Ετσι, στην περίπτωση της Μπιγκελόου, από την ώρα που έγινε team με τον Μπόαλ, είδαμε να χαράσσεται μια πορεία. Κι η πορεία αυτή ακουμπά, με τρεις ταινίες, που όλες συζητήθηκαν (ενδιάμεση το «ZERO DARK THIRTY»), στο σινεμά ντοκουμέντο, σε ένα σινεμά που βασίζεται στο ρεπορτάζ και που χωρίς να είναι ντοκυμαντέρ, ενδιαφέρεται για τη ρεαλιστική καταγραφή πολιτικο-κοινωνικών γεγονότων. Η δραματοποίηση έρχεται μόνο ως υποβολιμαία , κύριος στόχος είναι το ίδιο το ντοκουμέντο που, όμως, όπως δείχνουν οι ταινίες, δεν το θέλει καθεαυτού ντοκυμαντέρ.
Κι έτσι φτάνουμε στο φετινό «DETROIT» στο οποίο η Μπιγκελόου κερδίζει και κάποιους πόντους ως σκηνοθέτης έναντι του «παρόχου πληροφοριών» Μπόαλ, ο οποίος της έχει παραδώσει ένα σενάριο ανοικονόμητο και πρέπει η ίδια να το κάνει να λειτουργήσει κινηματογραφικά.
Πριν φτάσουμε στο ανοικονόμητο του πράγματος (που επισημοποιείται κι από τη διάρκεια , περίπου 140 λεπτά –πολύς ο χρόνος!) ας ξεκινήσουμε εργοκεντρικά ως προς το ίδιο το υλικό, ως προς το θέμα.
Θέμα της ταινίας είναι η εξέγερση των μαύρων πολιτών του Ντητρόιτ των ΗΠΑ το 1967.Καταρχάς, να δώσω για μια ακόμα φορά συγχαρητήρια στον αμερικανικό τρόπο γραφής, που σε όλα τα έργα τα οποία πραγματεύονται ιστορικό γεγονός, μας κάνει ένα σύντομο κατατοπιστικό πρόλογο. Κάτι που δυστυχώς δεν συμβαίνει στα ευρωπαικά και ειδικά σε κάποια φιλμ πιο σύγχρονα, κυρίως από χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, αδυνατούμε να καταλάβουμε τους συσχετισμούς κατά την εκτύλιξη του σεναρίου, τα γράφουν σαν να απευθύνονται αποκλειστικά στους δικούς τους και μόνο. Στην Αμερική αντίθετα, διδάσκεται το θέμα του κατατοπιστικού προλόγου, το οποίο είναι διδαχή της αρχαίας τραγωδίας: Σε όλα τα δράματα τους , οι αρχαίοι τραγικοί μας, ξεκινούν με ένα κατατοπιστικό πρόλογο- παρόλο ότι τα έργα τους βασίζονται σε μύθους ως επί το πλείστον γνωστούς. Όμως ο θεατής πρέπει να μπαίνει απευθείας στο νόημα ώστε να μπορεί στη συνέχεια να απολαμβάνει το δράμα.
Στο «DETROIT» λοιπόν πραγματικά υπάρχει ένας εκπληκτικά στημένος κατατοπιστικός πρόλογος για τους μαύρους σκλάβους στις ΗΠΑ, για το πώς τους διοχέτευσαν στις Πολιτείες με τη βιομηχανική επανάσταση, για το πώς τους είχαν απομονωμένους, για το πώς αναπτύχθηκαν σε γκέτο, για το πώς κάποια στιγμή στη δεκαετία του 60 που φύσηξαν νέοι άνεμοι, εξεγέρθηκαν. Και μας φτάνει στο Ντητρόιτ και στο τι ακριβώς «παιζόταν» εκεί με τους μαύρους που ακόμα δεν καλούντο επισήμως Αφροαμερικανοί… Μα και σε άλλες Πολιτείες όπου είχαν ξεκινήσει εξεγέρσεις των έγχρωμων πληθυσμών.
Αυτό λοιπόν το καλό γίνεται και παγίδα της ταινίας παρακάτω κι εδώ ξαναπιάνουμε το θέμα της. Στο ότι μετά από ένα τέτοιο πρόλογο περιμένεις μια τοιχογραφία για τους μαύρους του Ντητρόιτ και για το πώς έγινε εκείνη η εξέγερση. Το περιστατικό, όμως, με το οποίο καταπιάνεται και το οποίο πιθανόν να είναι κι αυτό που πυροδότησε την έκρηξη, δεν εξελίσσεται, κινηματογραφικά τουλάχιστον ως κάτι το τόσο συγκλονιστικό ώστε να έπρεπε να γίνει και ταινία με αυτό τον ντοκυμενταρίστικο τρόπο. Βεβαίως κι υπάρχει σενάριο, βεβαίως και δραματοποιούνται πράγματα, βεβαίως, όμως, κι αν καθίσει κανείς μέχρι τους τίτλους του τέλους και δεν φύγει βιαστικά από το σινεμά, θα διαπιστώσει πως υπάρχει μια θολούρα στο τοπίο. Ότι σχεδόν τίποτε από όσα δηλώθηκαν δεν έγινε απολύτως παραδεκτό κι όλα έμειναν μετέωρα, εξού κι όπως λέει ο επίλογος, χρειάστηκε να παρέμβουν μυθοποιητικά.
Αρα, αυτή η πρωτογενής αντίδραση του οργανισμού, το ότι αυτό που βλέπω έχει μια δύναμη αλλά ταυτόχρονα κι ένα ένστικτο πως δεν υπάρχει κάτι το μεγάλο εκεί μέσα, έρχονται και κουμπώνουν..
Κατανοώ, ότι υπάρχουν παραλληλισμοί με το σήμερα, όπου λευκοί αστυνομικοί εξακολουθουν να πυροβολούν αναιτίως ή και να κακομεταχειρίζονται μαύρους ή και να τους εκτελούν εν ψυχρώ κι αυτή είναι η μόνη σοβαρή δικαιολογία που μπορώ να βρώ για τα γεγονότα του Ντητρόιτ του 1967 όταν λευκοί αστυνομικοί πυροβόλησαν μαύρους και σε τρεις μέρες η κατάσταση είχε βρεθεί εκτός ελέγχου. Τότε..Το 1967..Οπου στην Αμερική έχουν συμβεί τέτοιες εξεγέρσεις πολύ πιο δυναμικές, πολύ πιο καθοριστικές ιστορικά, που πολλές από αυτές τις έχουμε δει και στο σινεμά.. άρα, όσο περνά η ώρα, το «Detroit:μια οργισμένη πόλη», σε κάνει να αισθάνεσαι ότι βλέπεις ένα περιστατικό. Αυτά επειδή του δίνονται διαστάσεις ιστορικής αποκάλυψης. Διότι αν είχε γραφτεί ανθρωποκεντρικό σενάριο με ήρωα έναν που έζησε στο Ντητρόιτ του 1967 το προσωπικό του δράμα, θα μιλάγαμε αλλιώς. Βέβαια, δεν έχουμε δικαίωμα να προχωρήσουμε συζήτηση προς αυτή την κατεύθυνση διότι οι στόχοι της ταινίας είναι ξεκάθαροι κι η Μπιγκελόου με τον Μπόαλ και τους συνεργάτες τους μας κάλεσαν στο σινεμά να δούμε τη δική τους ταινία κι όχι ο καθένας μας τη δική του.
Στη δική τους ταινία λοιπόν που είδα, ξεκίνησα κι έμεινα ως το τέλος με την παραπάνω περιγραφείσα επιφύλαξη, η οποία με έκανε να αισθάνομαι και τη διάρκεια της ταινίας πιο έντονα .
Κινηματογραφικά όμως η ταινία και με παρέσυρε, με πήρε μαζί της, θαύμασα αυτό το στυλ της ντοκυμενταροποίησης , είδα την Μπιγκελόου κάτοχος του είδους της , η οποία αν και «πνιγόταν» σε ένα υλικό-ποτάμι, που επαναλαμβανόταν, εκείνη θυσίαζε πράγματα του σεναρίου προκειμένου όλο αυτό να μπορέσει να το λειτουργήσει κινηματογραφικά, την είδα σκηνοθετικά να το πετυχαίνει σε άψογη συνεργασία με τον διευθυντή φωτογραφίας ο οποίος με «τρεμάμενη» κάμερα ενίοτε και με φωτισμούς ρεαλιστικούς της απέδωσε το ντοκουμέντο που τόσο ποθούσε η σκηνοθέτης… Φυσικά και το μοντάζ μαζί της να καταφέρνει να κρατάει την ένταση με τα σύντομα πλάνα της «δημοσιογραφικής» κάμερας αλλά να μην μπορεί και να σώσει στα αναπόφευκτα χρονικά τραβήγματα μα ωστόσο όπως και στο «Moonlight» έτσι κι εδώ είδα μια πολύ καλή συνεργασία φωτογράφου και μοντέρ, κι επίσης, για να επανέλθω στον διευθυντή φωτογραφίας και να κλείσω, με την «τρεμάμενη» κάμερα του, που θύμιζε και «κάμερα στο χέρι» της πέτυχε της Μπιγκελόου απίθανα close -up (γκρό πλάνα που λέμε, πλάνα προσώπων) ώστε και να «ανθρωποκεντρίζει» χωρίς να χάνει την ταυτότητα του δραματικού ντοκουμέντου.