Το τελευταίο σηκώνει πολλή συζήτηση, σηκώνει και κατανόηση, σηκώνει, όμως, και κριτική.
Σηκώνει κατανόηση ως προς τη μεριά των fan διότι αυτοί πηγαίνουν να δουν τη «συνέχεια» ή μια ακόμα ιστορία ενός project, που τους συνεπήρε. Το «καλό» και το «κακό», στην περίπτωση των fan δεν διαχωρίζονται με αντικειμενικά κριτήρια εξ αποστάσεως. Οπότε, στο «Tomb Raider» μπορώ να καταλάβω πως δεν τους συνεπήρε.
Σηκώνει, όμως, και πολλή συζήτηση όλο αυτό διότι έτσι οι ίδιοι οι fan απαγορεύουν με αυτές τις εκδηλώσεις την όποια ανανέωση ενός είδους που αγαπούν ή επιθυμούν, το θέλουν να επαναλαμβάνεται ίδιο κι απαράλλακτο μέχρι να το βαρεθούν και μετά να φερθούν με τη σκληρότητα με την οποία ξέρει να φέρεται το κοινό απέναντι σε κάτι που κάποτε αγάπησε και στη συνέχεια βαρέθηκε.
Υπάρχει, όμως, κι ένας άλλος «πόλος», δεν ξέρω αν είναι τρίτος ή τέταρτος, είναι όμως αυτός που μπορεί και κοιτά αντικειμενικά μια ταινία, αντικειμενικά όσο γίνεται, αφήνεται στην ταινία και μετά κάνει την κριτική του.
Αν η κριτική γίνεται πάνω στο είναι δεν είναι καλή η ταινία ή αν γίνεται πάνω στο αν μοιάζει ή δεν μοιάζει με τις «Λάρα Κροφτ» τις προηγούμενες.
Με βάση τις άλλες «Λάρα Κροφτ» η ταινία δεν μοιάζει καθόλου. Θα μπορούσε μάλιστα η ηρωίδα να μην φέρει καν το ίδιο όνομα. Α, τότε θα αντιμετωπιζόταν διαφορετικά. Βέβαια θα ήταν ένα ρίσκο για την παραγωγή, θα ήταν σαν να λάνσαραν καινούργια ηρωίδα με αβέβαια αποτελέσματα. Ενώ τώρα είχαν έτοιμη τη «Λαρα Κροφτ» ως brand name,είπαν να λανσάρουν πάνω της άλλη πρωταγωνίστρια, εντελώς διαφορετική από εκείνη που έπαιζε τα προηγούμενα, και να το δουν όλο κάπως διαφορετικά. Κάπως πιο έξω από το video game, κάπως πιο κοντά σε μια ευφάνταστη κινηματογραφική περιπέτεια που θα δανειζόταν περισσότερα στοιχεία από τον «Ιντιάνα Τζόουνς» παρά από την «Λάρα Κροφτ» του παρελθόντος.
Τι εξετάζουμε λοιπόν; Το αν είδαμε μια ευχάριστη περιπέτεια του είδους ή ένα πλησίον αντίγραφο;
Ως ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΟΣ θα σταθώ στο αποτέλεσμα, σε αυτό που είδα στην οθόνη, σε αυτό που μου έφτιαξαν οι δημιουργοί της ταινίας. Κι αυτό που είδα ήταν μια πολύ ευχάριστη ταινία ξεκούρασης , εντελώς διαφορετικά κοιταγμένη από τα προηγούμενα φιλμ.
Η Λάρα Κροφτ, με τη μορφή της ΑΛΙΣΙΑ ΒΙΚΑΝΤΕΡ γίνεται πιο «γήινη», πιο έφηβη, πιο κορίτσι από εκείνο το δυναμικό πλαστικό της Αντζελίνα Τζολί. Ο ΝΟΡΒΗΓΟΣ σκηνοθέτης ΡΟΑΡ ΟΥΤΧΑΟΥΓΚ σκηνοθέτησε την ΣΟΥΗΔΗ ηθοποιό ΑΛΙΣΙΑ ΒΙΚΑΝΤΕΡ (βλέπετε, κι αυτή την «αμερικανιά» ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ την έκαναν- ας σταματήσει κάποτε αυτή η ανόητη καραμέλα που δηλώνει απλώς άγνοια από μεριάς σχολιαζόντων) ως κορίτσι , ως ένα κορίτσι που τα φέρνει βόλτα δύσκολα και δεν μπορεί να πληρώσει ούτε τα έξοδα της, εργάζεται σε παρασιτικά επαγγέλματα για το ζην, και δεν έχει πειστεί ότι ο πατέρας της που εξαφανίστηκε πριν από κάποια χρόνια, έχει όντως πεθάνει. Και με μια σεναριακή αφορμή βρίσκεται να ταξιδεύει στον Ειρηνικό, στις επικίνδυνες θάλασσες μεταξύ Καλιφόρνιας και Ιαπωνίας για να ανακαλύψει το χαμένο μυστικό και τον χαμένο πατέρα. Θα βρεθεί σε ερημονήσι, όπου έχει στηθεί κανονική αποικία σκλάβων κι η …συνέχεια επί της οθόνης ενώ το μυστικό καραδοκεί μέσα σε «τύμβο» που έτσι κι ανοίξει θα γίνει της…. Πανδώρας.
Ναι, τη σκηνοθετεί ως κορίτσι σε περιπέτεια αλά «Ιντιάνα Τζόουνς» κι η Βικάντερ ανταποκρίνεται στο κορίτσι κι όχι στο πρότυπο της Τζολί, στο τελευταίο σχεδόν καθόλου. Η ταινία παρακολουθείται από ένα σημείο και μετά ως εξωτική περιπέτεια, σαν να ήταν «ΤΑ ΤΕΚΝΑ ΤΟΥ ΠΛΟΙΑΡΧΟΥ ΓΚΡΑΝΤ», κι επισημαίνω ότι το καινούργιο concept της όποιας ανανέωσης μπορεί να αρέσει σε φίλους του κινηματογράφου ευρύτερης γκάμας που αγαπούν τις «παραμυθωειδείς» περιπέτειες με το άλλοθι της συνοδείας πιτσιρίκου ή με το δικαίωμα στην ατομική ψυχαγωγία χωρίς να χρειάζονται άλλοθι κι όχι στους fan του προτύπου της Τζολί, που κάποιους μπορεί να τους εκνεύρισε.
Εδώ κρύβεται το μυστικό γύρω από την υποδοχή αυτής της ταινίας. Βλέπετε, το σινεμά δεν είναι μια εύκολη υπόθεση, έχει και ρίσκα και κανείς δεν μπορεί να ξέρει με βεβαιότητα πότε το κοινό είναι έτοιμο για να δεχτεί μια αλλαγή, μια ανανέωση σε ένα είδος που αγαπά, και πότε μένει «κολλημένο» σε κάτι το οποίο θέλει να βλέπει ρητώς επαναλαμβανόμενο.
Ο σκηνοθέτης είναι αυτός που είχε κάνει «ΤΟ ΚΥΜΑ» και πριν μιλήσει κανείς για «αμερικανιές» ας δει με ποια εχέγγυα τον προσκάλεσαν να ανανεώσει την «Λάρα Κροφτ». Και ξέρετε γιατί; Διότι, εκεί στις πανεπιστημιακές κινηματογραφικές σχολές της Ευρώπης, τους μαθαίνουν τα είδη. Κι είναι πρόκληση για ένα σκηνοθέτη μετά από ένα ντόπιο δικό του ψυχόδραμα, να βγει και να παίξει με ηλεκτρονικά και ψηφιακά αντικείμενα που του έμαθαν στην ανωτάτη σχολή κινηματογράφου, να δημιουργήσει σε ένα είδος, να πει ένα δικό του λόγο πάνω σε ένα δημοφιλές αντικείμενο, να κάνει τον κινηματογράφο που έμαθε. Εκεί, σε αυτές τις ανώτατες σχολές, τον κινηματογράφο δεν τον μαθαίνουν από τις κριτικές αλλά από τους δασκάλους των επιμέρους τομέων και από τους κανόνες του κάθε είδους.