Οπου το χειμώνα μέσω των torrents αιτιολογήθηκε πλήρως η αποτυχία της σε εισπράξεις και κριτικές, τώρα απλώς επιβεβαιώνεται αυτή η αποτυχία.
Κι η αποτυχία οφείλεται κυρίως στην απόλυτη ΣΕΝΑΡΙΑΚΗ ΣΥΓΧΥΣΗ που επικρατεί εκεί μέσα. Ούτε ο σκηνοθέτης φταίει, ο ΤΖΩΝ ΜΑΝΤΕΝ, που, χωρίς να είναι μεγάλος σκηνοθέτης κατορθώνει και φτιάχνει μια ατμόσφαιρα στην ταινία η οποία κυρίως εξυπηρετείται από τη φωτογραφία που είναι σύνθετη, πολυεπίπεδη και καθόλου «κοιτάτε πως φωτίζω» παρά εξυπηρετεί την ταινία και τους χρωματικούς όρους της σκηνογραφίας, ούτε οι ηθοποιοί φταίνε που κάνουν ό,τι μπορούν.
Αυτό που φταίει είναι 100 ο/ο το σενάριο. Ούτε το «λόμπυ» της δηλωμένης ως «λομπίστριας» ηρωίδας ξεκαθαρίζεται ποτέ επακριβώς παρά ένας μόνο και συγκεκριμένος στόχος, ούτε αυτό το πήγαινε- έλα προσώπων και δήθεν ελλειπτικών διαλόγων κατευθύνουν το έργο σε κάποιο λιμάνι.
Όταν μάλιστα αυτή την εποχή η τηλεόραση βρίθει ανάλογων πολιτικών θρίλερ, ας τα χαρακτηρίσουμε έτσι αν κι ο όρος άρχισε να πολυχρησιμοποιείται και να χάνει το μέτρο του, όπου αν μη τι άλλο απολαμβάνουμε σενάρια τόσο ελκυστικής πλοκής όσο και θαυμάσιων διαλόγων προπάντων, όμως, εξαιρετικών χαρακτήρων που δίνουν δυνατότητα σε ηθοποιούς γνωστούς να δικαιωθούν για την «καταφυγή» τους στην τηλεόραση ή σε άγνωστους (ηθοποιούς) να αναδειχτούν.
Εδώ, αντίθετα, χαντακώνονται κι οι άξιοι. Κυρίως η ΤΖΕΣΙΚΑ ΤΣΑΣΤΕΙΝ, η οποία αν επειγόντως δεν αλλάξει ατζέντη, θα πληρώσει άδικο τίμημα. Η καριέρα της δεν βαδίζει σωστά, γυρίζει πολλές ταινίες που τη φθείρουν διότι δεν είναι και καλές κι απορείς πως την χαντακώνουν έτσι αυτοί που την ανέλαβαν. Κι είναι κρίμα διότι πρόκειται και για ταλαντούχα ηθοποιό αλλά και για γυναίκα με προσωπικότητα και με κάποια σημαίνουσα παρουσία στην οθόνη αλλά καριέρα χωρίς ρόλους πόσο να φτουρίσει; Ακόμα αντλεί από την προσωπική της ακτινοβολία, από το μυστηριώδες βλέμμα της από τον τύπο της και στο μόνο στο οποίο παραμένει τυχερή είναι στο πως την ντύνουν και στο πως την χτενίζουν ώστε να βγαίνει κλασάτη και να υπογραμμίζει τον τύπο της. Επιπλέον, έχει και την ατυχία, κάτι που δεν έχουν προσέξει οι ατζέντηδες της ή αν το έχουν προσέξει του δίνουν λάθος… αντιβιοτικό, να θυμίζει αρκετά την Κέητ Μπλάνσετ σε ευγένεια και σε στυλ, κι η Μπλάνσετ είναι νέα ακόμα ώστε να χάνει τους καλούς ρόλους από μια …νεώτερη.
Αν για κάτι θα άντεχε κανείς την ταινία, μαζί με την ωραία φωτογραφία φυσικά, θα ήταν για την Τσαστέιν και για το στυλ της. Μόνο που δεν είναι αρκετό. Επίσης, σπαταλημένοι πάνε κι οι supporting ηθοποιοί που την πλαισιώνουν , κυρίως ο ΜΑΡΚ ΣΤΡΟΝΓΚ αλλά κι ο ΜΑΪΚΛ ΣΤΟΥΛΜΠΑΡΓΚ, που με την προσωπικότητα τους δίνουν κάτι σε χάρτινους ρόλους, κερδίζουν οι ίδιοι την αναγνώριση αλλά η ταινία δεν σώζεται.
Μόνο για «Χρυσή Σφαίρα» θα μπορούσε να έχει υποψηφιότητα, όπως και είχε, αφού οι ατζέντηδες την έσπρωξαν όσο έπρεπε, κυρίως μετά την εισπρακτική αποτυχία και μέσα σε σύνολο δεκάδας. Σε αξιολογήσεις Ακαδημιών πώς να αναγνωριστούν ερμηνείες σε ρόλους ουσιαστικά ανύπαρκτους;
Οσο δε για το σπρώξιμο της ταινίας μετά την εκλογή Τραμπ, επειδή ο μόνος διασαφηνισμένος στόχος της λομπίστριας είναι η «ελεύθερη οπλοφορία» αλλά και το εμπόριο όπλων (γενικώς!), λίγο νιονιό να έχει κανείς, καταλαβαίνει πως το έργο δεν έχει να κάνει με τον Τραμπ αλλά με τους προκατόχους του. Αφού γυρίστηκε πριν κερδίσει τις εκλογές ο Τραμπ, που δεν ήταν και φαβορί ώστε να πεις πως «προέβλεπαν» κάτι επερχόμενο, το δε σενάριο είχε γραφτεί ακόμα πιο πριν.
Όταν ένα έργο μπάζει, δεν το σώζει καμιά πονηρή διαφήμιση ακόμα κι όταν καταφέρνει να εξαπατά, έστω και προς στιγμήν, ανθρώπους όχι χαζούς.
ΥΓ. Το γιατί η «Miss» έγινε «Κυρία» στον ελληνικό τίτλο και δεν παρέμεινε έστω «Μις» κι όχι «Δεσποινίς», μπορεί να απαντηθεί ότι δεν αποκλείεται να σκέφτηκε κάποιος ότι με το «Miss» θα νόμιζε το κοινό ότι πρόκειται για … Καλλιστεία. Εχω ακούσει στο παρελθόν παρόμοιες λολ ή…λωλο-θεωρίες σε τίτλους περί του τι (νομίζουν κάποιοι διανομείς ότι) καταλαβαίνει ή δεν καταλαβαίνει το ελληνικό κοινό.