Κοινός παρονομαστής της κρίσης και των τριών για τον Μάρει ήταν το παρακάτω γνωμικό: «He’s not an actor, he’s just aperformer». Αυτό το «performer» στα ελληνικά της επιθεώρησης μεταφράζεται «νουμερίστας». Σαν να μου είχαν πει δηλαδή «δεν είναι ηθοποιός, είναι νουμερίστας». Φυσικά, ο όρος αυτός ο ελληνικός στην Αμερική δεν υπάρχει, έτσι όμως εννοούν τους κωμικούς του standup κι εννοούν περίπου το ίδιο.
Με το performer λοιπόν ξεκαθάριζαν ότι δεν κάνει «ερμηνεία» , έτσι όπως την ορίζουν θεσμικά. Αυτό, επίσης, δεν ορίζεται ως κάτι «κακό». Όταν όμως ένας performer έχει απέναντι του ηθοποιούς που κάνουν ερμηνεία είτε πάνω σε ένα χαρακτήρα που ποικίλουν οι αντιδράσεις του είτε σε ένα δραματικό ρόλο που απαιτεί από τον ηθοποιό τα ίδια του τα σπλάχνα (όπως εκείνη τη χρονιά ο Σον Πεν στο «Σκοτεινό ποτάμι») ή κάποιον που «επινοεί» ιδέες για ένα ρόλο (σαν την υιοθέτηση της ροκ συμπεριφοράς από τον Τζόνι Ντεπ στους πρώτους «Πειρατές της Καραιβικής»), τότε, ο performer…. μένει performer.
Και φυσικά, ο performer Μπιλ Μάρει δεν κατέστη η τελική επιλογή του συνόλου της Ακαδημίας.
Τις μέρες αυτές, ο performer Μπιλ Μάρει κάνει μια ακόμα καλή εμφάνιση στο «St. Vincent, ο αγαπημένος μου άγιος». Και πάλι συζητούν οι μη γνωρίζοντες περί Οσκαρ. Ναι, ο performer για να φτάσει ως εκεί πρέπει πάνω στη δική του ιδιαιτερότητα να κάνει μια μεγάλη κατάκτηση ώστε να θεωρηθεί ηθοποιός με τη θεσμική έννοια. Η να έχει κάνει τον performer εαυτό τόσο ένα και μοναδικό ώστε εκεί να του αναγνωριστεί ως επίτευγμα η κατάκτηση και υπογράμμιση αυτής της ιδιαιτερότητας.
Όμως, στον «St Vincent» συναντά ένα άλλο «πρόσκομμα». Τον πιτσιρικά που παίζει τον καταλυτικό ρόλο της ιστορίας, τον Τζάεντεν Λίμπερχερ.
Κι εδώ πάμε στο θέμα που γράψαμε περί ερμηνειών και casting για τον «Δικαστή», το οποίο μπορείτε να ξαναφρεσκάρετε και να καταλάβετε τις αντιπαραβολές αν κλικάρετε στο link http://pantimo.gr/index.php/component/k2/item/7-o-dikastis-peri-ermineias-kai-casting.
Κι εδώ, θα δούμε μια άλλου τύπου «ανταγωνιστική» κατάσταση ερμηνευτών, όταν ο πρωταγωνιστής κάνει star performance δηλαδή παραμένει ο υπέροχος εαυτός του ή όταν είναι performer κι ενώ ηγείται του έργου ουσιαστικά στηρίζεται από τον supporting που είναι Ο ΡΟΛΟΣ.
Το «Ο αγαπημένος μου άγιος» ως σχέση πρωταγωνιστή και πιτσιρικά έχει πολλές ομοιότητες με την «Εκτη αίσθηση» και για τους πιο μυημένους στα παλιότερα με το «Χάρτινο φεγγάρι» του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς όπου η 10χρονη Τατούμ Ο’ Νιλ είχε «κατατροπώσει» τον μπαμπά της Ράυαν Ο’Νιλ και κατέληξε να πάρει το Οσκαρ β’ γυναικείου ρόλου το 1974 ενώ ο μπαμπάς δεν προτάθηκε καν. Όπως δεν είχε προταθεί κι ο Μπρους Γουίλις στην «Εκτη αίσθηση» αφού ο ανήλικος supportingΧάλει Τζόελ Οσμεντ ήταν αυτός στον οποίο στηριζόταν ο πρωταγωνιστής σταρ.
Στο «St.Vincent, ο αγαπημένος μου άγιος», αυτό που μπορεί να απολαύσει κανείς είναι οι «πάσες» του στέρεου performerΜπιλ Μάρει προς τον μικρό Τζάεντεν Λίμπερχερ κι εκεί μπορεί ο θεατής που ενδιαφέρεται για κάτι παραπάνω να καταλάβει πως αυτό που θαυμάζουμε σε ένα ηθοποιό, πόσο μάλλον σε ένα παιδί, έχει υποστηριχθεί κι από τους γύρω του, και δη από τον πρωταγωνιστή που πολλές φορές μπορεί και να θυσιάζεται. Αφού αυτό που πρέπει να ισχύσει είναι η σκηνοθετική γραμμή , όπως γίνεται και στην συγκεκριμένη περίπτωση. Εννοείται πως ο σκηνοθέτης του συγκεκριμένου φιλμ Τίοντορ Μέλφι δεν είναι αμέτοχος του τι έχει συμβεί, δεν τα κάνουν αυτά οι ηθοποιοί από μόνοι τους. Αυτά μπορεί να τα νομίζουν οι «αστεράκηδες» . Το σινεμά, όμως, γίνεται διαφορετικά.