Το «BULLET TRAIN» είναι μια ταινία καθαρώς ψυχαγωγικής αξίας, μόνο που για να επιτευχθεί αυτό έχει προϋπάρξει μελέτη, κατάρτιση, βαθιά γνώση των ειδών ώστε να βγει κάτι ιδιαίτερο και με στοιχεία που ανατρέπουν.
Δεν πρόκειται λοιπόν για μια σκέτη «περιπέτεια σε τραίνο» παρόλο ότι ακριβώς τέτοιο είναι. Ναι, μια περιπέτεια σε τραίνο. Σε τραίνο στην Ιαπωνία, υψηλής ταχύτητας , όπως είναι εκεί τα τραίνα, κινηματογραφικά, όμως η ταινία δεν περιορίζεται σε αυτό τον προσδιορισμό. Δεν είναι «Το τραίνο της μεγαλης φυγής» που κι εκείνο ηταν μια περιπέτεια σε τραίνο που τρέχει ασταμάτητα. Για να ξέρουμε να προσδιορίζουμε.
Το «Bullet train», το στοιχείο της περιπέτειας σε τραίνο, το παίρνει από την κωμική σκοπιά. Μελετά τις περιπέτειες σε τραίνο που αν κι αστυνομικές εβαζαν το κωμικό στοιχείο, λχ «Το ασημένιο τραίνο» (The silver streak) του Αρθουρ Χίλερ με τον Τζην Γουάιλντερ, που κι εκείνο ακολουθούσε μερος από τα ίχνη του Χίτσκοκ στη «σκιά των 4 γιγάντων» όπου κι ο «μαιτρ» φρόντιζε στο συγκεκριμένο έργο τραίνου (σε αντίθεση με την «Εξαφάνιση της κυρίας» ας πουμε) να δίνει κωμικό τόνο στο εντός τραίνου σασπένς.
Θέλω να πω πως τα έργα με τραίνα δεν είναι τα δυο-τρία κορεάτικα της τελευταίας δεκαετίας που νομίζουν εκείνοι που δεν ξέρουν, το είδος έχει τεράστια γκάμα και πλουσια ιστορία. Ο σκηνοθέτης αυτού του φιλμ, ο ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΛΙΤΣ τα έχει μελετήσει, όπως κι οι επιτελικοί του, οι οποίοι έχουν μελετήσει και τα έργα του Ταραντίνο -ΣΕ ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΟ ΒΑΘΜΟ ΑΥΤΑ, αλλά και των επιρροών Ταραντίνο τύπου Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ καθώς και κάποια κορεάτικα βεβαίως κι ασφαλώς, και Ντάριο Αρτζέντο-τουλάχιστον σε ένα κομμάτι και πολλά άλλα, κι έχει φτιάξει μια εκπληκτική σύνθεση , που αρχικό της στοιχείο έχει την Περιπέτεια αλλά υπονομευτής διαρκείας είναι η Κωμωδία!
Σε ένα τραίνο επιβιβάζονται κάποιοι τύποι, άσχετοι φαινομενικά μεταξύ τους, που αποδεικνύονται όχι και τόσο άσχετοι ενώ όλους τους υπογραμμίζει μιας άλφα η βήτα μορφής, υπόκοσμος… Στο τραίνο θα γίνει το σώσε.
Το να ξέρεις την περιπέτεια να την κάνεις κωμωδία ή να της δώσεις κωμικό χαρακτήρα ενώ τα υλικά σου είναι βίαια, προϋποθέτει ικανότητες. Ξεκινάμε από τα σενάριο κι από το πως έχουν γραφτεί οι επεισοδιακές σκηνές του τραίνου ώστε να δίνουν πατήματα για κωμική διόγκωση . Μια διόγκωση η οποία πρέπει να αγγίζει και το γκροτέσκο των κορεάτικων αλλά να μην εκτρέπεται προς αυτά, να μην καπελώνει και να μην καπελώνεται.. Αυτό βοηθιέται από το πως αντιμετωπίζει το μοντάζ τη συρραφή των επεισοδίων, τα πλάνα «ταχύτητας» που του παρέδωσε ο σκηνοθέτης με την κάμερα του διευθυντή φωτογραφίας ZONATAN ΣΕΛΑ’ (ο οποίος την έχει κάνει «στυλίστικη» ώστε να αποκτά ένα ψυχαγωγικό χαρακτήρα παραπάνω στο ύφος)(να τέρπει δηλαδή κι οπτικά), και βέβαια το μοντάζ δεν σταματά εδώ, μα ξέρει πέρα από την ταχύτητα της δράσης και του τρεχοβολημένου τραίνου, να κόψει και στα σημεία εκείνα, που θα κρατησουν ζωντανό το αστείο ή θα το υποδείξουν ώστε ο θεατής να το προσλάβει και να αντιδράσει αυθόρμητα, δηλαδή να γελάσει. Αυτό δεν το χάνει ποτέ και στους «υπεύθυνους» βγάζω το καπέλο. Η συνεργασία της μοντέζ ΕΛΙΖΑΜΠΕΤ ΡΟΝΑΛΣΝΤΟΤΙΡ με τον σκηνοθέτη κρατά από το «Deadpool 2”, αλληλοσυμπληρώνονται. Όπως κι ο ηχος είναι ανάλογος, είναι ένας ήχος που προϋποθέτει κωμωδία δράσης (βάζω και τη μουσική εδώ) ενώ αν ήταν καθαρόαιμη περιπέτεια δράσης, ο ηχος θα ήταν διαφορετικός, θα ήταν πιο «σκληρός» (μην μπερδεύουμε το «σκληρός» με το «θορυβώδης»)
Και βέβαια στο παίξιμο όπου ο σκηνοθέτης ξεκινά από τον ΜΠΡΑΝΤ ΠΙΤ και πάνω του επενδύει. Ο Μπραντ Πιτ είναι ηθοποιάρα για όσους νομίζουν ότι πρεπει να τον αμφισβητούν επειδή είναι όμορφος και σταρ. Αλλωστε οι σκηνοθετες με τους οποίους έχει δουλέψει, κάτι δηλώνουν. Όπως άλλωστε και για τον Ντι Κάπριο. Για να μείνουμε στην περίπτωση του Μπράντ Πιτ, η συνεργασία με τον Ταραντίνο έχει ωφελήσει πολύ το star performance του, όπως έχει κάνει το αναλογο στο δραματικό του κομμάτι η συνεργασία με τον Ντέηβιντ Φίντσερ. Στην περίπτωση Ταραντίνο με αποθέωση το «Κάποτε στο Χόλυγουντ» που του έδωσε και το Οσκαρ αλλά και το «παραγνωρισμένο» για τον Πητ «Αδοξοι μπάσταρδοι» που το βάρος επεφτε στην αποκάλυψη που λεγόταν Κριστοφ Βαλτς, ο Μπραντ Πιτ έκανε πράγματα, παρωδούσε με το αβίαστο κι αγέλαστο το αλα Τζων Γουέην πρότυπο. Το εκφραστικό του πρόσωπο μπορεί να βγάζει ειρωνεία, χιουμορ, αναλογα με το ζητούμενο, είναι ένα κινηματογραφικό προσόν που όταν καλλιεργηθεί από τον ηθοποιό μπορεί να στηρίξει σκηνοθεσία. Αυτό συμβαίνει εδώ. Ο Λιντς, για να περάσει την κωμικοτητα και στους ηθοποιούς μια κι αυτοί είναι θα την ζωντανέψουν, την στηρίζει στο Μπραντ Πιτ. Σε αυτόν κεντράρει, πατάει στέρεα, αρχίζει κι ανοίγει σκηνοθετικά το διαβήτη πάνω στο κωμικό λανθάνον του Πητ, και με το δικό του κωμικό λανθάνον «ντύνει» και τους υπόλοιπους. Με αποτέλεσμα να αξιοποιούνται στο έπακρο και να αστράφτουν κι άλλοι ηθοποιοί, όπως το δίδυμο «Λεμόνι-Μανταρίνι» δηλαδή του ΜΠΡΑΊΑΝ ΤΑΪΡΙ ΧΕΝΡΙ , του μαυρούλη, και του ΑΑΡΟΝ ΤΕΪΛΟΡ ΤΖΟΟΥΝΣ του οποίου εδώ το supporting μένει στη μνήμη-δεν χάνεται , κι όλοι αυτοί έχουν καθοδηγηθεί στο ρυθμό Μπραντ Πιτ.
Κι εννοείται πως το ίδιο ισχύει και για τους άλλους ηθοποιούς, με εξαίρετες προτάσεις από μεριας υπεύθυνων διανομής και σε αυτούς που κατέληξε να υπογράψει ο σκηνοθέτης.