Ως ευχάριστη έκπληξη μου ερχόταν αυτή η ταινία, βρετανικής παραγωγής, όπως εξελισσόταν. Εκείνο το είδος του αφηγηματικού κινηματογράφου, που το κάνουν καλά κι οι Αμερικάνοι όταν δεν παρεκτρέπονται, και το κάνουν πολύ καλά κι οι Εγγλέζοι, κυρίως όταν υπάρχει Ιστορική βάση από κάτω. Σε τούτο υπάρχει αυτή η βάση αλλά για τον θεατή που πήγε στο σινεμά χωρίς προηγουμένως να έχει κατεβάσει τόνους ενημέρωσης για το φιλμ, διαπιστώνεται αργά.
Κι όταν διαπιστώνεται, αποκτά ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα, διότι «εξιτάρει» το ίδιο το σενάριο ότι επρόκειτο για αληθινό γεγονός τελικά, αλλά και κάπου μαγκώνει όταν πέφτουν οι κατατοπιστικές πληροφορίες στους τίτλους φινάλε- δίκην επιλόγου.
Παρακολουθούμε μια φυλετική ερωτική ιστορία που διαδραματίζεται στο Λονδίνο του 1947 και στη συνέχεια μεταφέρεται στην ευρύτερη Νότιο Αφρική.
Η ιστορία την οποία βλέπουμε είναι καμωμένη με τους κανόνες του παραμυθιού, με ήρωα ένα Αφρικανό φοιτητή στο μεταπολεμικό Λονδίνο, ο οποίος ερωτεύεται μια Βρετανή κατάλευκη, μια απλή υπάλληλο, και της αποκαλύπτει ότι είναι ο διάδοχος του θρόνου στην Μπετσουαναλάνδη κι ότι ετοιμάζεται να καθίσει στο θρόνο, ότι ήρθε η ώρα του να γίνει βασιλιάς. Κι ότι δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτήν… .ο έρωτας έχει για τα καλά φουντώσει κι από τις δύο μεριές, μα οι Βρετανοί από τη μια μαζί με τους Λευκούς Νοτιοαφρικάνους του «απαρτχάιντ» αλλά κι οι Αφρικανοί μαύροι από την άλλη, πέφτουν πάνω σε αυτό τον δεσμό να τον ξεσκίσουν, να τον εμποδίσουν να γίνει γάμος , από πού κι ως που μια λευκή Βρετανή να είναι βασίλισσα των μαύρων στην Αφρική κι από πού κι ως πού μια κάτασπρη Αγγλιδούλα να ερωτευθεί και να παντρευτεί…. Αράπη.
Το φιλμ δομείται όπως τα παραμύθια , ένας βασιλιάς αγάπησε κοπέλα και την έκανε βασίλισσα, αντιξοότητες παντού κι η δύναμη της αγάπης που θριαμβεύει συνθέτουν το υλικό.
Όμως, το σενάριο ενώ ακολουθεί αυτή την διαδρομή, στήνει ως πλαίσιο την ίδια την Ιστορία, το περιβάλλον γίνεται ρεαλιστικό αλλά και καλλιγραφημένο ως περιβάλλον αισθηματικού, ιστορικού έπους, τα πρόσωπα του δράματος, όχι μόνο οι πρωταγωνιστές αλλά κι εκείνοι που τους πλαισιώνουν , σκαλίζονται κι εμβαθύνονται ως χαρακτήρες ακόμα κι όταν αποκτούν χαρακτηριστικά μονοσήμαντου, ότι πρέπει σε όλο το έργο να είναι καλοί και κυνηγημένοι, ακόμα και τότε όμως δουλεύονται από τους συντελεστές ως κανονικοί χαρακτήρες.
Και με την κινηματογραφική καλλιέπεια των Βρετανών στα έργα αυτού του είδους απολαμβάνουμε ωραία σκηνοθεσία κι ένα μάθημα του πως σκηνοθετείται μια αφηγηματική ταινία όπου η σκηνοθέτης ΑΜΜΑ ΑΣΑΝΤΕ δείχνει να το κατέχει το είδος, πόσο ωραία κλιμακώνει τη δράση και την αφήγηση, πόσο ωραία τα έχουν γράψει στο σενάριο ώστε να συμβεί αυτό- πραγματικά καθόμουν και χάζευα τα «εμπόδια» που έβαζαν οι σεναριογράφοι στους ήρωες προκειμένου να φτάσουν στο φινάλε που θα δούμε το οποίο και δεν γνώριζα ποιο θα είναι κατά την εκτύλιξη του φιλμ.
Όπως μου έκανε εντύπωση κι η φωτογραφία ως περιποίηση ταινίας με τους υπέροχους, δουλεμένους στη λεπτομέρεια φωτισμούς, που έφτιαχναν μονίμως και διαρκώς ατμόσφαιρα (ο διευθυντής φωτογραφίας ΣΑΜ ΜΑΚΚΕΡΝΤΥ είναι ο φωτογράφος του «Gamesofthrones») και φτιάχνει εντυπωσιακά φωτιστικά επίπεδα προπάντων όταν φωτίζει εσωτερικούς χώρους)…. Με άλλα λόγια, ωραίος κινηματογράφος.
Και φτάνουμε στο ερμηνευτικό όπου ναι μεν ο ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΟΓΙΕΛΟΒΟ είναι ό,τι πρέπει για το ρόλο του Αφρικανού και ταπεινού διαδόχου του αφρικανικού θρόνου αλλά τους πολλούς επαίνους τους έχω για την ΡΟΖΑΜΟΥΝΤ ΠΑΫΚ. Η οποία εδώ αποδεικνύει ευρύτητα γκάμας λίαν αξιοσημείωτης. Κι ανεβάζει κι άλλο την εκτίμηση προς το πρόσωπο της και της ερμηνεία της στο «ΚΟΡΙΤΣΙ ΠΟΥ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΕ» για το οποίο είχε προταθεί για το Οσκαρ, όπου τώρα μπορούμε να δούμε ακόμα πιο βαθιά το επίτευγμα της ως μοιραία κι αινιγματική αλλά κι ασαφής γκόμενα. Μια και στο «ΕΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ» παίζει έναν απολύτως κι εντελώς διαφορετικό ρόλο, ο οποίος ακόμα κι αν δεν είναι τόσο δύσκολος όσο ήταν στο «Κορίτσι…», είναι ρόλος που επιτρέπει ανάπτυξη γκάμας και διεύρυνση ερμηνευτικής σκάλας. Είναι υπέροχη η Πάυκ σε αυτό, κι επιπλέον είναι κι επιβλητική κι ως παρουσία, χώρια ότι μου θυμίζει μια αγαπημένη από το παλιό σινεμά, την ΕΛΗΝΟΡ ΠΑΡΚΕΡ….
Όλα λοιπόν κυλούν υπέροχα. Και μας ιντριγκάρουν καθώς έχουμε μπει στα μισά του δεύτερου μέρους κι έχουμε συνειδητοποιήσει ότι το παραμύθι δεν είναι και τόσο παραμύθι, ότι πρόκειται για ιστορικό γεγονός. Όταν όμως στο φινάλε αρχίζουν και πέφτουν οι πληροφορίες για την ιστορία της Μπετσουαλάνδης, της εξέλιξης της σε Μποτσουάνα, τους ύμνους για τη βασική οικογένεια και τα δύο συγκεκριμένα πρόσωπα καθώς και για τους διαδόχους του θρόνου που είναι χρηστοί και νοικοκύρηδες και λοιπά, εκεί κάπου, ας μου επιτραπεί η έκφραση, ξενερώνουμε.. Ξαφνικά όλο αυτό που παρακολουθήσαμε μας φαίνεσαι σαν να έγινε κατόπιν παραγγελίας της βασιλικής αφρικανικής οικογένειας (όταν λέμε «βασιλιάδες» εννοούμε βασιλιάδες φυλής) ε, κι εκεί, το «έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», αν το ψάξομε πολύ, μας παραπέμπει αλλού…..
Γενικώς υπάρχει πρόβλημα με τα βιογραφικά έργα όταν το βιογραφούμενο πρόσωπο βρίσκεται εν ζωή είτε κάποιος συγγενής που κατέχει τα δικαιώματα , τα παραδίδει , τα πουλάει κι εποπτεύει… Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για φυλετικό και συνάμα βασιλικό, ρομάντσο.