Ξεκινώ λοιπόν από τον ΗΛΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, τόσο για το ότι «εν αρχή ην ο λόγος» όσο και για το έργο που έγραψε και σκηνοθέτησε και τελικά ο άνθρωπος αυτός με εκπλήσσει και με τη δεύτερη ταινία του διότι μου είχε κινήσει το ενδιαφέρον και στην πρώτη, το «Fish’nchips» επειδή είχα διαπιστώσει σοβαρότατη σεναριακή κατάρτιση κι άλλη τόση ικανότητα, καθώς και το γεγονός πως σενάριο και σκηνοθεσία ήταν ένα πράγμα αξεδιάλυτο.
Εδώ, θεωρώ ότι καταπιάστηκε με κάτι ακόμα πιο δύσκολο και αυτό που του δίνει εύσημα είναι ότι τα κατάφερε κι όχι η επιείκεια πως επειδή πιο δύσκολο θα τον δούμε πιο επιεικώς διότι δεν το έχει ανάγκη και διότι δεν είμαι οπαδός της επιείκειας στην Τέχνη, σε οποιαδήποτε μορφή της. Θεωρώ πως δεν της αρμόζει και δεν την τιμά. Τουλάχιστον αυτά μου έχουν διδάξει οι δικοί μου δάσκαλοι.
Είναι ΣΕΝΑΡΙΟ-ΡΟΛΟΣ. Οπου συνθέτει μά κεντρική ηρωίδα και συγχρόνως μια ολόκληρη ιστορία γύρω από αυτήν που είναι η δική της ιστορία. Είναι η ιστορία μιάς γυναίκας για την οποία μαθαίνουμε τα πάντα καθώς ξετυλίγεται η υπόθεση του έργου και μαζί με αυτήν ξετυλίγεται κι ο χαρακτήρας της. Είναι μια γυναίκα καλοβαλμένη, σε ώριμη ηλικία, που τη βλέπουμε αγχωμένη στην αρχή να δέχεται επίθεση από τσαντάκηδες και να της προσφέρει βοήθεια ένας άστεγος. Τον οποίο, μετά από πολλές ώριμες σκέψεις θα τον πάρει σπίτι να του προσφέρει έστω ένα αντάλλαγμα ανθρωπιάς.
Από την πρώτη κιόλας επαφή με τον άστεγο διαπιστώνουμε ότι η ταινία δεν το πάει για κήρυγμα περί αστέγων κλπ διότι αρχίζει να ξετυλίγει πρώτα τη σχέση αυτών των δύο. Και καθώς την ξετυλίγει, μας δίνει λίγο- λίγο δύο απολύτως ολοκληρωμένους ανθρώπους που τόσο ανάγλυφοι γίνονται ώστε θα θέλαμε να τους δούμε και να καταλήγουν μαζί. Στο μεταξύ, το σενάριο ρίχνει διαρκώς πόντους, όπως κάνουν όλα τα μεγάλα ή τα σωστά σενάρια και βεβαίως οι προικισμένοι συγγραφείς, για στοιχεία που δεν μπαίνουν τυχαία αλλά θα τα δούμε παρακάτω να παίρνουν μορφή και να είναι τα «εμπόδια» της πλοκής και της ιστορίας και του τέλους στο οποίο θέλει το έργο να μας φτάσει.
Κι έτσι, οι υπαινιγμοί για τα «πολλά φάρμακα παίρνεις» του άστεγου μας οδηγεί στο βασικό πρόβλημα της ηρωίδας η οποία μαθαίνουμε ότι πάσχει από καρκίνο, οι σεναριακοί υπαινιγμοί μιάς ιδιαίτερης συμπεριφοράς υφισταμένης της στην Τράπεζα, όπου η ηρωίδα είναι διοικητικό στέλεχος, οδηγεί στο ότι η γυναίκα ομολογεί στον νέο της « τρόφιμο» πως είναι λεσβία, τα εμπόδια αξιοποιούνται από όπου μπορούν να προέλθουν και τελικώς μπροστά στα μάτια μας οικοδομείται ένα δράμα με όλη τη γνησιότητα του αληθινού δράματος που είναι για να το απολαύσει ο θεατής κι όχι να του παρουσιαστεί ως ρεπορτάζ του νατουραλισμού και να θέλει να φύγει επειδή δεν αντέχει να βλέπει μια πάσχουσα από καρκίνο.
Τίποτα από όλα αυτά δεν συμβαίνει, η ροή των σκηνών είναι αξιοθαύμαστη, το μοντάζ έχει προηγηθεί κατά το γράψιμο, ο Ηλίας Δημητρίου έχει φτιάξει γυναίκα-ρόλο-έργο και παραδίδει στην πρωταγωνίστρια μία ΡΟΛΑΡΑ, από εκείνες που πολλές θα ζήλευαν να έχουν στη διάθεση τους.
Η ΒΑΓΓΕΛΙΩ ΑΝΔΡΑΔΑΚΗ σε αυτή την ταινία αποδεικνύεται ηθοποιός μεγάλου διαμετρήματος, αξιοποιεί και την τελευταία ίνα του ρόλου. Περνά από του κόσμου τα στάδια ο χαρακτήρας της κι εκείνη τον έχει μεταβάλει σε άνθρωπο. Παίζει σαν να μην παίζει. Εχει γίνει η ηρωίδα , χωρίς όμως αυτό να δηλώνεται με υποπαίξιμο-πως θα μπορούσε άλλωστε; Το ΣΕΝΑΡΙΟ γίνεται ΡΟΛΟΣ κι ο ρόλος ΗΘΟΠΟΙΑ. ΚΙ η ηθοποιία επιβάλει στην οθόνη την Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη ως grande ερμηνεύτρια .Κι ο λόγος της και τα κοντινά πλάνα της (ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΑΝΤΖΑΝΑΣ στη φωτογραφία- τι δύσκολο πράγμα που είναι η φωτογραφία σε ένα τέτοιο έργο όπου καλείσαι να φωτίσεις διαμερίσματα και να βγάλεις ύφος σε μια καθημερινή ιστορία αλλά και να κάνεις τα σωστά close-up στην πρωταγωνίστρια-ερμηνεύτρια!)
Παράλληλα όμως- εξού κι επέμεινα εξ αρχής στο σενάριο- ο Δημητρίου γύρω από αυτή την ηρωίδα που έπλασε και της έφτιαξε αυτό το δίωρο έργο, έχει δημιουργήσει και μία σειρά «δορυφορικών» χαρακτήρων, άλλος με μεγαλύτερη διάρκεια ρόλου, άλλος με μικρότερη, που περιβάλλουν το κεντρικό πρόσωπο, κι είναι τόσο ωραίοι και πλήρεις οι ρόλοι οπότε βλέπουμε σειρά ωραιότατων ερμηνειών και στο πλαισίωμα της πρωταγωνίστριας. Πρώτος από όλους ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΚΚΙΑΣΜΕΝΟΣ, που κι αυτός με τη σειρά του, σε θέση σχεδόν παρτενέρ, έχει ένα χαρακτήρα που περνά από πολλά στάδια , όπως περνά και της κεντρικής ηρωίδας, από ζενίθ και ναδίρ, και γίνεται ο ρόλος, γίνεται ο χαρακτήρας, σε όλα τα στάδια από τα οποία περνά. Επίσης, η ΜΑΡΙΛΙΖ ΡΙΤΣΑΡΔΗ στο ρόλο της Αφρικανής που γνωρίζει κάποιο μυστικό ίασης, καθώς κι όλη η παρέα των Αφρικανών, συνθέτουν ένα τόσο αληθινό κόσμο, ώστε, όπως στην περίπτωση της συνεύρεσης Ανδρεαδάκη-Κοκκιασμένου θέλαμε να τους δούμε να πορεύονται μαζί, πριν μπουν τα «εμπόδια» από το σενάριο, άλλο τόσο με την Αφρικανή και τους γύρω της, ευχόμαστε να ενδώσει η ηρωίδα, να μυηθεί στον κόσμο τους, μπας και σωθεί. Επίσης, η ΛΟΥΚΙΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ στον ρόλο της που δεν είναι μεγάλος μα πολύ περιεκτικός, «δίνει» στο κοινό κάτι από τους υπαινιγμούς του σεναρίου ώστε να φτάσουμε στη σκηνή που ο ρόλος ολοκληρώνεται κι ηθοποιός αναδρομικά δικαιώνεται. Επίσης, και το κορίτσι που κάνει το πρεζόνι, την γκόμενα του Κοκκιασμένου, η ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ, έχει «γίνει» πρεζόνι που είναι αλλού για αλλού κι η σκηνή στο τραπέζι των γενεθλίων είναι ένα χάρμα ιδέσθαι , συντονιδμού ηθοποιίας τριών προσώπων, όπου περιεκτικότητα γραφής, μοντά ζ(που στη συνέχεια είδα ότι το έχει κάνει ο ίδιος ο σεναριογράφος-σκηνοθέτης αφού από την αρχή του σεναρίου βλέπουμε ενσωματωμένες εκεί μέσα τις λογικές του μοντάζ) και ηθοποιία κάνουν ΕΝΑ.
Μα την ηθοποιία, που ξεκινά από την σεναριακή περιεκτικότητα, τη βλέπουμε και σε πιο μικρές περιπτώσεις. Ο» γιατρός» φερειπείν του ΝΊΚΟΥ ΓΕΩΡΓΑΚΗ μου έκανε εντύπωση στο πόσο συντόνισε την ηθοποιία του, στο σύντομο ρόλο, με την ηθοποιία της Ανδρεαδάκη. Είναι τέλειος ο συντονισμός της υποκριτικής σε αυτή την ταινία. ΚΙ όλα αυτά επειδή υπάρχει σενάριο κι ο σεναριογράφος ξέρει να σκηνοθετήσει αυτό που θέλει να πει και να δείξει.