bernadette) όπου προβαλλόταν το εσωτερικό στοιχείο είτε ένα σύγχρονο γαλλικό που είχε να κάνει με το προσκύνημα του Σήμερα στην Παναγία της Λούρδης και με τα θαύματα (κι εκεί δεν βγήκαν οι Γάλλοι να κοροϊδέψουν τα θαύματα) κι ο κατάλογος δεν έχει τέλος.
Συνεπώς το κάθε έργο κρίνεται βάσει των κανόνων του κινηματογραφικού (ή και δραματουργικού) είδους στο οποίο εντάσσεται, στο οποίο ανήκει.
Πάμε καλά ως εδώ;
Προχωρώ λοιπόν.
Συγχρόνως, ένας πρώτιστος κανόνας, που ξεκινάει από την Τέχνη και καταλήγει στην Κριτική είναι πως η Τέχνη είναι Ελεύθερη κι επιλέγει, ό,τι θέμα επιθυμεί να αγγίξει. Και το κάνει με τους Νόμους της Τέχνης, έτσι όπως πιστεύει ότι πρέπει να το κάνει ο δημιουργός του. Η διαφορά της Κριτικής από τη Λογοκρισία έχει να κάνει με αυτή ακριβώς τη λεπτομέρεια: Ότι η Κριτική δεν επιτρέπεται να ελέγχει το περιεχόμενο αλλά την ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ. Το Περιεχόμενο και τον «αν πρέπει ή δεν πρέπει» το ελέγχει μόνο η Λογοκρισία- αυτή είναι κι η δουλειά της. Είναι Νόμος, και στην Ελλάδα τον δίδαξε η μεγαλύτερη κριτικός αυτού του τόπου, μια «βαθιά» διανοούμενη, με καλλιτεχνική και λογοτεχνική κατάρτιση όσο λίγοι, ή μάλλον όση είχαν κι οι δημιουργοί των Εργων, η «ΑΛΚΗΣ ΘΡΥΛΟΣ».
Αυτή είναι κι η ιδεολογική καλλιτεχνική θέση του γράφοντος και ξεκινά από τον Αριστοτελικό ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟ.
Συνεπώς- για να έλθουμε στο προκείμενο- σε ένα θρησκευτικό έργο δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να σχολιάσουμε τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της ταινίας αλλά την καλλιτεχνική τους διαχείριση. Σε τι έργο εντάχθηκαν και με ποιο τρόπο ο δημιουργός τις υπηρέτησε, τις εξέφρασε δηλαδή καλλιτεχνικά. Χώρια, κι αυτό είναι ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ, ότι στον ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟ δεν εξετάζουμε τις πεποιθήσεις του δημιουργού διότι ποτέ δεν ξέρουμε αν είναι και δικές του. Κοιτάζουμε τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του Έργου. Διότι , στην εδώ ας πούμε περίπτωση, κανείς μας δεν ξέρει αν η ΓΕΛΕΝΑ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, η Σέρβα σκηνοθέτης και σεναριογράφος του «Ανθρώπου του Θεού» είναι θρησκευόμενη ή δεν είναι διότι πολύ απλά μπορεί να την συνεπήρε η περίπτωση του συγκεκριμένου Αγίου, του ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ, ως τραγικού ήρωα κι εκείνη ως ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΔΑ θέλησε να δώσει τις παραμέτρους των όσων πιστεύει ο ήρωας της που τον μεταβάλλουν σε δραματικό πρόσωπο.
Κι η Πόποβιτς, κινηματογραφικά δείχνει συγκροτημένη και καταρτισμένη, πάνω σε τι; Στο πως προβάλλουμε το εσωτερικό στοιχείο και φυσικά στο αν έχουμε συνέπεια στην οριστική μας απόφαση, για το τι έργο θα κάνουμε πάνω στον ήρωα που επιλέξαμε.
Και το έργο δείχνει την ιστορία μιας μοναχικής πορείας, κι εδώ δείχνει τρομερή συνέπεια αφού ο ήρωας υπήρξε μια αγιασμένη μορφή, που έζησε σαν Αγιος, κουβάλησε πάνω του τις αμαρτίες του κόσμου, όπως έκανε κι ο Χριστός .Και μάλιστα έχει και σκηνή ανάλογη μέσα στο σενάριο , και το επισημαίνει κι ευθέως στον θεατή ώστε να μην έχει αμφιβολίες ο τελευταίος για το τι έργο βλέπει. ‘Η μάλλον, για το πως έχει δει ως τώρα τον ήρωα και που τον οδηγεί. Κι επιπλέον, στην εν λόγω σκηνή, της αυτοτιμωρίας που παίρνει πάνω του, ως δική του ευθύνη , την ταπείνωση προς αυτόν και την αδικία των γύρω του, βάζει και παρακάτω σχετικό διάλογο, για εκείνον που θέλει να κρατήσει κι αποστάσεις και να σκεφτεί, γύρω από την ΕΝΟΧΗ. Ότι παίρνω πάνω μου τις αμαρτίες σας και πλέον εσείς έχετε την ευθύνη για τα όσα υφίσταμαι. Εξ αιτίας Υμών.. Μια σκηνή, που περνάει διακριτικά αλλά επισημαίνει και τη βάση στην οποία στηρίζονται θρησκείες και στο ότι το έργο δεν κάνει θρησκευτικό κήρυγμα, όμως προβάλει την Αγιοσύνη ενός Ανθρώπου πού πίστεψε στο Καλό και το έκανε σκοπό της ζωής του. Και ταλαιπωρήθηκε για αυτό από το κατεστημένο της Εκκλησίας κι όχι από τους άπιστους ή τους άθεους.
Καταλαβαίνουμε έτσι πολλά περισσότερα για την ταινία και το θέμα της.
Ηρωας όμως είναι ο Αγιος Νεκτάριος. Κι η υπόθεση, ο αριστοτελικός ΜΥΘΟΣ, είναι η περιπετειώδης διαδρομή αυτού του Αγίου, δηλαδή το κεντρικό πρόσωπο είναι κι ολη η ιστορία. Αρα, έχουμε ένα σενάριο προσωποκεντρικό κι όχι επικό, άρα τα σεναριακά εμπόδια πρέπει να είναι τέτοια όπου το καθένα είναι και μια ταλαιπωρία που τον οδηγεί στην Αγιοσύνη, η οποία είναι κι ο τελικός ΣΕΝΑΡΙΑΚΟΣ σκοπός. Με Κορώνα, την έννοια ΠΙΣΤΗ!
Ως προσωποκεντρικό έργο εποχής, που επιλέγει να είναι μη επικό, η κάθε σκηνή πρέπει να έχει και κάποιο πρόσωπο που μπαίνει στην ιστορία ως «φορέας» εμποδίου για τον ήρωα, εξου κι απαρτίζεται από ρόλους-στιγμιότυπα που δεν παρουσιάζουν περαιτέρω ανάπτυξη . Όμως, επειδή το κάθε εμπόδιο είναι δραματουργικά σημαντικό για την εξέλιξη του Αγίου Νεκταρίου, πρέπει με σοφή απόφαση, να παιχθεί από δυνατό ηθοποιό ώστε να δώσει βάρος στην ταλαιπωρημένη διαδρομή του Αγίου Νεκταρίου. Εξού και τα γνωστά ονόματα, τα οποία δεν έχουν ρόλους . Της ΚΑΡΙΟΦΥΛΙΑΣ ΚΑΡΑΜΠΕΤΗ το στιγμιότυπο είναι πιο ολοκληρωμένο από πλευράς χαρακτήρα για αυτό και ζητά το βάρος της συγκεκριμένης ηθοποιού η οποία και με την παρουσία της αναστατώνει, του ΜΙΚΥ ΡΟΥΡΚ είναι εντελώς στιγμιότυπο αλλά έχει τη βαρύτητα του θαύματος κι ο Ρουρκ κάνει μία από τις καλύτερες ερμηνείες σκηνής της καριέρας του ( σκηνής, όχι ρόλου, να το διευκρινίζουμε διότι ο χαρακτήρας δεν ξέρουμε τι ακριβώς είναι, βλέπουμε μόνο ότι είναι βαριά άρρωστος και πάνω του θα γίνει Θαύμα και βλέπουμε τη συγκίνηση με την οποία ο ηθοποιός επικοινωνεί στο θεατή το ΘΑΥΜΑ του έως χτες καταδικασμένου εαυτού του). Από την άλλη ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΟΥΛΗΣ έχει κάτι παραπάνω ως ρόλο κι είναι και πάλι άψογος..Αψογοι είναι όμως όλοι στο στιγμιότυπο που επιλέχθηκαν να υπηρετήσουν. Κι εδώ θα ήθελα να αναφέρω τον ΜΑΚΗ ΓΑΖΗ που υπογράφει ως casting director, για τις επιλογές που πρόσφερε στη σκηνοθέτη. Για την εξονυχιστική επιλογή ΗΘΟΠΟΙΩΝ, έστω για συντομότατες εμφανίσεις, όπου πολλοί θα ήταν κρυμμένοι και κάτω από γενειάδες ή άμφια , κι όμως πήγε ηθοποιούς κι όχι κομπάρσους για πλήθος και τίποτε άλλο. Το συγκεκριμένο τιμά και τη σκηνοθεσία, τιμά και την παραγωγή.
Αυτή η επιλογή είναι μάνι-μάνι μια πρώτη απόφαση τρόπου προβολής εσωτερικού στοιχείου που θα το ξεκινήσουν από το ίδιο το σενάριο.
Στην ΟΨΗ, σε αυτό το εσωτερικό στοιχείο που τίθεται και σαν κάτι από Διαλογισμό κι είναι το ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΟ ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ της ταινίας, η μοναχικότητα του Αγίου παρακολουθείται καταρχάς μέσω Πρωταγωνιστή, του ΑΡΗ ΣΕΡΒΕΤΑΛΗ, ο οποίος δεν παίζει τον Αγιο Νεκτάριο, ΕΧΕΙ ΓΙΝΕΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ, ο Ασκητισμός, η Πίστη κι η Ταλαιπωρία , ο Ηθοποιός μιλά με την ηρεμία του Αγίου και προβάλει με τα εκφραστικά πλάνα , με την έκφραση καρτερίας κι ηρεμίας αυτό που ο ήρωας συναισθάνεται και πρεσβεύει. ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΣΕΡΒΕΤΑΛΗ ΑΥΤΗ Η ΤΑΙΝΙΑ ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΓΙΝΕΙ. ‘Η, για να μιλήσω πιο Εργοκεντρικά κι όχι με αυτή την Απολυτότητα, δεν φαντάζομαι, ο υπογράφων, άλλον στη θέση του.
Μέσα λοιπόν από αυτό το σεναριακό γράψιμο και την επικέντρωση στο πρόσωπο, επιλέγεται η προβολή του εσωτερικού στοιχείου το οποίο θα γίνει θρησκευτικό αλλά όχι κι εκκλησιαστικό. Το εσωτερικό στοιχείο προβάλλεται από τα κοντινά πλάνα, από τον ηθοποιό αλλά κι από το ρυθμό. Κι η ταινία ακολουθεί μια ροή ανάλογη του περιεχομένου της, ένα ήσυχο και γαλήνιο ρυθμό κι εδώ ο ΜΟΝΤΕΡ που υπογράφει, ο ΛΑΜΠΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ έχει προσφέρει πολύτιμη υπηρεσία στην επίτευξη αυτού του ρυθμού. Ναι, ο Χαραλαμπίδης έχει κάνει μοντάζ αγιοσύνης..Οπως σας το λέω. Είναι κι ένας από τους λόγους που η ταινία υποβάλει και επιβάλλεται στον θεατή. Ο ρυθμός συμβάλλει στο να μπει ο θεατής σε κλίμα.
Εκπληκτική δουλειά στη ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ του ΣΠΥΡΟΥ ΛΑΣΚΑΡΗ . «Πεθαμένα» χρώματα εισηγήθηκε κι ανάλογα έστησε και τις σκηνογραφικές επιλογές, σαν Ψυχή Αγίου κι όχι ως ήρωα υπερπαραγωγής έργου εποχής. Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΒΑΣΙΛΑΚΗ ολοκληρώνει αυτή την επιλογή για την υποβολή!
Επίσης δεν μπορούμε να προσπεράσουμε το ΜΑΚΙΓΙΑΖ (ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΪΚΟΥ, ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΒΛΑΣΕΡΟΣ) και τη συνεργασία με τα ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ (ΕΥΑ ΝΑΘΕΝΑ) Παρατηρούσα το «μεγάλωμα» της γενειάδας του Αγίου Νεκταρίου αλλά και τις γενειάδες των γύρω του πόσο κανονικές έδειχναν και το τελευταίο κομμάτι του φιλμ, του πως απ΄τη «γενειάδα» τον μετέβαλαν σε ένα κουρελή….ε, ναι εκεί ΜΑΚΙΓΙΑΖ κι ΕΝΔΥΜΑΤΟΛΟΓΙΑ πρόσφεραν στήριγμα και στον Ηθοποιό , άσχετα του πόσο καλός ήταν ο ίδιος, να εκτοξεύσει αυτό που έκανε. Ναι, με τέτοιο μακιγιάζ κι ανάλογη υποστήριξη από κοστούμι βγαίνουν από μέσα σου περισσότερα πράγματα πάνω στο ρόλο.
Τέλος, όσο σημαντική θεωρώ τη συμβολή του Μοντάζ στην Αγιοσύνη του έργου, άλλο τόσο θεωρώ τη Μελοποιία. Ο ΖΜΠΙΓΚΝΙΕΦ ΠΡΑϊΣΝΕΡ με την συνεργάτιδα του ΛΙΖΑ ΓΚΕΡΑΡΝΤ έκαναν και την ΜΕΛΟΠΟΙΑ μια ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΔΑ του Εσωτερικού Στοιχείου.
ΚΙ ΕΝΑ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΕΡΙ ΑΓΓΛΙΚΩΝ..
Υπάρχει κινηματογραφικός κανόνας για τα αγγλικά (κι όχι μόνο για αυτά..) και θα ήθελα να σας τον δώσω ως πληροφορία. Εχει να κάνει κι αυτός όπως κι όλη η Τέχνη με τη ΣΥΜΒΑΣΗ.
Όταν λοιπόν κάνουμε ταινία που αναφέρεται σε ένα τόπο, με ηθοποιούς από αυτό τον τόπο, οι επιλογές είναι δύο. ‘Η θα την γυρίσουμε στη γλώσσα του τόπου, το οποίο θα της προσδώσει επι πλέον αυθεντικότητα ή θα την γυρίσουμε στα διεθνή αγγλικά, αν με αυτό τον τρόπο θεωρούμε ότι προσεγγίζουμε τη διεθνή αγορά. Εφόσον επιλέξουμε το δεύτερο, τότε (Προσέξτε…!!!!!) η εν λόγω ΣΥΜΒΑΣΗ υποχρεώνει τα αγγλικά να ακούγονται με προφορά του τόπου, σαν «σπασμένα» κι όχι σαν «οξφορδιανά» ή «αμερικάνικα». Είναι ΚΑΝΟΝΑΣ της εν λόγω ΣΥΜΒΑΣΗΣ. Θα σας θυμίσω τον «ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ» όπου μόνο ο Αλαν Μπέητς που έπαιζε Εγγλέζο, μιλούσε κανονικά αγγλικά. Ολοι οι άλλοι μιλούσαν με «αξάν». Και μάλιστα ο Μιχάλης Κακογιάννης είχε επιβάλει κι ελληνικό αξάν στα αγγλικά του Αντονυ Κουήν, που ήταν και μητρική του γλώσσα. Ακριβώς, επειδή παιζόταν έργο ξένου τόπου κι όφειλε να ακολουθήσει τη Σύμβαση.
Επίσης, για να ολοκληρώσω με την πληροφορία περί αυτής της σύμβασης και του κανόνα: Κι όταν τα έργα αυτά παιχθούν στις ευρωπαϊκές χώρες που μεταχειρίζονται ντουμπλάζ κι όχι υποτιτλισμό, τότε και το Ντουμπλάζ θα γίνει με «αξαν» σύμφωνα με τη σκηνοθετική οδηγία που συνοδεύει τα σενάρια τους. Θα μιλήσουν οι doppiatori, οι ντουμπλύρ, τη γλώσσα τους με ελληνικού τύπου (τύπου, όχι καλά και ντε γλωσσολογίας) προφορά της!!!!