Ο συνδυασμός blockbuster θεάματος και έργου που κάτι θέλει να πει αποδίδει αποτέλεσμα. Γοητεύει το ταξίδι στο διαπλανητικό σύστημα και το διάστημα δεν κινηματογραφείται με τον τρόπο που το έχουμε δει σε άλλες ταινίες του είδους αλλά σαν μια γήινη προέκταση. Μας έχει προετοιμάσει η ταινία από το πρώτο μέρος, από το ξεκίνημα κι η γήινη αίσθηση της φωτογραφίας μεταφέρεται και στο «επέκεινα», όπου ακόμα και το Διάστημα φαίνεται σαν σκονισμένο, όπως ήταν κι η Γη, που εγκατέλειψαν οι ήρωες της ταινίας για να πάνε σε αστρική αποστολή, να ανακαλύψουν νέες πηγές ζωής και προπάντων διατροφής αφού η Γη έχει αρχίσει να γίνεται τόπος έρημος. Η κλιμάκωση της δράσης ακολουθεί την ταινία κι ενώ κινδυνεύουμε να μπερδευτούμε με αυτά που συμβαίνουν, τελικώς καταλαβαίνουμε τα πάντα.
Το λέω αυτό διότι στις ταινίες του ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΝΟΛΑΝ, που θεωρείται από τους αξιόλογους των τελευταίων χρόνων, είχα πάντα ένα πρόβλημα πλήρους κατανόησης της ιστορίας μια και του αρέσουν τα «πηδήματα» στο χρόνο , στον εγκέφαλο, στα όνειρα.
Εδώ δεν μπερδεύτηκα όσο στο «ΜΕΜΕΝΤΟ», που βέβαια, δεν ανήκε στην κατηγορία των blockbusters, ούτε όσο στο «THE PRESTIGE» ούτε όσο στο «INCEPTION» στο οποίο κατέβαλα προσπάθειες όσες φορές το είδα κι όλες αποφάσισα να αφεθώ στην κινηματογραφική του γοητεία και να πάψω να αναζητώ το νοηματικό μίτο της Αριάδνης αφού οι σεναριογράφοι αδελφοί Νόλαν, ο σκηνοθέτης Κρίστοφερ κι ο ομογάλακτος Τζόναθαν αυτο-γοητεύονταν από τα μπερδέματα που μας έβαζαν.
Αυτό, κατά την Ακαδημία, περισσότερο χρεώνεται στον σκηνοθέτη Νόλαν παρά στον σεναριογράφο Νόλαν στον οποίο πιστώνονται οι ιδέες κι οι καινοτομίες στα θέματα αλλά το μπέρδεμα το χρεώνεται η σκηνοθεσία εξού κι ουδέποτε συμπεριελήφθη στην πεντάδα της- δίνοντας μερτικό συνενοχής και στο μοντάζ (πλην «Μεμέντο» όπου εκεί σενάριο και μοντάζ ήταν ένα πράγμα)
Στην τωρινή ταινία, το μπέρδεμα δεν υπάρχει. Τα καταλαβαίνουμε όλα. Τουλάχιστον ο υπογράφων διότι άλλοι, κριτικοί και θεατές, μπορεί να είναι εξυπνότεροι εμού και να τα είχαν καταλάβει- αλίμονο. Αυτό οφείλω να του το αναγνωρίσω. Και μάλιστα έχω να πω ότι θέλω να το ξαναδώ το έργο για να καταλάβω καλύτερα μερικά πράγματα, όχι πλέον από ευθύνη του Νόλαν αλλά το αντίθετο: Επειδή τα κατάλαβα, διότι δεν ήταν καθόλου συγκεχυμένα, θέλω να ξαναδώ την επιστημονική εξήγηση για τον χωρόχρονο, την οποία επιστημονικώς δεν κατέχω και με έπεισε την ώρα που συνέβαινε ότι έτσι θα είναι. Ενώ, ας πούμε, στο παρόμοιας θεματικής θεατρικό έργο του Μπότο Στράους «Ο χρόνος και το δωμάτιο», είχα καταβάλει μεγάλες προσπάθειες για την κατανόηση του χωρόχρονου. ΚΙ όμως είναι το μόνο έργο που σκέφτηκα καθώς έβλεπα το «Interstellar».
Οπότε, με τούτα και με εκείνα, το σκηνοθετικά ωριμότερος, για την περίπτωση του Κρίστοφερ Νόλαν, από αυτή την άποψη ισχύει.
Τον βρήκα σκηνοθετικά ωριμότερο (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα στεφθεί για τούτο το λόγο και με Οσκαρ υποχρεωτικά), μου έλειψε όμως ένα ένζυμο της απόλυτης κινηματογραφικής γοητείας τουλάχιστον στην όψη, κυρίως στη φωτογραφία. Περίμενα υπομονετικά τους τίτλους φινάλε διότι ούτε εκείνο το «παστέλ» των χρωμάτων ούτε οι υποβλητικοί φωτισμοί των σκοτεινών πλάνων, δήλωναν παρουσία ώστε να μου θυμίζουν Γουόλις Πφίστερ, τον σχεδόν μόνιμο συνεργάτη του που ήταν εκείνος που έφτιαχνε κι υπέγραφε τη «γοητεία αλα Κρίστοφερ Νόλαν» αλλά σκεφτόμουν μήπως κι ο Πφίστερ, θέλησε να αλλάξει ύφος, αν και δύσκολο. Τελικά, δεν ήταν ο Πφίστερ αυτή τη φορά ο διευθυντής φωτογραφίας. Δεν ξέρω για ποιο λόγο, ίσως όμως επειδή ακριβώς ο Νόλαν ήθελε λίγο να αλλάξει την όψη του με βάση το πως θα σκηνοθετούσε το έργο- αυτά που είπαμε στην αρχή του κειμένου για τη γήινη αίσθηση και για τη σκόνη που παίζει και στην έρημη αμερικάνικη επαρχία, που αχνοπαίζει και στο διάστημα, που εμφανίζεται και στο χωροχρόνο του φινάλε, στο σκονισμένο δωμάτιο που είναι η βαρύτητα…. Για διευθυντή φωτογραφίας είχε εδώ τον Χόυτε Βαν Χόυτεμα, τον Ολλανδό που έκανε το «Δικός της».
Οι ηθοποιοί είναι θαυμάσιοι διότι παίζουν χαρακτήρες κι όχι ανδρείκελα, έστω κι αν οι χαρακτήρες υποχρεούνται να υπακούσουν περισσότερο στους κανόνες της διαστημικής περιπέτειας και λιγότερο της πνευματικής αναζήτησης. Η κατακτημένη λιτότητα του Μάθιου ΜακΚόναχι είναι πιά γεγονός κι υπάρχουν σημεία που περιλαμβάνονται κι εκπλήξεις στην έκφραση που επέλεξε ή στην εκφορά της ατάκας του. Θαυμάσια είναι κι η Τζέσικα Τσαστέιν που επωμίζεται και το δραματικό ρόλο της ιστορίας ενώ η Ανν Χαθαγουέι με τα εκφραστικά μάτια της δίνει κάτι παραπάνω από αυτό που ο ρόλος ορίζει. Κι ο «παππούς» μου άρεσε, ο Τζον Λιθγκόου, αλλά ο ρόλος εξαντλείται γρήγορα.
ΥΓ. Δεν υπάρχει λόγος να συγκρίνετε το «Interstellar» με το «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος» και με το «Gravity». Από πού κι ως πού;