Η «Αμφιβολία» είναι θεατρικό έργο που τη μετέτρεψε σε κινηματογραφικό σενάριο ο ίδιος ο συγγραφέας της, ο ΤΖΩΝ ΠΑΤΡΙΚ ΣΑΝΛΕΫ, ο οποίος είχε πείρα και στα σενάρια, ήξερε την κινηματογραφική δομή και γραφή, είχε πάρει Oscar για το “Moonstruck” ("Κάτω από τη λάμψη του φεγγαριού") μαζί με τη Σερ και την Ολυμπία Δουκακη, ήταν πρωτότυπο σενάριο γραμμένο απευθείας για την οθόνη.
Συνεπώς εχουμε ένα συγγραφέα που γνωρίζει και το ένα μέσο και το άλλο. Αλλωστε και στην θεατρικής καταγωγής «Αμφιβολία» δεν έλειψαν οι διακρίσεις ούτε από το ένα μέσον ούτε από το άλλο.
Ποια είναι η αξία της «Αμφιβολίας;»; Τα ερωτήματα που θέτει. Θαρρείς κι έχει παρακινηθεί από εκείνη την άσκηση που βάζουν στις Σχολές στους σπουδαστές , όχι μόνο για συγγραφείς, να απαντήσουν μονολεκτικά με το ποιο είναι το θέμα κάποιου έργου. Ο Τζων Πάτρικ Σάνλεϋ θαρρείς κι έχει κινήσει ανάποδα, έχει βρεί πρώτα τη μονολεκτική απάντηση και κατοπιν , πάνω της, αρχίζει και αναπτύσσει. Πρώτα τον μύθο, ακολουθώντας τα διδάγματα του Αριστοτέλη, κατοπιν τους ρόλους, τι ατακες, το περιεχόμενο. Κρατά στέρεα τον διαβήτη και δεν ξεχνά ποτέ ποιο είναι το θέμα κι ότι πανω σε αυτό κτίζει τα πάντα. Τοποθετει την υποθεση σε Καθολική Ιερατκή Σχολή όπου η αυστηρή και σεμνότυφη αλλά κι εξουσιαστική και χειριστική κι υπεύθυνη διευθύντρια-καλόγρηα, ηγουμένη ας πούμε, επιχειρει να ελεγξει τον ιεροδιδάσκαλο για τον οποίο μια νεαρή μοναχή, καλοπροαίρετη αλλά κι εν τη αφελεία της, της μήνυσε ότι κάτι έγινε με κάποιον μαθητή. Σαν τον σπόρο της συκοφαντίας με τη μικρή μαθητρια και τις δυο δασκάλες στις «Αθωες» («Ψιθυροι») της Λίλιαν Χέλμαν. Η καλόπιστη κι αφελής αδελφή έχει ανοίξει ασκο των ανεμων και βεβαια θα έλθει επί σκηνής να καταθέσει κι η μητέρα του μαθητή που δεν ξέρουμε αν πειραχτηκε πονηρά από τον ιεροδιδάσκαλο. Ξερουμε, όμως, το μαθαίνουμε αυτό, ότι ο παιδί ήταν κι ο πρώτος μαύρος μαθητής στο λευκό σχολείο οπότε το ζήτημα έχει κι άλλες διαστάσεις.
Μόνο που ο συγγραφέας ούτε εδώ κάνει αντιρατσιστικό κήρυγμα από τα έτοιμα, αντίθετα σκαβει σην περίπτωση, στην περιπτωση ή την βεβαιότητα ή την αμφιβολία της αποπλάνησης , εντάσσει και τις δύο μεριές στο θέμα , μας μεταφέρει και μέσα στο σπίτι του μαθητή, όχι σκηνογραφικά αλλά μέσα από τις αναγλυφες εικόνες του συγκρουσιακού διαλόγου ενώ το κάθε πρόσωπο το έχει εξετάσει σε όλη τη διάρκεια του έργου τόσο σφαιρικά όσο θα το ήθελε ο αριστοτελικός Νόμος. Επικεντρώνει στη συγκρουση αμφιβολίας και βεβαιότητας κι αφήνει το κάθε πρόσωπο που ολοζώντανα δημιούργησε και το έκανε άνθρωπο με δική του ζωή, να πεί τις αντιφάσεις του πάνω στις έννοιες. Βάζει κάτω και τα δόγματα και τις διδασκαλιες και τις ανατροφές κι τελικά ενώ είναι εργο που στο βάθος καταγγέλλει, αυτό που καταγγέλλει είναι τον δογματισμό απέναντι στη βεβαιότητα. Χωρίς να αφήνει και την ίδια την αμφιβολία ανεξέλεγκτη…!!!!
Κι έτσι το έργο καθίσταται απόλυτα διαχρονικό. Η εποχή στην οποία τοποθετείται δεν προβάλλεται ευδιάκριτα, ούτε και στην ταινία συνέβαινε κι αυτό έχει να κάνει με το τελικό , που είναι και το κύριο, ζητούμενο, την «ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ» του τίτλου. Διότι, αυτά συμβαίνουν στο 1964, μια εποχή υποτίθεται αλλαγών και βέβαια είναι η εποχή που οι αγώνες για τα δικαιωματα των μαυρων βάζουν φωτιά στην Αμερική. Οπότε, η παρουσία του μαυρου μαθητη στο λευκό σχολείο έχει κι άλλη σημασία , την οποία όμως δεν εκμεταλλεύεται ούτε ο συγγραφέας ούτε η παράσταση, ακολουθούν όλοι το βάθος των πολλαπλών διαστάσεων.
Ο Τζων Πάτρικ Σάνλεϋ έχειι γράψει θεατρο για να υπηρετηθεί από ηθοποιούς, εξού κι οι μεγάλοι ρόλοι, κι ο σκηνοθέτης καλείται όλ αυτό να το συντονίσει και να μην επιτρεψει να συμβεί η παραμικρή διαφυγή, το απολύτως κανένα ξεστράτισμα.
Δεν ξερω πως μπορεί να αισθανθηκε η ΦΙΛΑΡΕΤΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ, όπου εδώ ερχόταν να την σκηνοθετήσει ο ηθοποιός γιός της, ούτε φυσικά τους παλμούς του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, που θα είχε απέναντι την μεγάλη μητέρα το κι ό,τι αυτό υποβάλει. Στην παράσταση δεν βγήκε κανενα τέτοιο άγχος, ο Παπαγεωργιου συντόνισε ως κανονικότατος, θεσμικότατος σκηνοθετης τους τεσσερις ηθοποιούς και παρακολούθησε τις αποχρώσεις όλων τόσο στο «σόλο» του καθενός όσο και μεταξύ τους, στο συντονισμό τους, στο να μην τους φύγει ο ρυθμός επάνω στη Σκηνή. Ηταν πλήρης ο έλεγχος.
Η ΦΙΛΑΡΕΤΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ, σύμφωνα και με τη δομη του έργου, είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο θα σττηθεί όλο το δράμα, οι αποχρώσεις του και το περιεχόμενο του τίτλου, μετά από τοσα χρόνια θέατρο και με τόσεες ερμηνείες στο κλασικό ρεπερτόριο, καταφέρνει και παίζει με μια λιτότητα τόσο σύγχρονη, τόσο μοντέρνα, χωρίς ίχνος επίδειξης ή βεντετισμού (από που κι ως πού, άλλωστε?), μια Ηγουμένη με όλους τους τόνους και τα ημιτόνια αλλά και με κάποιες αδιόρατες αποχρώσεις που σε σταματούν ένα βήμα από το να τη μισήσεις τελείως. . Σε υποχρεώνει, σου το υποβάλει, άρα κατεπέκταση και στο επιβάλει, να την παρακολουθήσεις ως το τέλος….Και στο τέλος θα καταλάβεις. Και την ίδια και το παίξιμο της και το περιεχόμενο του εργου.
Ο ΝΙΚΟΛΑΣ ΧΑΝΑΚΟΥΛΑΣ , στο ρόλο του ιερέα, παίζει κι αυτος με την ανθρώπινη αλήθεια, το θέατρο του είναι ζωντανό, είναι ένας άνθρωπος που έχει στοχοποιηθεί, και που η αμφιβολια στο δικό του ρόλο έχει να κάνει με τα συμφραζόμενα, ο ιδιος τον υπηρετεί ως αθώο. Κι έτσι διευκολύνει τη σύγκρουση.
Στη ΧΡΙΣΤΊΝΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ πιστωνω το πως διαχειρίστηκε την αφελεια της νεαρής μοναχής τόσο στη σχέση της με τηνΗγουμένη αλλά και με τον ιερέα μα και με τον σκηνικά απόντα μαθητή και φυσικά με το ίδιο το θέμα στο οποίο φερει ευθύνη. Η διαχείριση της αφέλειας ήταν η μεγαλη ισορροπιστική της γραμμή.
Η ΞΕΝΙΑ ΝΤΑΝΙΑ , στο ρόλο της μητέρας, αφέθηκε στα βοηθήματα του ίδιου του ρόλου, στην καθοδήγηση από τον ρόλο. Δεν τον πρόδωσε επ’ ουδενι αλλά δεν πέρασε και την αόρατη διαχωριστική γραμμή όπου ο ηθοποιός κάνει το κάτι δικό του παραπάνω . Η ηθοποιός ακολούθησε την ασφάλεια της κάλυψης από το ρόλο.
Οι φωτισμοί του ΣΑΚΗ ΜΠΙΡΜΠΙΛΗ πιστεύω πως είχαν ξεχωριστή συμβολή στην ατμόσφαιρα της παραστασης και στην κάλυψη των «κενών» του σκηνικού το οποίο παραήταν αφαιρετικό , σε αντίθεση με τα κοστούμια που το καθενα είχε την τελειοτητα του χαρακτήρα, ακόμα και τη χρωματική λεπτομέρεια , αν και μιλάμε για καλόγριες, πλην μητέρας. Τα ανδρικά ρούχα ήταν η συνέχεια του ηθοποιού του. ΑΛΕΓΙΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ , υπογράφει και τα σκηνικά και τα κοστούμια.
Δεν ξέρω που σταματά η μετάφραση του ΑΝΤΩΝΗ ΓΑΛΕΟΥ και που αναλαμβάνει η δραματουργική επεξεργασία από τον ΒΑΣΙΛΗ ΜΑΓΟΥΛΙΩΤΗ, το κείμενο όμως που παραδόθηκε ήταν για να μιληθεί, και μιλήθηκε αποτελεσματικά, με τις σωστες λέξεις που κρατούσαν το τόνο του περιεχομένου, δεν παρέτρεπαν σε παρεκτροπή ή σε υπερβολή. Κράτησαν την αυστηρότητα που θεωρητικά έπρεπε.