Δεν είναι ένα μυθιστορηματικό σενάριο ώστε η διάρκεια του να ορίζεται από τον πλούτο του μύθου που εξιστορεί το μυθιστόρημα. Αυτή είναι η μία κατηγορία ταινιών μεγάλης διάρκειας που η διάρκεια αυτή επιβάλλεται επειδή τα σενάρια τους έχουν πλούσια ιστορία η οποία χωρίς διάρκεια θα βγάλει ταινία μισή.
Υπάρχει και μια άλλη κατηγορία, που ξεκινά από μια άλλη κατηγορία σεναρίων. Είναι τα έργα μεγάλης διαρκείας που έχουν θέμα να πουν, έχουν καταστάσεις να δείξουν αλλά δεν είναι μυθιστορηματικά, είναι περισσότερα έργα εσωτερικών καταστάσεων των ηρώων τους, όμως μέσα από αυτή τη διάρκεια επιτυγχάνεται η αποτύπωση αυτής της εσωτερικής τους αναζήτησης.
Συνεπώς καλούμενο είναι να υπάρχει διαρκής εσωτερική εξέλιξη ώστε να μην πλατειάσει το φιλμ διότι τότε η διάρκεια θα αποβεί καταστροφική.
Σαφώς και το «ΞΕΡΑ ΧΟΡΤΑ»» δεν θα κριθεί με τα κριτήρια του «Οσα παίρνει ο άνεμος» και του «Νονού» και του «Πολεμος και Ειρήνη» και του «Δόκτωρ Ζιβάγκο» που βασίζονταν σε μυθιστορήματα -ποταμούς, θα κριθεί με τα κριτήρια αυτού που είναι. Και σε τούτη την ταινία ο ΝΟΥΡΙ ΜΠΙΛΤΖΕ ΣΕΫΛΑΝ, ο Τούρκος σκηνοθέτης κι αγαπημένος των auter-ιστών γεμίζει τον εικαστικό κινηματογράφο του, έτσι όπως δεν τον έχει γεμίσει σε προηγούμενα φιλμ παρόλο ότι μερικά εξ εκείνων μπορεί να τιμήθηκαν παραπάνω από τη θεωρία του auteur, έπασχαν όμως αν τα έκρινε κανείς με ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΑ κριτήρια. Ως έργα δηλαδή, ως σενάρια, ως ανάπτυξη, ως δράση, ως ΚΑΝΟΝΕΣ δραματουργίας. Οσο κι αν οι κριτικοί «τους» κατέβαζαν όλο το θεωρητικό οπλοστάσιο για να τα υπερτιμήσουν και μερικοί εν συγχύσει ανακάτευαν και τον Τσέχωφ ξεχνώντας ότι στον Τσέχωφ πλήττουν οι ήρωες, όχι οι θεατές… Οι θεατές αντίθετα συναρπάζονται. Εξου κι ο Τσέεχωφ παίζεται ασταμάτητα στις τέσσερις άκρες της Γης εδώ και δυο αιώνες. Είναι όπως μερικοί πιάνονται από ένα έργο του Βέντερς και τον παρουσιάζουν ως εκπρόσωπο του «road» κινήματος λες κι είναι ο Κέρουακ ή κάποιοι άλλοι συγχέουν τον ψυχρό χαρακτήρα με τον ψυχρό ηθοποιό και κάνουν τη λάθος επιλογή.
Αυτή η σύγχυση στα «Ξερά χόρτα» δεν θα υπάρξει ή …μπορεί και να υπάρξει, σίγουρα πάντως θα ξαφνιάσει τους auter-ιστές το ότι εδώ το εργο αναλύεται, κρίνεται κι εξετάζεται με κανόνες σεναρίου, οπότε θα χάσουν λίγο την επαφή τους με το αντικείμνο και δεν θα το κατατάξουν στα καλύτερα του σκηνοθέτη.
Ο οποίος σκηνοθέτης είναι πραγματι ένας μάστορας, ενας μάγος, ένας μαέστρος της ατμόσφαιρας και της αισθητικής προπαντός του φυσικού φωτισμού. Ο φωτισμός στις ταινίες του Σευλάν είναι μέρος της σκηνοθεσίας. Κι εδώ , ακόμα κι οι φωτισμοί βρίσκονται στην καλύτερη τους ωρα, οι φυσικοί φωτισμοί, το φυσικό φως, τα χιονισμένα τοπία, ο μειωμένος φωτισμός στα εσωτερικά που προβάλλει δια αυτού του τρόπου όλο το σωτερικό στοιχείο, με το ημίφως ή τις λάμπες περιορισμένων κηρίων…. .. Κι η σεναριακή εξήγηση του τίτλου, που αποδίδεται τόσο ποιητικά και τόσο εικαστικά λίγο πριν το τελος, έχει δώσει με υπέροχα φυσικά χρώματα τις εποχές που απουσιάζουν ή προσπερνιούνται..
Ο ήρωας θα μπορούσε να είναι Τσεχωφικός, επειδή είναι δάσκαλος σε κατά κάποιο τρόπο δυσμενή διορισμό, σε ένα ορεινό χωριό της Ανατολίας…. Και περιμένει να βρει τον τρόπο να φύγει.Μόνο που η ζωή δεν είναι βαρετή με την έννοια της πλήξης ώστε να κακομεταφράσουν πάλι τον Τσέχωφ μα είναι μια ζωή χωρίς διέξοδο, από την οποία θέλει να ξεφύγει, γενικώς και ειδικώς. . Κι αυτό δεν είναι μια γενικότητα. Υπάρχει ένα ωραιότατο επεισόδιο που είναι καθοριστικό για την εξέλιξη της ιστορίας αλλά και της ψυχολογίας του ήρωα , ένα επεισόδιο με μια μαθήτρια που θα μπορούσε να συγγενεύει με «Το κυνήγι» του Τόμας Βίντενμπεργκ ή και με προγενέστερα αρχέτυπα σαν το «Ψίθυροι του Γουίλιαμ Γουάιλερ από τις θεατρικές «Αθώες» της Λίλιαν Χέλμαν ή «Οι κίνδυνοι του επαγγέλματος» του Αντρε Καγιάτ γυρω από την παιδική και δη την σχολική, συκοφαντία. Και τον σχολικό εκβιασμό.. Κι όμως μέσα από εκεί εξελίσσει τον ήρωα και μόνο πολύ αργά διαπιστώνουμε ότι το επεισόδιο δεν ήταν λήξαν αλλά δεν ήταν κι εκείνο της αρχής, διότι με αφορμή εκείνο ΄ήρθε ο ήρωας κι εμείς μαζί του, σε επαφή με δυο άλλα άτομα, με τα οποία σχηματίστηκε τριάδα κι οι σχέσεις αλληλοεπηρεάζονταν μεταξύ τους. Όμως ξέροντας καλά ποιος είναι ο κεντρικός ήρωας, έβαλε και τους άλλους δυο χαρακτήρες να έχουν οι πράξεις τους επιπτώσεις σε εκείνον. Τόσο του φίλου όσο και της κοπέλας. Η οποία , ενσαρκωμένη στην ΜΕΡΒΕ ΝΤΙΖΝΤΑΡ παίρνει το Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβαλ Κανών, αυτή κι όχι ο πρωταγωνιστής κι ενώ αρχικά μοιάζει με εκείνα τα «κουμ-καν» που παίζονται στις κριτικές επιτροές, κυρίως των Κανων και τα ερμηνευτικά καταλήγουν αλλ’αντ’αλλων, να μην το παίρνει ο δυνατός πρωταγωνιστής αλλά η παρτενερ του ώστε να γίνει μοιρασιά όπως τη θέλουν…..Εδώ δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Εδώ για Φεστιβαλ έχουν εμβαθύνει αρκετά το ερμηνευτικό. Η κοπέλα έχει τον ωραίο ρόλο. Ο πρωταγωνιστής ΝΤΕΝΙΖ ΣΕΛΙΛΟΓΛΟΥ είναι πολύ συμπαθής αλλά είναι ολοφάνερο ότι στην επιλογή του έχει παγιδευτεί ο ο Σεϋλαν, ότι τον έχει δει κάτι σαν «alter ego» του κι η συμπάθεια προς το πρόσωπο του ενισχύεται από την ενδυνάμωση των απέναντι ρόλων και δη της κοπέλας που είναι πιο αντιφατική. Κι οι αντιφατικοί είναι πάντα οι πιο ενδιαφέροντες ρολοι. Διότι έχουν περισσότερα χρώματα. Και του μικρου κοριτσιού ο ρόλος είναι ωραίος, ενώ του φίλου εκπέμπει στο ίδιο μήκος κύματος συμπάθειας με του πρωταγωνιστή.
Όλα τα κάδρα της ταινίας είναι διαποτισμένα με αισθήματα. Κι αυτό φυσικά είναι σκηνοθεσία,