Εκπροσωπεί την Ισπανία με σκηνοθέτη Ισπανό και προφανώς παραγωγή κα χρηματοδότηση, το θέμα όμως δεν είναι ισπανικό, είναι ουρουγουανικό και βασίζεται σε αληθινό κι ανατριχιαστικό περιστατικό: Τον Οκτώβριο του 1972 έπεσε στις χιονισμένες Ανδεις το αεροπλάνο που μετέφερε , μαζι με άλλους επιβάτες, την Ομάδα ράγκμπι της Ουρουγουάης που πήγαινε να παίξει στο Σαντιαγκο με την αντίστοιχη ομάδα της Χιλής. Η συνάντηση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ διότι το δυστύχημα είχε θλιβερές απώλειες και δεν ήταν μόνο αυτό. Το δυστύχημα εκείνο έγινε παγκοσμίως γνωστό για κάτι επιπλέον μακάβριο, το ότι οι επιζήσαντες ,για να γίνουν επιζήσαντες προέβησαν σε πράξεις κανιβαλισμού, ανθρωποφαγίας.
ΚΙ ερχόμαστε στο έργο, στην μονολεκτική απάντηση στην κλασική ερώτηση κάθε σεναρίου που γράφεται , κάθε ταινίας που γυρίζεται «what’s the movie about?» ή «What’s the story about?» ,εφόσον μιλάμε αποκλειστικά για το σενάριο. Κιη μονολεκτική απάντηση ως προς αυτή την ταινία είναι η ΕΠΙΒΙΩΣΗ κι όχι ο ΚΑΝΙΒΑΛΙΣΜΟΣ ούτε η ΑΝΘΡΩΠΟΦΑΓΙΑ.
Εχει πολύ συγκεκριμένο πράγμα στο μυαλό του, όπως αποδεικνύεται κατά την ανάπτυξη κι εκτύλιξη της ταινίας, ο ΧΟΥΑΝ ΑΝΤΟΝΙΟ ΜΠΑΓΥΟΝΑ και το συγκεκριμένο πράγμα είναι ΚΑΙ σύνθετο περιεκτικά αλλά ΚΙ Επιδέξιο τρομερά από κινηματογραφικής πλευράς.
Αυτό που έχει στο μυαλό του είναι πιο πολύ ο αγώνας επιβίωσης του ανθρώπου. Δεύτερον, στο θέμα του κανιβαλισμού καταφέρνει ένα διαχωρισμό, μια αποσαφήνιση των εννοιών «κανιβαλισμός», «ανθρωποφαγία», «επιβίωση» κι όταν φτάνουμε στο σημείο να γίνει η πράξη τα πράγματα έχουν ξεκαθαρίσει το δρόμο τους: Από τις 13 Οκτωβρίου που έπεσε το αεροπλάνο πάνω στις Ανδεις στα χιόνια και μην πούμε για το υψόμετρο και για το τι σημαίνει Ανδεις κι έξω από ατυχηματικές συνθήκες, έχω πάει εκεί πάνω, κανονικά κι ήρεμα και δεν μπορούσα να πάρω ανάσα από το υψόμετρο και ζαλιζόμουν διαρκώς.. Σκεφτείτε με το κρύο, στην κορυφή του βουνού, τα ανυπολόγιστα «υπό το μηδεν», σκεφτείτε λοιπόν από τις 13 Οκτωβρίου να έχει φτάσει 30 Δεκεμβρίου κι οι άνθρωποι να πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλο. Όταν έρχεται η ώρα της επιβίωσης αυτών των τελευταίων εναπομεινάντων, πρώτα από ιατρικής πλευράς εκεί μέσα η πληροφορία περί του πως μπορείς να επιβιώσεις, και δεύτερον και κύριον ΔΕΝ ΚΑΤΑΣΠΑΡΑΞΑΝ ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ όπως το θέλει η παρεξήγηση, η κλασική και μη εξαιρετέα.
Η ταινία, όμως δεν στρέφεται πάνω στον «κανιβαλισμό» ώστε να μείνει εκεί και να απαιτηθούν άλλου είδους αναλύσεις, η ταινία εντοπίζεται στην ΕΠΙΒΙΩΣΗ και σε αυτά τα πλαίσια, και μέσα από αυτήν την εξέλιξη δραματουργικά, περνάει κι ο «κανιβαλισμός» των νεκρών, το τονίζουμε των ΝΕΚΡΩΝ.. Και το φιλμ καταφέρνει και γίνεται κι ένα σχόλιο πάνω και σε αυτή τη μεριά της επιβίωσης αλλά είπαμε, το περνάει κι αυτό ως ένα επεισόδιο, έστω μεγαλύτερης διαρκείας και δραματουργικά φυσικά σημαντικής, και προχωρεί στα δικά του, στα της Επιβίωσης.
Αυτό όλο δείχνει την αξία του Μπαγυονά κι ότι πετυχαίνει κάτι μοναδικό: Σέβεται το blockbuster καταστροφής ως ταινία είδους, το έχει δοκιμάσει και νωρίτερα με το «impossible» που είχε στείλει υποψήφια για Oscar τη Νάομι Γουοτς, μελέτησε στην ως τωρα διαδρομή του τις περιπέτειες blockbuster και το θρίλερ ως είδος, τα έψαξε προσωπικά ως είδη και καταθέτει κάτι δικό του, όπου και blockbuster βλέπουμε αλλά και ταινία προβληματισμού και ψυχολογικής ουσίας, δοκιμάζουμε. Και με τους νεαρούς κι άγνωστους ηθοποιούς που έχει μαζέψει από Ουρουγουάη κι Αργεντινή (αυτές οι δυο χώρες πάνε γενικώς «μαζί» , σε πολλά πράγματα), και χωρίς να τους ξέρουμε και χωρίς να καταλαβαίνουμε τη γλώσσα η οποία δεν έχει καμία σημασία αν μιλούν ισπανικά των αποικιών ή καστιλιάνικα διότι τα έργα ΚΙ ΕΚΕΙ ντουμπλάρονται (ναι, και στην Ουρουγουάη και στην Αργεντινή και φυσικά στην Ισπανία) οπότε είναι σκηνοθετικός ο τρόπος με τον οποίο ο Μπαγυονά μας πείθει για την αυθεντικότητα.
Η κινηματογραφική του ουσία αρχίζει από τα Ευρωπαϊκα Βραβεία όπου «ξαφνικά» (?) απένειμαν στην ταινία τα βραβεία ΟΠΤΙΚΩΝ ΕΦΦΕ και ΜΑΚΙΓΙΑΖ. Κι είναι δυο βραβεία καθοριστικά για το που πατάει η σκηνοθεσία καταρχάς.
Κι είχα γράψει τότε ότι τα μεν οπτικά εφφέ αφορούν κυρίως στην πτώση του αεροσκάφους και στα όσα συμβαίνουν σε καμπίνα και πιλοτήριο και λοιπούς χώρους ,το δε ΜΑΚΙΓΙΑΖ αφορούσε τις φάτσες της επιβίωσης , καθώς προχωρά ο καιρός κι οι μακιγιέρ αποτυπώνουν στα πρόσωπα την κακουχία που όλο και γίνεται εμφανέστερη και υπογραμμίζουν με τις «μολυβιές» που τραβάνε πάνω στα εκφραστικά πρόσωπα των νεαρών παιδιών, την αγωνία της επιβίωσης.
Αυτά ήταν δυο πολύ χαρακτηριστικά βραβεία για την αναγνώριση της ταινίας αλλά και της ποιοτικής δουλειάς του Μπαγυονά. Απο κει ξεκινά και στήνει
Και φτάνουμε στο περιεχόμενο , στο σενάριο, στην αφήγηση αλλά και στην όψη, στη φωτογραφία και σε αυτό το σύνολο που αποκαλείται «ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ» κι ο καθένας το φαντάζεται όπως θέλει, όπως νομίζει ή όπως γνωρίζει.
Μοντάζ και σενάριο έχουν γίνει ένα κι αδιαίρετο, με το ντεκουπάζ να έχει εισβάλλει και να ανακατεύει διαρκώς την τράπουλα, πως γράφτηκε έτσι το σενάριο ώστε να έχει κατά νου το μοντάζ για να βγαίνει η αγωνία του ατυχήματος πρώτα, της επιβίωσης στη συνέχεια και γύρω γύρω οι Άνδεις με τα χιόνια τους να φτιάχνουν ένα υπέροχο σκηνικό, τέλεια φωτογραφημένο, μια υπέροχη κινηματογραφική εικόνα που μαρτυρεί ότι ο Μπαγυονά ούτε στιγμή δεν ξέχασε ότι εκεί μέσα πήγε για να κάνει σινεμά.
Ο τρόπος αφήγησης, το είδος της περιπέτειας που δεν εγκαταλείπεται ποτέ στη διάρκεια της ταινίας και το περιεχόμενο των αναρίθμητων σύντομων σκηνών κάνουν την ταινία να μη χάνει ποτέ την κινηματογραφική γοητεία της αλλά και να υπενθυμίζει με ένα πολύ σιωπηλό και διακριτικότατο τρόπο, την αυθεντικότητα του θέματος και του δράματος. Κι η επιδεξιότητα ολοκληρώνεται με το ότι συναρπάζεσαι αλλά δεν καταθλίβεσαι. Τα σκηνοθετικά ευρήματα (κάποια από αυτά είναι και σεναριακές λύσεις) μέσα από τις οποίες παίρνουμε τις πληροφορίες για τις εξελίξεις, δείχνουν άνθρωπο που ξέρει και αγαπάει το σινεμά αλλά αγαπάει και το θεατή και ταυτοχρόνως ουδέποτε χάνει τη συναίσθηση του τι αφηγείται.
ΥΓ Aς αφήσουν ήσυχο το «Alive» του Φρανκ Μάρσαλ. Το ότι δυο ή και περισσότερες ταινίες αναφέρονται στο ίδιο περιστατικό δεν σημαίνει ούτε remake ούτε αντιγραφή, έλεος πιά. Ο Μπαγυονά κάνει μια εντελώς διαφορετική ταινία πάνω στο ίδιο θέμα κι ο Φρανκ Μάρσαλ είχε χειριστεί το ίδιο ζήτημα μέσω του είδους που εκείνος υπηρετούσε κι ήξερε.