Δεν είδα ένα αριστούργημα αλλά δεν πήγα και για τέτοιο. Είδα ένα αστυνομικό, το οποίο με κέντριζε για το τι ακριβώς έχει συμβεί και συνέχεια με μπέρδευε για το αν είναι ή δεν είναι ο δολοφόνος ο ΓΚΑΫ ΠΗΡΣ. Ο οποίος είναι καθηγητής της Φιλοσοφίας, παντρεμένος με παιδιά, που του αρέσουν όμως κι οι μαθήτριες και λοξοκοιτάζει προς αυτές και μία κοπελίτσα εξαφανίζεται μυστηριωδώς. Κι η σειρά των ερευνών, τις οποίες διεξάγει ο αστυνομικός ΠΗΡΣ ΜΠΡΟΣΝΑΝ φτάνει ως τον καθηγητή και συνεχώς μας κρατάει σε αγωνία, μπλέκοντας μας ενίοτε με την βεβαιότητα. Μάλιστα, στο καθαρά αστυνομικό κομμάτι βρήκα συγγένειες με το ιταλικό αστυνομικό φιλμ που είδαμε προ μηνών, «ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ», αλλά δεν προχωρώ σε περαιτέρω συγκρίσεις, πρώτον επειδή οι όποιος ομοιότητες αφορούν, όπως επισήμανα, το καθαρώς αστυνομικό μέρος, χωρίς όμως την κοινωνική αναφορά του ιταλικού ή τις ψυχολογικές παρατηρήσεις που εκεί κρατούσαν μεγάλο μέρος του μύθου, κι από την άλλη δεν είχα κανένα δικαίωμα να το κακίσω περί αυτών των ελλείψεων διότι οι συντελεστές του «Βασικού υπόπτου» ήθελαν να κάνουν δική τους ταινία που να είναι επικεντρωμένη στο μυστήριο κι όχι στο κοινωνικό. Κάποια στιγμή μάλιστα, κατά την εξέλιξη του μύθου, σκεφτόμαστε μήπως κι υπάρξουν συγγένειες και με το «ΑΘΩΟΣ ΜΕΧΡΙΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΣ ΤΟΥ ΕΝΑΝΤΙΟΥ» του ΑΛΑΝ ΤΖ.ΠΑΚΟΥΛΑ με τον ΧΑΡΙΣΟΝ ΦΟΡΝΤ.
Διάβολε, ας το ξεκαθαρίσουν κάποτε πως από ένα έργο δεν ζητάμε εκείνο που θέλαμε να δούμε εμείς αλλά βλέπουμε αυτό που το έργο μας δείχνει. Οσα σκεφτόμαστε εμείς οι θεατές είναι τα αποτελέσματα της παρακολούθησης κι οι ενδείξεις πως έχουμε μπει για τα καλά στην υπόθεση κι ο καθένας μας αρχίζει να σκέφτεται έργα που έχει δει στα οποία αναγνωρίζει ή νομίζει πως αναγνώρισε συγγένεια.
Αυτό που μας δείχνει ο «Βασικός ύποπτος» δεν έχει τίποτε το προσβλητικό ούτε το απολίτιστο, δεν έχει βέβαια και την ευφυΐα της γαλλικής «ΛΗΣΤΕΙΑΣ» ώστε να το κάνει ξεχωριστό. Όμως κι ένα μη ξεχωριστό μπορεί να καταλήγει στο «ικανοποιητικό» και να αφήνει την αίσθηση της επάρκειας.
Τώρα, το αν κάποιοι θεατές μπορεί να μην ικανοποιούνται με τη λύση και να ήθελαν ένα άλλο τέλος αυτό άπτεται του γούστου του καθενός. Του ποιόν θα προτιμούσε για δολοφόνο ο καθένας ή του τι προτίμησαν οι σεναριογράφοι ώστε να περιπλέξουν την υπόθεση. Είτε ο συγγραφέας του βιβλίου στο οποίο βασίζεται η υπόθεση είτε ο σεναρίστας του φιλμ με την παρέμβαση του. Δουλειά της κριτικής είναι όχι να συμφωνήσει ή να μη συμφωνήσει με το τέλος αλλά να ελέγξει και να εξετάσει αν η εξέλιξη κι η λύση είναι σεναριακώς συμβατές.
Το έργο ανήκει στο ψυχαγωγικό είδος, στη μέση ικανοποιητική αστυνομική ταινία, που προσφέρεται για θερινές, βραδινές εξορμήσεις, που ο νους με τη ζέστη ζητά κάτι πιο ανάλαφρο κι ένα αστυνομικό είναι από τα πιο «προσφερόμενα» είδη του κινηματογραφικού καλοκαιριού.
Ο «ΒΑΣΙΚΟΣ ΥΠΟΠΤΟΣ» είναι ένα τέτοιο, παίζεται και πολύ καλά, δίπλα στους δύο άνδρες σημειώνω και την ΜΙΝΙ ΝΤΡΑΪΒΕΡ, που είχα καιρό να τη δω σε ρόλο που να τη βγάζει μπροστά και τη βρήκα και καλοδιατηρημένη ενώ θα σημείωνα και τα δύο άγνωστα μου κορίτσια που παίζουν τις γκομενίτσες του καθηγητή. Το σενάριο δομεί σωστά την υπόθεση, τα flash-back δεν μας μπερδεύουν, υστερεί, όμως, λιγάκι στο λεγόμενο subplot, στην παράλληλη πλοκή με ήρωες από τα δευτερεύοντα πρόσωπα. Αυτό είναι το μόνο ελάττωμα που θα αναγνώριζα στην ταινία.
Κατά τα άλλα, είδα ένα ξεκούραστο, αστυνομικό, θερινό φιλμ, παραμονές εκκίνησης του ΜΟΥΝΤΙΑΛ 2018. Ένα έργο αστυνομικής ξεκούρασης που κινεί την περιέργεια, σταθερό ζητούμενο του αστυνομικού είδους.
Σκηνοθεσία: ΣΙΜΟΝ ΚΑΪΖΣΕΡ (Σουηδός , είναι και μοντέρ, είναι αυτά τα παιδιά που σας έχω πει ότι βγαίνουν καλοσπουδαγμένα από τις πανεπιστημιακές κινηματογραφικές σχολές τους, όπου σπουδάζουν τα είδη, γνωρίζουν καλά τους κανόνες της κινηματογραφικής αφήγησης και των ειδών ενώ οι αδαείς που ειρωνεύονται την ταινία μπορεί και να πουν για «αμερικανιά» του ΣΟΥΗΔΟΥ, ο οποίος έχει μάθει ΚΑΙ τη δουλειά, δουλεύοντας σε ανάλογα είδη στη ΣΟΥΗΔΙΚΗ τηλεόραση)