Διότι η συγκεκριμένη ταινία είναι μια αποθέωση του είδους, όπου, όσο κι αν δεν φαίνεται σε εκείνους που δεν ξέρουν, έχει προηγηθεί βασανιστική δουλειά σε σενάριο (κι ας νομίζουν πολλοί ότι δεν υπάρχει σενάριο επειδή νομίζουν ότι το «σενάριο» ισχύει μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις) ώστε να συνυπάρξουν όλοι αυτοί οι ήρωες, να μπουν σε μια ιστορία κι ο καθένας από αυτούς να προλάβει να καταθέσει εκεί μέσα την ταυτότητα του αλλά και να υπάρξουν ομού στον κοινό σκοπό. Κι ο κοινός σκοπός αφορά αφενός στην ψυχαγωγία του θεατή που λατρεύει το είδος κι αφετέρου στην καθαρά περιεκτική στόχευση, στο να ενωθούν για την αντιμετώπιση του «κακού» που λέγεται «ΘΑΝΟΣ» (άκου τώρα…!) κι ο οποίος θέλει να αφανίσει τον πληθυσμό της Γης ή να τον μειώσει στο ελάχιστο διότι έτσι θεωρεί πως θα λυθεί το επισιτιστικό πρόβλημα.
Κι ο εν λόγω «Θάνος» δεν εμφανίζεται ως άνθρωπος κανονικός με ρούχα καθημερινά και σούρτα – φέρτα σε γραφεία αλλά βρίσκεται σε ένα «συμπαντικό» ή «γαλαξιακό» ντεκόρ με μακιγιάζ κι οπτικά εφφέ πάνω του, στη μορφή του, κάτι σαν πολεμιστής και λίγο από τέρας, που καθιστά αγνώριστο τον ΤΖΟΣ ΜΠΡΟΛΙΝ που τον υποδύεται. Και φυσικά κανείς δεν θα του δώσει credit ηθοποιίας έτσι όπως παίζει κάτω από το βάρος ενός φορτωμένου μακιγιάζ και με κοστούμι – πανοπλία γαλαξιακής αντίληψης διότι αυτοί οι ρόλοι δεν είναι για βράβευση. Όμως η δουλειά έχει γίνει, τόσο από τον ηθοποιό όσο κι από τους καλλιτέχνες του μακιγιάζ, των εφφέ, της ενδυματολογίας, που δούλεψαν πάνω του όσο κι από τους άλλους που του έφτιαξαν σκηνογραφικό πλαίσιο ή που φώτισαν ατμοσφαιρικά τους χώρους που κινείται, ώστε το παραμύθι-περιπέτεια να λειτουργεί και να φωτίζεται.
Από κει και πέρα, για την υπόθεση και για το πώς μπαίνουν οι υπερ-ήρωες εκδικητές στην ιστορία δεν είναι για να αναλυθεί σε αυτό το κείμενο παρά είναι για να το δουν οι θεατές και να το απολαύσουν. Ένα πράγμα που μου έκανε ξεχωριστή εντύπωση μια και δεν ανήκω ηλικιακά στο κοινό του ούτε κι ασχολούμαι, ΕΚΤΟΣ ΣΙΝΕΜΑ, με τα «κόμικς», είναι το πόσο λειτουργεί κωμικά το έργο, όπως διαπίστωσα στο ασφυκτικά γεμάτο πολυσινεμά. Το «μυημένο» κοινό γελούσε κάθε τόσο , κυρίως με ατάκες, οι οποίες σε ένα αμύητο δεν θα φαίνονταν καθόλου αστείες ή κωμικές , κι όμως οι θεατές θαρρείς και διάβαζαν μέσα από τις γραμμές κι έπιαναν το βαθύτερο «νόημα» που ήταν μια γενική διακωμώδηση. Κι επειδή οι ατάκες λέγονταν σε πολύ σοβαρό τόνο από τους ηθοποιούς, κατάλαβα την παρέμβαση της σκηνοθεσίας «που δεν φαίνεται» (κι επειδή πολλοί, και μάλιστα εύκολοι στους σχολιασμούς, δεν αντιλαμβάνονται τι ακριβώς είναι η σκηνοθεσία- στα ίδια μεσάνυχτα με το τι είναι σενάριο…) και τον τρόπο με τον οποίο, σε συνεργασία πάντα με τους σεναριογράφους, έστελναν το «μήνυμα» στο κοινό. Στους μυημένους. Οι οποίοι μυημένοι με τις αντιδράσεις τους, που ήταν κι οι πολλοί, παρέσυραν και τους αμύητους του είδους και της αίθουσας.
Α, όχι, δεν επιτρέπεται να διαχωρίζονται τα είδη σε «ανώτερα» και «κατώτερα» διότι το καθένα αποσκοπεί κι αλλού κι οι άνθρωποι που κάνουν και τα μεν και τα δε έχουν καταθέσει τον ίδιο μόχθο, την ίδια έμπνευση, την ίδια αγωνία, χώρια ότι σε πολλές περιπτώσεις, όπως στους «Εκδικητές» για παράδειγμα, οι σκηνοθέτες που το έκαναν ρίσκαραν πολύ περισσότερο ή κατέβαλαν μεγαλύτερη προσπάθεια, από κάποιους άλλους που δήλωσαν ότι ανήκουν σε «ανώτερο» είδος και με μία κάμερα κι ένα τριτοκοσμικό προυπολογισμό βρέθηκαν να δηλώνονται auteurs. Ενπάση περιπτώσει, το έχω ξαναπεί και θα το επαναλαμβάνω διαρκώς πως το κάθε έργο κρίνεται στο ΕΙΔΟΣ του και ΓΙΑ το είδος του!
Και στο κάτω - κάτω να μην ξεχνάμε πως κάποιοι όταν κάνουν σινεμά σκέφτονται το κοινό ενώ κάποιοι άλλοι ασχολούνται κι απασχολούνται μόνο με τον εαυτό τους. Κι αυτούς που κάθονται και παιδεύονται για να ψυχαγωγήσουν τις μάζες , δεν μπορώ να μην τους καταθέσω με τη σειρά μου τον ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΕΒΑΣΜΟ μου. Κι ας μην πρόκειται για το είδος πολλών εξ ημών. Όμως καλύπτουν συχνά πυκνά τις ανάγκες μας, κυρίως τις ανάγκες που είναι ειλικρινείς και δεν ντρέπονται να πουν το όνομα τους.
ΤΑ ΤΟΥ ΚΑΙΣΑΡΟΣ ΤΩ ΚΑΙΣΑΡΙ.
ΥΓ. Εννοείται πως στα παραπάνω περιλαμβάνω και τους ηθοποιούς για τους οποίους συνηθίζουμε να λέμε ελαφρά τη καρδία πως παίζουν «σε τέτοια» για να αμειφθούν αδρά αλλά , αν σκεφτεί κανείς πως ο καθένας εξ αυτών (για να μην αραδιάζω ονόματα) έχει φτιάξει κι ένα υπερήρωα των κόμικς και τον έχει κάνει δικό του, ε, τότε, καλύτερα να μαθαίνουμε πρώτα κι ύστερα να βγαίνει ο καθένας και να ρίχνει τον αφορισμό που του γεννά η ευκολία της άγνοιας.