Θα πουν πολλοί ότι ο ελληνικός κινηματογράφος τι κάνει και δεν εμπνέεται από το δράμα των ανθρώπων που έρχονται αντιμέτωποι με αυτή την κτηνωδία; Θα τον υπερασπιστώ λέγοντας πως κι οι Αμερικάνοι τώρα ουσιαστικά έδωσαν ένα τέτοιο έργο ενώ σε αυτούς ξεκίνησε η ιστορία από το 2008 με την χρεωκοπία της GoldmanSachs .Ομως, για να υπερασπιστώ και τους Αμερικάνους ως προς το συγκεκριμένο, τα κοινωνικά προβλήματα θέλουν και λίγη ωρίμανση ώστε να αποφασίσει κι η Τέχνη να καταπιαστεί μαζί τους. Το ζητούμενο είναι κάποια στιγμή να καταπιάνεται.
Αυτό κρατώ και μπαίνω στην ταινία, στα «99 ΣΠΙΤΙΑ» την οποία χαρακτηρίζω και συγκλονιστική. Πρώτον για την ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ που πιάνει και δεύτερον με το συνολικό αποτέλεσμα και με τη μετουσίωση του σε Τέχνη, σε κινηματογραφικό έργο. Και για να γίνει αυτό χρειάζεται ένα καλό σενάριο. Στο πως θα κάνεις δράμα, με τους κανόνες του δράματος, ένα κοινωνικό πρόβλημα. Ποιος θα είναι ο ήρωας και ποια η ιστορία.
Εδώ έχουμε ένα κεντρικό ήρωα κι ένα κινητήριο μοχλό. Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας νέος σε ηλικία τεχνίτης, που αντιμετωπίζει επαγγελματικά και κατεπέκταση οικονομικά προβλήματα και του έρχεται ειδοποίηση από την Τράπεζα για έξωση. Του παίρνουν το σπίτι. Το οποίο είναι πατρικό αλλά και χρεωμένο, ζει με το μικρό γιό του και με τη μητέρα του- σύζυγος δεν υπάρχει. Κινητήριος μοχλός είναι ο συστηνόμενος ως «μεσίτης» που δουλεύει για λογαριασμό των τραπεζών ως εκτελεστικό όργανο κι αναλαμβάνει τις εξώσεις. Τους το παίρνουν το σπίτι, τους πετάνε στο δρόμο, η σκηνή της πραγματοποίησης της έξωσης είναι συγκλονιστική στις λεπτομέρειες με τις οποίες τη δείχνει, σου πιάνεται η ψυχή κι αναρωτιέσαι αν θα το αντέξεις να το δεις μέχρι τέλος, όταν ακούς και κάθε μέρα στην τηλεόραση τις εκτοξευόμενες απειλές κι όταν γνωρίζεις ανθρώπους που τελούν υπό αυτή την απειλή και περιμένουν την ώρα που θα καλέσουν και τη δική τους κλάση.
Όμως, όχι απλώς το βλέπεις και το αντέχεις αλλά στη συνέχεια το απολαμβάνεις κιόλας. Το απολαμβάνεις ως δραματική ταινία εννοώ.
Είναι κάτι που πάντα θαύμαζα στους Αμερικάνους, στις καλές τους ταινίες, πως ξεκινούν από ένα πρόβλημα από ένα θέμα αλλά αυτό που τους ενδιαφέρει και που στη δική μου αντίληψη είναι και ζητούμενο, είναι να το μετατρέψουν σε έργο ώστε να απολαύσεις την εξέλιξη ενός δράματος, να λυτρωθείς ο ίδιος μέσα από ένα δράμα κι όχι να κάθεσαι και να βλέπεις το πρόβλημα. Ετσι λοιπόν κι εδώ ο κινητήριος μοχλός της ιστορίας που είναι ο «μεσίτης» κάνει μια πρόταση στον απελπισμένο άστεγο που προσωρινά τον έχουν εγκαταστήσει με την οικογένεια του σε ένα «μοτέλ» στο οποίο εγκαθιστούν θύματα πλειστηριασμών κι εξώσεων: Του προτείνει εργασία έναντι αμοιβής. Κι η εργασία είναι να παίρνει μέρος κι αυτός στις εξώσεις , από τις οποίες θα αμείβεται.
Κι εδώ το κοινωνικό πρόβλημα φέρνει στο σενάριο το ανθρώπινο δίλημμα: Το στοιχείο καθολικότητας που λέμε, τον άνθρωπο αντιμέτωπο με υπεράνω αυτού δυνάμεις. Ο ήρωας δέχεται και μπαίνει βαθιά στην ιστορία και μπαίνουμε κι εμείς σε αυτό το παιχνίδι των εξαγορών, μια και σε μια παρακάτω εξέλιξη ο μεσίτης-αφεντικό πλέον του προτείνει ένα άλλο deal ώστε να επανακτήσει το σπίτι του.
Όμως εδώ οι Ερινύες είναι υπαρκτές, καθημερινές, με σάρκα και οστά. Είναι οι γείτονες, είναι τα προσεχή θύματα των εξώσεων, είναι το γεγονός πως το απέκρυπτε από την οικογένεια του και κάποια ώρα φανερώνεται η πηγή των χρημάτων με τα οποία έζησαν όλη αυτή την περίοδο που τους είχαν πετάξει από το σπίτι τους.
Μένει να δούμε από πού και πως θα επέλθει η κάθαρση και το σενάριο επιλέγει την εξιλέωση, την πράξη εκείνη μέσα από την οποία θα «καθαρισθούμε» ήρωας και θεατές κι είναι μια πράξη που οδηγεί στην εξιλέωση.
Η πράξη κι η επιλογή είναι απόλυτα δεκτές και εντελώς συμβατές με το προυπήρξαν σενάριο. Αν υπάρχει μία ένσταση αυτή έχει να κάνει με το ότι με την συγκεκριμμένη επιλογή το έργο ξεφεύγει από το καθολικό και γίνεται μια πολύ προσωπική περίπτωση, πολύ προσωπικό «κάζο» που δεν ξέρω αν φέρνει και τη λύτρωση αφού μια τέτοια επιλογή δεν ακουμπά σε τίποτε από τα κοινωνικά ζητήματα με τα οποία κτίστηκε η δράση κι αναπτύχθηκε η ιστορία. Θα μπορούσε η εξιλέωση να είχε πιο καθολικό χαρακτήρα.
Αυτή όμως είναι μια λεπτομέρεια που δεν θίγει το σύνολο ωστόσο επειδή είναι φινάλε κρατά και τις συνολικές εντυπώσεις.
Κατά τα άλλα η ταινία με συγκλόνισε, υπήρξαν στιγμές που στο σενάριο σκεφτόμουν τον «Κλέφτη των ποδηλάτων» κι ότι πρέπει το σενάριο του ΤΣΕΖΑΡΕ ΖΑΒΑΤΙΝΙ να το είχαν καλοσπουδάσει οι συντελεστές της ταινίας κι ως κινηματογραφικό πλέον βίωμα (κι όχι μόνο ως κοινωνικό), το μετέφεραν στις δικές τους «συστάδες» -πλην φινάλε που κάνει τη διαφορά.
Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος ΡΑΜΙΝ ΜΠΑΧΡΑΝΙ γύρισε την ταινία με ανθρωπιά κι ένταση και με εξαίρετη κινηματογραφική «ενσυνείδηση» κι οι ηθοποιοί έπαιξαν τέλεια τα μέρη τους. Ο ΑΝΤΡΙΟΥ ΓΚΑΡΦΗΛΝΤ δείχνει ότι είναι καλός ηθοποιάκος , η ΛΟΡΑ ΝΤΕΡΝ ερμήνευσε ωραία τα συναισθήματα της ηρωίδας της αλλά δείχνει αρκετά νέα για τον ρόλο της μητέρας του Γκάρφηλντ (όπως και πέρσυ που είχε προταθεί και για Οσκαρ στο «Αγρια» όπου έπαιζε τη μητέρα της Ριζ Γουίδερσπουν και μου φαινόταν κι εκεί πολύ νέα) και ο ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ ΜΑΙΚΛ ΣΑΝΟΝ , που παίζει με απίστευτη κινηματογραφική εκφραστικότητα και με υποδειγματική λιτότητα μέσων τον μεσίτη-αφεντικό κι έχει βάλει με την ερμηνεία του «consideration» για το Οσκαρ