Και να σκεφτεί κανείς ότι ξεκινά φανταστικά. Νορβηγοί επιστήμονες έχουν ανακαλύψει ένα τρόπο να σμικρύνουν τους ανθρώπους σε ύψος των 12 πόντων και με αυτό τον τρόπο να εξοικονομηθεί ενέργεια για την προστασία του περιβάλλοντος αλλά να βρεθούν και λύσεις στην παγκόσμια οικονομική κατάσταση μολονότι και σε αυτή την περίπτωση εποφθαλμιούν οι «μεγαλοκαρχαρίες», οι «ασεβείς» κι οι «πονηροί» που θα προσπαθήσουν και πάλι να εκμεταλλευτούν το νέο «πλούτο» που α δημιουργηθεί.
Η επιστημονική ανακάλυψη όλο κι εξαπλώνεται, όλο και περισσότερος κόσμος υπακούει στα κελεύσματα της και θέλει να περάσει από το στάδιο της σμίκρυνσης και να ζήσει πλέον σε άλλες συνθήκες, μια άλλη ζωή…
Ο κεντρικός ήρωας που τον υποδύεται ο ΜΑΤ ΝΤΕΗΜΟΝ είναι θεραπευτής που ενδίδει, με πλήρη στοιχεία για το χώρο του, τη ζωή του , την κατάσταση του διότι ο Πέιν ακόμα και στην αποτυχία, παραμένει καλός σεναριογράφος και ξέρει να οικοδομεί σενάριο κι έργο , και πείθει την κοπέλα του να πάνε μαζί για συρρίκνωση. Εκείνη, όμως, την ώρα της κρίσεως παθαίνει πανικό και τον εγκαταλείπει γυρίζοντας στον κανονικό κόσμο.
ΟΚ. Ως εδώ πάμε καλά. Το σενάριο δείχνει να διαθέτει και χιούμορ και φαντασία και γνώση από τον άνθρωπο, κι η σκηνοθεσία που πηγάζει μέσα από το ίδιο το σενάριο, όπως συμβαίνει στα έργα των σκηνοθετών-σεναριογράφων (αν κι ο Πέιν, σεβόμενος την τέχνη του, στο σενάριο συνηθίζει να χρησιμοποιεί συνεργάτη, τον ΤΖΙΜ ΤΕΪΛΟΡ) αναδεικνύει όλες τις πτυχές και μάλιστα μεταφέρει το σεναριακό εύρημα και στη σκηνογραφική διεύθυνση που γίνεται η βασική συνεργάτης στο πρώτο μέρος-μετά κάπως εξαντλείται κι αυτή , εξαιτίας της εξάντλησης του σεναρίου. Διότι η σκηνογραφική διεύθυνση έχει στήσει αυτό τον κόσμο της συρρίκνωσης μέσα από εξυπνότατα ευρήματα και ιδέες, αν και όπως είπαμε, πηγάζουν από το σενάριο.
Φτάνουμε, όμως, στη μέση του έργου και το φιλμ αρχίζει να παρουσιάζει σημάδια μπλοκαρίσματος. Σαν να φτάνουν σε αδιέξοδο οι σεναριακές ιδέες, σαν να μην έχει εξέλιξη όλο αυτό το πράγμα παρά μόνο ένα εύρημα διαφορετικότητας. Διότι αυτά τα μεγαλόσχημα που θέλει να πει, να σατιρίσει ή και να καταγγείλει ακόμα, πέφτουν στις παγίδες που τα ίδια έστησαν και σε κάποιες λεπτομέρειες που αρχίζουν να μη μας πείθουν – κι αναφέρομαι στα πλαίσια της φαντασίας και του ίδιου του σεναριακού ευρήματος κι όχι της καθημερινής ζωής όπως συνηθίζουν να μπερδεύουν τα πράγματα κάποιοι εν γένει ανόητοι.
Στη μέση ακριβώς του έργου, έχουμε συνειδητοποιήσει ότι κάπου κόλλησε, κάπου υπάρχει αδιέξοδο. Εναποθέτουμε, όμως, τις ελπίδες, λόγω εμπιστοσύνης στον γνώστη Αλεξάντερ Πέιν ότι κάτι που μας πέταξε στο πρώτο μέρος περί μιάς Βιετναμέζας που συρρικνώθηκε βίαια από το πολιτικό καθεστώς, κάπου θα χρησιμοποιηθεί στο δεύτερο μέρος κι εκεί κάτι θα γίνει.
Και πράγματι η Βιετναμέζα εμφανίζεται με το που ξεκινά το δεύτερο μέρος. Διότι, ξέχασα να σας πω, ότι ένα άλλο πρόσωπο που εισήχθη στο σενάριο στα μισά και κάτι του πρώτου μέρους, ένας απατεώνας Βαλκάνιος που ετοιμάζεται να επωφεληθεί από τη νέα τάξη συρρικνωμένων πραγμάτων, και τον παίζει ο ΚΡΙΣΤΟΦ ΓΟΥΟΛΤΣ (που για την ώρα αποδίδει μεγίστως μόνο στον Ταραντίνο) δεν μας έχει πάει και τόσο δυνατά, διότι ναι μεν βάζει το θέμα της εκμετάλλευσης αυτής της επαναστατικής αλλαγής από τους γνωστούς και μη εξαιρετέους επιτήδειους αλλά σαν να κολλάει κι αυτό.
Κι εμφανίζεται η Βιετναμέζα, η οποία πράγματι σηκώνει το φιλμ στο δεύτερο μέρος αλλά σε τι; Στο ότι ένα σεναριακό-και πάλι- εύρημα λειτούργησε κινηματογραφικά ως ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ επίτευγμα και μας αποκάλυψε την Ασιάτισσα (Ταϋλανδή, για την ακρίβεια) ΧΟΝΓΚ ΤΣΑΟΥ την οποία μπορεί να δούμε και στα Οσκαρ ως υποψήφια β΄ ρόλου. Είναι δυναμική, είναι ευαίσθητη, είναι αλλιώτικη. Και με αυτήν το έργο αποκτά «κάτι». Δυστυχώς, όμως, το αδιέξοδο στη συνολική εκτέλεση της αρχικής σύλληψης του Πέιν, εγκλωβίζεται ακόμα και με το εύρημα της Βιετναμέζας. Η κατάληξη είναι ασήμαντη, παντελώς ασήμαντη, δείχνει ολοφάνερα πως το ευρηματικό σχέδιο δεν μπορούσε να καταλήξει κάπου, ότι τον είχε προδώσει τον Πέιν.