Η ταινία είναι ΟΥΓΓΑΡΕΖΙΚΗ, είναι παραγωγής του 1989, είχε υποβληθεί και για το ξενόγλωσσο ΟΣΚΑΡ τότε από την ΟΥΓΓΑΡΙΑ αλλά δεν είχε περάσει στην πεντάδα, όμως, η σκηνοθέτης που το έκανε επέμεινε, πάλεψε, ΕΜΑΘΕ, εξελίχθηκε και το 2018, αφού προηγήθηκε μια «Χρυσή Αρκτος» στο Φεστιβάλ Βερολίνου, κατάφερε και μπήκε στην ξενόγλωσση πεντάδα ως εκπρόσωπος της Ουγγαρίας με το έργο «Η ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ». Ναι, είναι μια νεανική ταινία της ΙΛΝΤΙΚΟ ΕΝΥΕΝΤΙ, κι όποιος ενδιαφέρεται να μελετήσει τον ποιητικό κινηματογράφο της και το πώς έφτασε στο «Η ψυχή και το σώμα», να δει αυτή την ταινία η οποία μπορεί να του αρέσει και περισσότερο. Σίγουρα, πάντως, έστω κι αναδρομικά θα τον βοηθήσει να καταλάβει καλύτερα το «Η ψυχή και το σώμα». Όχι από πλευράς εννοιολογικής αλλά καθαρώς κινηματογραφικής και τι είδους σκηνοθέτης είναι η Ουγγαρέζα κυρία.
Δεν θα ασχοληθώ ιδιαιτέρως με την ίδια, θα σταθώ στο έργο της, στο έργο, ως γνήσιος κααι συνεπής ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΟΣ και μέσα από κει θα πω για τα ωραία πράγματα που είδα και για το ότι μαγεύτηκα από το φιλμ ΣΤΟ ΕΙΔΟΣ ΤΟΥ. Όπως για πολλά έργα λέμε συγκαταβάσεις με βάση το είδος τους, το ίδιο ισχύει και για αυτό.
Καταρχάς να ξεκαθαρίσουμε ότι είναι ταινία που της αφήνεσαι, δεν αντιστέκεσαι στη γοητεία της και δεν υπάρχει λόγος για κάτι τέτοιο από τη στιγμή που πέρασες το ταμείο και προχώρησες στην αίθουσα.
Η ταινία γοητεύει επειδή η μαυρόασπρη αισθητική της στηρίζεται σε σενάριο. Οταν υπάρχει σενάριο και τα διάφορα του φιλμ δεν είναι ατάκτως ερριμένα τότε κι ο ποιητικός κινηματογράφος μπορεί και γραπώνει θύματα της γοητείας του και τους επιβάλλεται.
Εδώ υπάρχει σενάριο! Τι σενάριο; Σενάριο Εικόνων. Μέσα από εικόνες γράφεται αυτό για να μας πει μιά ιστορία που αποκτά μεγαλύτερη αξία αν δουλευτούν σεναριακώς οι εικόνες της. Ξεκινάμε στα τέλη του 19ου αιώνα, με δύο αδελφούλες, τη Λίλυ και την Ντόρα, που τις χώρισαν όταν ήταν μικρούλες κι η κάθε μία ακολούθησε διαφορετικό δρόμο και τις συναντάμε 20 χρόνια μετά, μεγαλωμένες , η μία να συμμετέχει σε ανατρεπτικές, αντικαθεστωτικές ομάδες, η άλλη να «ψάχνεται» ως κοκότα πολυτελείας.
Αυτός, όμως, είναι ο καμβάς. Μέσα στην εξιστόρηση αυτού του μύθου δια των εικόνων, βλέπουμε να παρεισφρέουν κι άλλα πράγματα, που συνειδητοποιούμε ότι συναποτελούν τον αιώνα που ξημερώνει, τον 20ό και που η τεχνολογία θα έχει να κάνει πολύ με την εξέλιξη σε αυτό τον αιώνα, κυρίως με την ηλεκτροδότηση και που όλα αυτά η σκηνοθέτης- σεναριογράφος σε αυτό το πράγμα που ανήσυχα θέλει να εκφράσει, βρίσκει τον τρόπο και το βάζει στο σενάριο είτε μέσω προσώπων είτε μέσω καταστάσεων, την ίδια ώρα που κάποιος θεατής μπορεί δικαιολογημένα να απορεί τι γυρεύει εκεί μέσα φερειπείν ο Τόμας Εντισον, πως συνδέεται με την υπόθεση, πόσο «ξεκούδουνα» τον έχει στην αρχή , δεν βλέπουμε να συνδέεται άμεσα, το ξανασκεφτόμαστε στο τέλος όταν τον επανεμφανίζει κι όμως ο Εντισον μέσα από τον τρόπο γραφής του σεναρίου είναι η αναφορά πάνω σε αυτό περί 20ου αιώνα κι οι δύο αδελφές ηρωίδες είναι το νήμα της αφήγησης που σε μια ταινία πρέπει πάντα να υπάρχει αυτό το νήμα ώστε ο θεατής να έχει αφορμή να παρακολουθεί και να μη θέλει να φύγει.
Η γοητεία του μαυρόασπρου είναι που κυριολεκτικά κερδίζει τις εντυπώσεις κι έχουμε την αίσθηση ότι αυτό μπορεί να ήταν κι αυτοσκοπός. Δεν μας πειράζει καθόλου, ακόμα κι έτσι να είναι, διότι μιλάμε για ένα απέραντα γοητευτικό ταξίδι στο μαυρόασπρο όπου συμβάλλουν και τα ντεκόρ και τα κοστούμια αλλά μην ξεχνάμε πως διεξάγεται σε μια κινηματογραφία με προπολεμική παράδοση στους κορυφαίους διευθυντές φωτογραφίας που μετακόμισαν στο Χόλυγουντ κι έφτιαξαν φωτογραφίες ολκής ταινιών ολκής. Οι εικόνες που βλέπουμε είναι μέσα στην παράδοση των Ούγγρων και του σινεμά τους, ωστόσο δεν προσπερνούν και την αφήγηση. Ακόμα κι αν σε κάποια σημεία της ταινίας η αφήγηση μοιάζει κάπως συγκεχυμένη από πρώτη ματιά.
Όχι, δεν είναι έργο από εκείνα που θα αποκαλούσαν περιφρονητικώς «κουλτουριάρικο» διότι δεν υπάρχει τίποτε το δήθεν στην όλη του κατάσταση, όχι είναι ένα ταξίδι πνευματικής γοητείας το οποίο έχει και τον τρόπο να σου κρατά ζωντανό το ενδιαφέρον κι αυτό το αποδίδω στο σενάριο.
Όταν μάλιστα δούμε και την εξέλιξη της σκηνοθέτη, καταλαβαίνουμε ότι μόνο δήθεν δεν είναι. Από κει και πέρα όμως καλό θα είναι ο θεατής να πάει πληροφορημένος , κυρίως λόγω καλοκαιρινής περιόδου. Όμως και στην καλοκαιρινή περίοδο υπάρχει ανάγκη για κάτι διαφορετικό, όταν πήζουμε από πανομοιότυπα κι αποζητάμε μια αισθητική η πνευματική φυγή, έστω και για λίγο.