Μοντάζ, η ραχοκοκαλιά κατεπέκταση κι η ΠΝΟΗ μιας ταινίας.
Πέρα από το σύνολο, που κάνει την ταινία να είναι ταινία, ποιο είναι το point της κάθε μίας;
Να τις πάρουμε με τη σειρά
Στην «ANORA»…. Μα εδώ έχουμε ως ΜΟΝΤΕΡ το ίδιο τον ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ που είναι και ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ, προσθέστε και ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ κι έχει προταθεί και στις 4 κατηγορίες. Εδώ καταλαβαίνουμε αυτό που έγραφα για την «Anora» από την αρχή. Ξεκινά με το σενάριο το οποίο καθώς το γράφει το βλέπει κι ως εικόνα και καθώς βλέπει και γράφει την εικόνα οραματίζεται και τον ρυθμό και τον εντάσσει στο πρόγραμμα. Τις λεπτομέρειες των αντιδράσεων που έχει σχεδιάσει στο χαρτί ή στο ..laptop, τις έχει «δει» και σε ποια σημεία θα τις «κόψει» ώστε το εργο να μη χάσει το ιλαρό στοιχείο αλλά να μην ξεφύγει και προς την φαρσα και βεβαίως να φανούν κι οι ψυχολογικές καταστάσεις των χαρακτήρων από τους ηθοποιούς που διάλεξε ως σκηνοθετης και τους κόβει στα σημεία που ο σκηνοθέτης εαυτός θέλει ώστε να φανούν αυτά που επιδιώκει. Μετά από αυτό, τι άλλο;
Στο «THE BRUTALIST» δεν είναι απλά ο ρυθμός αλλά το ΕΙΔΟΣ ΤΟΥ ΡΥΘΜΟΥ που κάνει αυτή την 3,5 ωρων ταινία με τη σοφιστικές διάθεση, να βλέπεται απρόσκοπτα. Είναι το ουγγρικό κινηματογραφικό στοιχείο, που έδωσε ο μοντέρ ΝΤΑΒΙΝΤ ΓΙΑΝΤΣΟ, στην πρωτη του υποψηφιότητα…Με διδάγματα από το ουγγρικό σινεμά είτε το σύγχρονο, όπως το ξεκίνημα που χανόμαστε με την κινηση της κάμερας αλα «γιός του Σαούλ» και τους ανάλογα σκοτεινιασμένους φωτισμούς σε καταστάσεις ουγγρικής ταινίας στρατοπέδων σημερινής ή στην πορεία που μας κατευθυνει στις παραδοσιακές θέσεις αφηγησης του ογγρικου σινεμά και του πατέρα του Μίκλος Γιάντσο που ηταν εκ των κυρίων εκπροσωπων…Κι ο μοντέρ με το ρυθμό αυτόν , με την ουγγρική πνοή στην αφαίρεση και στην αρχιτεκτονική, δίνει στο σκηνοθέτη Μπράντυ Κορμπετ το πολύτιμο δώρο. Μια αμερικανικη ταινία τόσο μα τόσο ουγγαρέζικη. Και μια ουγγρική ταινία που ήθελε το αμερικάνικο χέρι για να γίνει πιο επικοινωνίσιμη. Η συμβολή του υιού Γιάντσο είναι συντριπτική. Ακόμα κι η τεχνητή νοημοσύνη για την οποία τόσος λόγος έγινε, με το μοντέρ έχει να κάνει, με το πως διέχυσε τις αυθεντικές ουγγρικές φωνές εξού και προτάθηκε για Oscar το Μοντάζ κι όχι η Ηχοληψία
Κι ερχόμαστε στο «ΚΟΝΚΛΑΒΙΟ». Ποιο είναι το point στο «Κονκλάβιο»; Μα, η συνεκτική δομή. Η συνοχή, το σφίξιμο, όπου μοντάρονται διάλογοι, καταστάσεις κι ερμηνείες, στους 4 κλειστούς τοίχους του Βατικανού.O μοντέρ ΝΙΚ ΕΜΕΡΣΟΝ, πρώτη φορά υποψήφιος , καλείται να πετάξει κάθε τι περιττό, κάθε τι που θα εμπόδιζε την αφαίρεση ώστε να βγει αυτό το σφιχτό πράγμα που βλέπουμε, που μας διαπερνά την αγωνία και το αίνιγμα για την εκλογή του Παπα, που μας φέρνει κοντα τους ηθοποιούς με τα επιτεύγματα τους, ειδικά όταν δεν είχαν κείμενο, όπως η Ιζαμπέλα Ροσελίνι αλλά κι όταν ειχαν τη μερίδα εκ του συνολικού λέοντος όπως ο Ρέηφ Φάινς, που το μοντάζ επέλεξε τα πλάνα που θα τον έφερναν κοντά στον θεατή και θα μετέδιδαν το συναίσθημα του που είναι και το κλίμα της ταινίας.
Κι ακολουθούν τα δυο ΜΟΝΤΑΖ ΜΙΟΥΖΙΚΑΛ. Η «ΕΜΙΛΙΑ ΠΕΡΕΖ» και το «WICKED». Καταρχάς να πω ότι το μιούζικαλ είναι είδος που δεν έχουν παράπονο οι μοντέρ του από τα Oscar. Πάρα πολλά έχουν βραβευτεί κι άλλα τόσα ήταν υποψήφια.
Στο «WICKED», που είναι της παραδοσιακής σχολής, ο μοντερ του ΜΥΡΟΝ ΚΕΡΣΤΑΙΝ, που ηταν υποψήφιος και το 2022 για το «Tick..tick..BOOM», μιούζικαλ στροβιλιστικού ρυθμού εκείνο και καθολου παραδοσιακό, έχει να συνδυάσει όλα αυτά τα στοιχεία του μιούζικαλ: Να παρακολουθήσει και να προβάλει τις φωνές που τραγουδουν και να τις δέσει με το όλον αλλά να τις αφήσει και να φανούν, να παρακολουθήσει την κάμερα η οποία ειδικά εδώ, που παίζουν κι οπτικά εφφέ κάνει πολλά κόλπα και μερικα είναι και…αεροπλανικά, έχει να παρακολουθήσει το χορογραφία και μέσα από εκεί να δώσει ξεσηκωμό κι ένταση..
To άλλο μιούζικαλ, η «ΕΜΙΛΙΑ ΠΕΡΕΖ» δεν έχει μονταριστεί ως παραδοσιακό μιούζικαλ αλλά ως συγκεκριμένο είδος. Αυτό το «περίπλοκο» της ταινίας που είναι η ανάμειξη των ειδών. Κι ο Ζακ Οντιάρ ο σκηνοθέτης δεν φώναξε ένα μοντέρ ειδικευμένο στα μιούζικαλ ή με κάποια πείρα στο είδος , μια και δεν την είχε ούτε ο ίδιος ως σκηνοθέτης του είδους, παρά συνέχισε με τη σταθερή συνεργάτιδα του, την μοντέζ ΖΥΛΙΕΤ ΒΕΛΦΛΙΝΓΚ διότι κι ο ίδιος το είδε ως μια ακόμα προσωπική ταινία του κι όχι ως μιούζικαλ καθαυτό, η δε Ζυλιέτ επίσης θα κολύμπαγε στα βαθιά διότι δεν είχε μοντάρει ποτέ της μιούζικαλ. Η προηγουμενη υποψηφιότητα της ήταν για δραματικό φιλμ υποκειμενικών κοιταγμάτων, «Το Σκάφανδρο κι η πεταλούδα» του Τζούλιαν Σναμπς, το 2008. Η μοντέζ παρακολούθησε και πάλι τη δουλειά του σκηνοθέτη της κι ακολούθησε τα βήματα του που τα ξέρει από τις άλλες συνεργασίες. Κι αυτό που κατάλαβε ήταν να μοντάρει και να αναδείξει την πρόσμειξη των ειδών. Κι αυτό το έκανε υπογραφή και σφραγίδα της συγκεκριμένης ταινίας.