Θα ξεκινήσω από το τελευταίο , επειδή το έχω δει και σε άλλους Ιταλούς να συμβαίνει λχ στον ΓΚΑΜΠΡΙΕΛΕ ΜΟΥΤΣΙΝΟ, που μάλιστα αυτός στην Αμερική σαν να έχει ρίξει άγκυρα. Δεν ξέρω αλλά παρατηρώ, κι αναφέρομαι σε αυτούς τους δύο που είναι συναισθηματικοί σκηνοθέτες και σεναριογράφοι, πως το ιταλικό τους συναίσθημα δεν μεταφέρεται αυτούσιο στην Αμερική ή καθοδόν νοθεύεται.
Δεν παριστάνω τον όψιμο αντι-Αμερικάνο, ούτε είμαι εναντίον του Χόλυγουντ, πιστεύω, όμως, στη ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΖΩΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ, που την διδάχτηκα πριν από πολλά χρόνια και την ασπάστηκα, ότι δηλαδή ένα πράγμα ή μια κατάσταση, που λειτουργεί σε ένα μέρος, δεν λειτουργεί και σε άλλο όταν μεταφυτεύεται. Το ίδιο ισχύει και γα καλλιτέχνες, ισχύει και για έργα. Όταν διδάχτηκα αυτή τη θεωρία συνειδητοποίησα πως κάποιος άλλος μου την είχε προείπει στο σινεμά κι επανεκτίμησα θεαματικά πιά, την ταινία στην οποία μου το είχε δείξει αλλά δεν ήταν έτοιμες ακόμα οι προσληπτικές κεραίες μου: Αναφέρομαι στον ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΥΙΟΥΕΛ και την «ΩΡΑΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ». Η ψυχρή ηρωίδα για να λειτουργήσει ερωτικά έπρεπε να μετακινηθεί σε πορνείο!!!
Με βάση λοιπόν αυτή τη θεωρία παρατηρώ στους συναισθηματικούς Ιταλούς ότι στη μεταφορά κάτι χαλάει. Χωρίς αυτό να σημαίνει, ΚΑΙ ΤΟ ΤΟΝΙΖΩ, πως το κοινό θα μείνει ασυγκίνητο από τους δύο υπερήλικες που κάνουν ένα ταξίδι φυγής από τα παιδιά τους κι από τις συμβάσεις τους, με ένα τροχόσπιτο, και θα επιχειρήσουν να διασχίσουν την Αμερική. Κι όταν μάλιστα το ζεύγος των υπερηλίκων ερμηνεύεται από την ΕΛΕΝ ΜΙΡΕΝ και τον ΝΤΟΝΑΛΝΤ ΣΑΔΕΡΛΑΝΤ, δύο εξαίρετους ηθοποιούς, η συμπάθεια ηρώων και ηλικιών είναι δεδομένη. Είναι γλυκύτατοι κι οι δυό κι επ’ αυτού δεν σηκώνει καμιά αντίρρηση η συζήτηση που θα τεθεί στο τραπέζι.
Το έργο, όμως, κακά τα ψέματα, είναι μονοκόμματο. Είναι όλα τόσο δεδομένα συμπαθητικά, τόσο δεδομένα συναισθηματικά που καταλήγουν δεδομένα γλυκερά επειδή δεν υπάρχουν συγκρούσεις κατά την εξέλιξη της ιστορίας που να δείχνουν πτυχές των χαρακτήρων. Ώστε να γίνεται το έργοπ ιό ενδιαφέρον. Συναντούν κατά τη διαδρομή τους διάφορα επεισοδιάκια που είναι κι αυτά συμπαθή κι είναι για να ανταποκριθούν στη συμπαθητικότητα των υπερηλίκων ενώ βλέπουμε να έχουν μείνει πίσω πανικοβλημένα τα παιδιά τους που τους αναζητούν καθώς κανείς από τους δύο δεν είναι καλά στην υγεία του.
Ξεχειλίζει λοιπόν με συναίσθημα το έργο αλλά είναι συναίσθημα πρωτοβάθμιο. Και πολύ μονογραμμικό. Που είναι εκείνα τα ιταλικά σενάρια του Πάολο Βιρτζί , στα οποία αναφέρθηκα πρωτύτερα;
Διότι, καλό είναι το συναίσθημα αλλά αν επαναλαμβάνεται καταντά και βαρετό. Κι ένα γλυκό μας φτιάχνει τη διάθεση αλλά αν φας πολλά λιγώνεσαι….
Σκεφτόμουν την «ΧΡΥΣΗ ΛΙΜΝΗ» καθώς τα έβλεπα κι έρχονταν ολοζώντανες μπροστά μου οι διαφορές τους. Κι εκείνο ως θέμα είχε τα γηρατειά αλλά με πόσα πράγματα δεν έπαιζε μέσα στο σενάριο, με πόσους ανοιχτούς λογαριασμούς, με πόσες συγκρούσεις, με ρίξεις και συμφιλιώσεις, οι οποίες είχαν να κάνουν με μία δραματική κορύφωση κι όχι με ένα σκέρτσο σαν κι εκείνο του καυγά της Μίρεν με τον ξεκούτη Σάδερλαντ στο νοσοκομείο…
Εξού κι έχουμε κι άλλες ερμηνείες. Η ΕΛΕΝ ΜΙΡΕΝ ΚΙ Ο ΝΤΑΝΑΛΝΤ ΣΑΔΕΡΛΑΝΤ έχουν όλα τα προσόντα για να έπαιρναν από ένα Οσκαρ ο καθένας σε μια δική τους «Χρυσή Λίμνη», αν έβγαινε έτσι το έργο του Βιρτζί. Όμως οι ρόλοι δεν έχουν σπουδαιότητα, δεν έχουν διακυμάνσεις, έχουν μόνο συμπαθητικότητα. Μπορεί το κοινό να συγκινηθεί από συμπάθεια κι από έμμεση αφύπνιση μιάς κάποιας, πιθανής ενοχής απέναντι σε δικούς του υπερήλικες και δι αυτού του τρόπου να αγαπηθεί από κάποιους το έργο αλλά από ότι βλέπω από τη διεθνή πορεία του δεν αγαπήθηκε τόσο, δεν έσπευσαν κατά μιλιούνια οι θεατές να το δουν όπως έτρεχαν για την ΚΑΘΡΙΝ ΧΕΠΜΠΟΡΝ με τον ΧΕΝΡΥ ΦΟΝΤΑ (άσε που εκείνοι είχαν από δίπλα και την Τζέην του Φόντα μια και στο έργο έπαιζε ρόλο κι η σχέση με την κόρη κι η μετάθεση ενδιαφέροντος σε μη αληθινό εγγονό καθώς κι η σχέση των δύο γυναικών αλλά και του αντρογύνου κλπ, κλπ)
Είναι ένα έργο καθαρά «σεντιμεντάλ», ως τέτοιο δεν το πετάς αλλά και δεν απογειώνεσαι ώστε να γίνεις ντελάλης του σε φίλους και γνωστούς. Κι οι λόγοι είναι οι παραπάνω.