Ας τα βάλουμε σε τάξη.
Είναι μια αστυνομική ιστορία , με ήρωα τον ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου, στο προπολεμικό Λος Αντζελες, ο οποίος ερευνά μια παράξενη υπόθεση ενός τύπου που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς, τον ψάχνει η δικιά του, η οποία είναι πλούσια κληρονόμος και στην υπόθεση και στο όλο μυστήριο εμπλέκεται και μία μεγάλη σταρ του κινηματογράφου που δεν διάγει την πρώτη της νεότητα.
Αυτοί οι άνθρωποι είναι τα έμψυχα υλικά ώστε να φτιαχτεί ένα αστυνομικό μυστηρίου, ένα «φιλμ νουάρ» όπως συνήθισαν να λένε, το οποίο θα ποντάρει στο μυστήριο και στην αναβίωση της προπολεμικής χολυγουντιανής ατμόσφαιρας με φορείς εμβληματικές φυσιογνωμίες.
Λοιπόν, με τη σειρά. Καταρχάς το έργο ως μυστήριο κι ατμόσφαιρα κι ωραίες φυσιογνωμίες, τον ΛΙΑΜ ΝΗΣΟΝ ως Μάρλοου, την ΝΤΑΪΑΝ ΚΡΟΥΓΚΕΡ ως κληρονόμο, την ΤΖΕΣΙΚΑ ΛΑΝΓΚ ως σιτευμένη σταρ το κινηματογράφου, έχει κερδίσει το 50ο/ο με το ξεκίνημα.
Η επι του καλλιτεχνικού παρατήρηση που μπορεί να κάνει κάποιος δεν είναι πάνω στο «αν ο Λίαμ Νήσον είναι πολύ Μάρλοου»(Θού Κύριε). Το έργο, τα ΕΡΓΑ, ξεκινούν από το σενάριο.
Το συγκεκριμένο είναι Μαρλοου αλλά δεν είναι Ρέυμοντ Τσάντλερ. Ο ήρωας εχει σχεδιαστεί από τον Τσάντλερ, όχι η ιστορια. Ενας μεταγενέστερος συγγραφέας ,o ΤΖΩΝ ΜΠΑΝΒΙΛ, με κάθε δικαίωμα που του δίνει η ελευθερία της έκφρασης, έγραψε ένα δικό του αστυνομικό έργο που να μπορεί να μοιάζει με εκείνα τα «νουάρ», στο οποιο ήθελε ηρωα τον επιθεωρητή Μαρλοου, τον δανείστηκε.
Δεν το έχω διαβάσει, ώστε να ξέρω μέχρι ποιού ακριβώς σημείου τα πάει καλά το βιβλίο και μετά αδυνατίζει αλλά είναι φανερή η παρέμβαση πεπειραμένων σεναριογράφων, βραβευμένων αμφοτέρων με OSCAR ΣΕΝΑΡΙΟΥ, του ΜΑΙΚΛ ΜΟΝΑΧΑΝ από τον ΣΚΟΡΣΕΖΙΚΟ «ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΟΔΟΤΗ» και του ΝΗΛ ΤΖΟΡΝΤΑΝ με το OSCAR για «ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΩΝ ΛΥΓΜΩΝ» το οποίο είχε επίσης σκηνοθετήσει, όπως υπογράφει και τη σκηνοθεσία σε τούτον τον «Μάρλοου». Προφανώς και κάπου προσπαθούν να αναπληρώσουν εκείνο το σημείο που κάνει τη διαφορά κι είναι η εσωτερικότητα του Μαρλοου. Σήμα κατατεθέν των έργων που έγραψε ο Τσάντλερ με αυτό τον ήρωα, όπου το βάρος από τον συγγραφέα έπεφτε στις λεπτομέρειες εκείνες που τον «στοιχειοθετούσαν» ως ήρωα.
Θεωρώ ότι μέχρις ενός σημείου οι δύο σεναριογράφοι αναπληρώνουν αυτό το κενό, μεταβάλουν το έργο σε ενδιαφέρον, τουλάχιστον για τους θεατές κι όχι για εκείνους που θα εμφανιστούν ως «ειδικοί» περί «Μάρλοου» αλλά θα τους έχει διαφύγει ο Ρέημοντ Τσάντλερ και θα πουν ότι φταίει ο Λίαμ Νήσον. Νομίζοντες προφανώς ότι «Μάρλου» είναι ‘ο «Ρομπερτ Μήτσαμ» ή ο «Χώμφρεϋ Μπόγκαρτ» ή ο «Ντικ Πάουελ»-αν κι αυτόν αμφιβάλλω αν τον ξέρουν…Ο Λίαμ Νήσον δεν καλείται να υποδυθεί τον Μήτσαμ ή κάποιον από τους άλλους δυο καθώς θα παριστάνουν τον Μάρλοου αλλά να παίξει τον επιθεωρητή Μάρλοου του σεναρίου εκ διασκευής που του παρέδωσαν ο Μόναχαν με τον Τζόρνταν και μάλιστα ο τελευταίος τον ακολουθεί και στο κλίμα , του φτιάχνει κλίμα. Ο κάθε ηθοποιός που αναλαμβάνει ένα χαρακτήρα καλείται να δώσει τη δική του εκδοχή πάνω σε αυτό τον χαρακτήρα κι όχι να μιμηθεί κάποιον άλλον που τον έπαιξε. Διότι ο κάθε άλλος έπαιξε τον ίδιο χαρακτήρα σε ένα διαφορετικό σενάριο, συνεπώς αυτού του είδους οι συγκρίσεις φανερώνουν έλλειμα εκείνου που κρίνει. Και που στη συγκεκριμένη περίπτωση το έλλειμα ξεκινά από το ίδιο το ρήμα «κρίνω» μια και πολλοί ΣΥΓΧΕΟΥΝ ΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΡΙΣΗ. Κριτική δεν είναι το ρήμα «επικρίνω» αλλά ένα βαθύτερο και πλατύτερο λειτούργημα ωστόσο η ηθελημένη παρεξήγηση βολεύει πολλούς…
Ο ΛΙΑΜ ΝΗΣΟΝ επιστρατεύει τον προσωπικό του μαγνητισμό, το δικό του γοητευτικό μυστήριο ΚΑΙ Τις ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΣΙΩΠΗΣ που ταιριάζουν στην ιδιοσυγκρασία του και στη συνολική του εκφραστικότητα και πλαισιώνεται από δύο υπέροχες γυναίκες, που καταλήγουν και να μοιάζουν μεταξύ τους. Κι άτυπα, ο σκηνοθέτης την επιλογή των δυο συγκεκριμένων γυναικών την έχει μεταβάλει σε σκηνοθεσία, ως αμφότερες να είναι παλιές γνώριμες του πρωταγωνιστή «Μάρλοου», έχει παίξει στο παρελθόν και με τις δυο, κι όλο αυτό δημιουργεί ένα ερέθισμα που υπογράφεται ως σκηνοθεσία, ως συστατικό της σκηνοθεσίας Η μία είναι η ΝΤΑΙΑΝ ΚΡΟΥΓΚΕΡ, ακριβως για να χωρεί ως παρτενέρ δίπλα του, η άλλη είναι η ΤΖΕΣΙΚΑ ΛΑΝΓΚ, η υπέροχη Τζεσικα Λανγκ,που έχει ένα δικό της απρόβλεπτο τρόπο στο πως παίζει. Ακόμα κι όταν υπάρχουν στοιχεία προηγούμενων ρόλων, όπως εδώ το πως είχε κάνει την Τζόαν Κρωφορντ στο τηλεοπτικό «Feud», χωρίς να τα μεταβάλει σε κουτάκια στα οποία με ευκολία θα κατέφευγε, Κάθε άλλο. Απολαμβάνεις να την βλέπεις. Και δένει ωραία με την Κρούγκερ, έως και σαν να μοιάζουν, και φυσικά με τον Νήσον που μπορεί απέναντι της να προβάλει την οριζόμενη από το σενάριο στιβαρότητα του χαρακτήρα του ντετέκτιβ έναντι εκείνης.
ΑΘΛΟ θα χαρακτήριζα τη σκηνογραφική εργασία στο σύνολο της, του επικεφαλής ΤΖΩΝ ΜΠΕΑΡΝΤ κι όλου του σκηνογραφικού επιτελείου του, είτε αφορά στην ανεύρεση φυσικών χώρων είτε στα εσωτερικά ντεκόρ ακόμα και στα «αξεσουάρ» που έχει μεταβάλει τη Βαρκελώνη σε προπολεμικό Λος Αντζελες. Διότι το πως βρέθηκε η ταινία αυτή να γυρίζεται εκεί είναι από τα θέματα που αφορούν στην παραγωγή, στην εξεύρεση πόρων και λοιπών διευκολύνσεων.