Η πρώτη ήττα ξεκινά από το περιβόητο 3D- system, στο οποίο πολλές φορές εναντιώθηκα ως και καλά ανακάλυψη, χάρη σε αυτό της μαγείας του κινηματογράφου. Κι επαναλάμβανα κουραστικά, όπως συνηθίζω για πράγματα που πιστεύω εις βάθος, ότι το σινεμά μαγεύει εδώ κι ένα αιώνα και κάτι, από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε σε μεγάλη οθόνη το πρώτο του καρέ. Κι ότι δεν περίμενε το 3D, που δεν ήταν δα και κάτι καινούργιο, για να αποκτήσει το σινεμά «μαγεία»
Τη ΜΑΓΕΙΑ το σινεμά την είχε κι επί βουβής περιόδου, κι επί μαυρόασπρης μονoπώλησης κι επί έγχρωμου κι επί σινεμασκόπ κι επί σινέραμα και…Vistavision-Panavision και όλα τα εις…. Vision. Κι επί 3D, φυσικά, ως ένα στοιχείο.
Όμως αυτή η εμμονή τα τελευταία χρόνια όπου για να μαγευτείς πρέπει να φορέσεις γυαλιά διαφορετικά δεν παίρνεις μεζέ από τη μαγεία, με έβρισκε ενάντιο
Και βέβαια, είχε πολύ να κάνει με το ότι ανέβαζαν τις τιμές των εισιτηρίων για την προβολή της «μαγείας» κι ο άλλος το σκεφτόταν διότι στην τελική η μαγεία , αν το έργο τη διέθετε, δεν χρειαζόταν μεγεθυντικούς φακούς.
Ετσι, φτάσαμε σε αυτό το φιλμ που όχι μόνο δεν προβλήθηκε ΠΟΥΘΕΝΑ στην Ελλάδα, από ό,τι πληροφορούμαι με αυτό το σύστημα, κι ας διαφημίζεται ως κάτι τέτοιο αλλά συνέβη και το άλλο: Να προβάλλεται σε σινεμά των δύο αιθουσών και να το έχουν «στριμώξει» στη μικρή αίθουσα κι όχι στη μεγάλη που όσο νάναι θα ήταν ο πιο φυσικός χώρος.
Οπότε, στη μικρή αίθουσα θα βλέπαμε το «πόσα απίδια βάζει ο σάκος»
Δηλαδή, η μαγεία από μόνη της χωρίς τη συνδρομή των επίκτητων μέσων, η μαγεία εκείνη που μπορούσε κι απλωνόταν στις φτωχικές, συνοικιακές αίθουσες από τις ταινίες «χλαμύδας» της Τσινετσιτά.
Ωστόσο έχω την υποψία, ότι η προβολή στην μικρή αίθουσα μπορεί και να γλύτωσε την ταινία από άλλες «απογοητεύσεις» διότι με τα τρισδιάστατα γυαλιά, τα οπτικά εφφέ ίσως φαίνονταν ακόμα πιο ψεύτικα από όσο φάνηκαν στη μικρή.
Καθότι είναι μια «υπερπαραγωγή» digital, που το ψηφιακό βγάζει μάτι , τα ανθρώπινα μιλιούνια δείχνουν από μακριά ότι έχουν αναπαραχθεί στα εργαστήρια, το δε εφφέ με τα τέρατα, που είναι και σαν γύψινα, δίνει τη χαριστική βολή.
Βέβαια, στο τελευταίο, δεν φταίει μόνο το ψηφιακό εφφέ, φταίει και το εφφε ως σεναριακό εύρημα που αποτελειώνει κάθε καλή προαίρεση. ΣΕΝΑΡΙΑΚΟ ΚΑΙ ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΟ είναι το ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΕΦΦΕ, αυτό είναι που κυρίως τα κάνει να φαίνονται τόσο ψεύτικα. Μονο αν τα απομονώσεις από την υπόλοιπη ταινία μπορείς να κάνεις συζήτηση επ’ αυτών, με τους καλλιτέχνες που τα δημιούργησαν.
Διότι εδώ δεν πήγαμε να δούμε ένα συνοικιακό της Τσινετσιτά αλλά ένα έπος του ΖΑΝΓΚ ΓΙΜΟΥ. Ενός σκηνοθέτη αξιοσέβαστου σε όλα τα επίπεδα, ο οποίος στο θεαματικό σινεμά έχει κάνει θαύματα ως γνώστης του σινεμά των ειδών, κυρίως με το ανεπανάληπτο «ΗΡΩΑΣ» ενώ την υπογραφή του την έχει κατακυρώσει με άλλου είδους έργα. Ως γνώστης, όμως, και γνήσιος κινηματογραφιστής έχει δώσει και σε αυτό το είδος τις εξετάσεις και τις έχει περάσει με άριστα.
Πως τον έμπλεξαν σε αυτή την ταινία ή πως πήγε και μπλέχτηκε ο ίδιος είναι λίγο της απορίας.
Η πλάκα είναι ότι οι auter-ιστές τον είχαν ψέξει όταν έκανε τα θεαματικά αριστουργήματα στην Κίνα τύπου «Ηρωας», πως έχει υποκύψει στο καθεστώς και στη λογοκρισία που τον ταλάνιζε στις άλλες ταινίες του κι αποφάσισε να το γυρίσει στα επικά παραμύθια και στα θεάματα. Και πολύ καλά έκανε αφού δεν μπορούσε να κάνει άλλες ταινίες. Εκείνοι τον κατηγορούσαν ως …. «φυγόμαχο» (εκ του ασφαλούς)
Όμως από το ένα σημείο ως το άλλο, υπάρχει μιά απόσταση. Κι ούτε είμαι εναντίον του Χόλυγουντ εξ απαρχής.
Με κάτι τέτοιες, όμως, περιπτώσεις αναρωτιέμαι ακόμα κι εγώ.
Κανένα «Σινικό Τείχος» επικών, ιστορικών διαστάσεων δεν είναι αυτό, ξαφνικά βλέπεις μέσα από τα digital και την κάμερα με τα συνεχή πανοραμικά πλάνα της (και την εξαίσια φωτογραφία-ούτε συζήτηση επ’ αυτού) τον… ΜΑΤ ΝΤΕΗΜΟΝ, κι ύστερα τον ΓΟΥΙΛΕΜ ΝΤΑΦΟ και μετά τον ΠΕΔΡΟ ΠΑΣΚΑΛ, που τον έχω ξεχωρίσει ως «μούρη» σε κάποιες σειρές που παρακολουθώ αποσπασματικά όπου τον έχει πάρει το μάτι μου και στην ταινία μου ήταν ο μόνος ανεκτός αλλά… Τι διάολο γύρευαν αυτοί οι «καυκάσιοι» σε ταινία που πήγα να δω για το «Σινικό Τείχος» την εποχή που κτιζόταν.
Βέβαια, μας λέει η ταινία στην αρχή πως πρόκειται για ένα από τους χιλιάδες μύθους που συνοδεύουν την κατασκευή αυτού του τεράστιου έργου-μνημείου που κτιζόταν επί 1700 χρόνια. Και λοιπόν;
Ενπάση περιπτώσει, δεν χρειαζόταν να ξοδέψω πολλή φαιά ουσία όπως θα έλεγε κι ο Ηρακλής Πουαρώ για όλο αυτό, ήταν ολοφάνερο πως επρόκειτο για παραγωγή του Χόλυγουντ στην οποία μπήκαν και Κινέζοι συμπαραγωγοί κι έκαναν μια εμπορική συμφωνία κι ανακάτεψαν τον Γιμού για να δώσει κύρος.
Για ερμηνείες δεν θα μιλήσω διότι δεν υπάρχουν ρόλοι ώστε να παίξει κάποιος κάτι. Ο καθένας επιστρατεύει το προσωπικό του charm κι ό,τι πετύχει στα κοντινά πλάνα είτε από χάρη σαν τον Ματ Ντέημον είτε από δραματική έκφραση σαν τον Νταφό είτε από πιό πονηρό βλέμμα σαν τον νεοαποκτηθέντα Χιλιανό, τον Πασκάλ που ανέφερα. Ειδικώς ο Ματ Ντέημον σε καμία άλλη ταινία δεν μου έδωσε την εντύπωση ότι βαριέται τόσο πολύ ένα ρόλο. Αφήστε που μεταξύ τους οι «καυκάσιοι» του Σινικού Τείχους ,μιλούσαν σαν αμερικανόπαιδα κάνοντας πλακίτσες.
Όχι, το τελευταίο δεν τους διέφυγε, είναι concept όλο αυτό, για να πουλήσει το έργο σε σημερινά παιδιά της Κίνας, των ΗΠΑ κι αλλαχού.
Ειλικρινά μιλάω αν το είχα δει στα πολύ νεανικά μου, σε μια συνοικιακή αίθουσα ως ένα έργο της Τσινετσιά με τον… Κερκ Μόρις ή τον Στηβ Ρηβς, το πιθανότερο θα ήταν να μου είχε φανεί διαφορετικό και να το θυμόμουν μέχρι σήμερα όπως νοσταλγώ το «Ο Μασίστας στην αυλή του Τσάρου» που δεν τον βρίσκω για να το ξαναδώ.
Δεν πήγα όμως για κάτι τέτοιο. Πήγα με άλλες αξιώσεις. Πώς να το κάνουμε. Που σημαίνει πολύ απλά ότι δεν είναι έργο αξιώσεων ούτε του είδους.
Τα κοστούμια (μαζί με τη φωτογραφία) ήταν ίσως το μόνο που βρισκόταν στην περιοχή της Τέχνης τόσο αισθητικά όσο και σκηνοθετικά, μέσα στο «πνεύμα». Μόνο που αναζητείτο το πνεύμα.
Λυπήθηκα! Διότι είναι ήττα και του Ζανγκ Γιμού, πώς να το κάνουμε.. Καθότι δεν μου φάνηκε καν μεγάλη παραγωγή έτσι όπως εγώ τις εννοώ παρά μεγάλη παραγωγή στα πλαίσια των εργαστηρίων