Το «ΜΙΑ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΛΗΣΤΕΙΑ», για έναν από τους λόγους που αξίζει, διότι υπάρχουν κι άλλοι εξίσου σημαντικοί που έρχονται ως παραπληρωματικοί ή και συμπληρωματικοί, είναι για τη χρήση που κάνει του όρου «βασισμένο σε αληθινή ιστορία» και μάλιστα στην αρχή του φιλμ γίνεται και μία πλακίτσα περί του όρου, ότι «ΔΕΝ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ σε αληθινή ιστορία αλλά ΕΙΝΑΙ αληθινή ιστορία».
Εδώ ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος ΜΠΑΡΤ ΛΕΪΤΟΝ, που είναι Βρετανός κι η όλη δουλειά έχει βρετανικές βάσεις αλλά γίνεται ταινία αμερικανική (δεν είναι σπάνιο φαινόμενο), έχει κάνει καλλιτεχνική δουλειά πάνω στον όρο, πάνω στην «αληθινή» ιστορία.
Και μας αφηγείται την ιστορία μερικών καλόπαιδων που για να κάνουν κάποτε την πλάκα τους αποφάσισαν να οργανώσουν μια ληστεία ξεκινώντας από μια αναρχική αφορμή για ένα βιβλίο που δημοπρατήθηκε για κάποια πολλά εκατομμύρια δολαρίων- «από πού κι ως πού» αναφώνησαν οι νεαροί.
Την ιστορία την αληθινή τη μετατρέπει σε σενάριο όχι όμως έτσι όπως έχει γίνει ως τώρα σε άπειρες «αληθινές» ιστορίες που μεταφέρθηκαν στην οθόνη αλλά χρησιμοποιεί και παρέμβαση των αληθινών» προσώπων που εξηγούν ή σχολιάζουν καταστάσεις από τη δράση. Και με ένα φαινομενικά επιδέξιο μοντάζ, που στην πραγματικότητα είναι κι αυτό μυστικό του σεναρίου, κάνει ρακόρ , άμεση σύνδεση, του υπαρκτού προσώπου με τον ηθοποιό, φτάνοντας έτσι, χωρίς φανφάρες και ανάγκη για press-conference και σε άτυπη εφαρμογή της μπρεχτική αποστασιοποίησης, χωρίς όμως λόγια παχιά. Αυτά δεν χρειάζονται στα πλήρη έργα παρά μόνο στα ελαττωματικά και στα κατευθυνόμενα ή σε εκείνα των «auteurs» όπου αναλαμβάνουν οι κατευθυνόμενοι δημοσιογράφοι- κριτικοί να κατευθύνουν το κοινό για πράγματα που δεν βλέπει στην οθόνη αλλά πρέπει να νομίζει ότι τα βλέπει ή ότι τα είδε….
Το έτερον σημαντικό είναι πως το έργο τόσο σκηνοθετικά όσο και σεναριακά δείχνει ότι κουβαλά μέσα του άφθονη κινηματογραφική κουλτούρα, όχι σινεφίλ» αναφορές των γελοίων, αλλά βαθιά κατάρτιση πάνω στο είδος «ταινία ληστειών» , τόσο καλά χωνεμένη, τόσο αφομοιωμένη ώστε αυτό που βγαίνει έχει δικό του χαρακτήρα. Μοιάζει σε κάποιους προγόνους όπως μοιάζουμε κι οι άνθρωποι σε στοιχεία προγόνων που κουβαλάμε στο DNA μας, Δεν μιμείται όμως, δεν πάει να παραστήσει κάτι που δεν είναι, δείχνει ότι αυτό που βλέπουμε είναι αποτέλεσμα βαθιάς μελέτης που προήλθε από ταλέντο διότι μόνο ταλέντο μπορεί να σε οδηγήσει σε τέτοια μελέτη αντικειμένου.
ΚΙ έτσι ο άγνωστος στο ευρύ κινό αλλά γνωστός εντός κινηματογραφίας (κυρίως ως ντοκυμαντερίστας) ΜΠΑΡΤ ΛΕΫΤΟΝ μας δίνει μια από τις ωραιότερες ταινίες του «ξεκινήματος» (αν κι έχουμε φτάσει στη μέση) αμερικανικές ταινίες του 2018, προσθέτει στις «ταινίες ληστείας» και τη δική του, δείγμα του είδους στο σήμερα, με σεβασμό στο είδος καταρχάς και στους προγόνους που το έκαναν. Δεν είναι «φεστιβαλιά», δεν είναι σαν κι εκείνες τις αηδίες που αρχίζει ο auteur και μιλά για «αφιέρωμα» στον τάδε ή στον δείνα. Εδώ υπάρχει το είδος και με πολύ επεξεργασμένο σεναριακά τρόπο, οι όποιες αναφορές γίνονται μέσα από την υπόθεση, αναφέρονται σε τίτλους. Αυτό κι αν εκτίμησα, αυτό κι αν δείχνει σε όποιον γνωρίζει τα ψιλά γράμματα, γιατί έχουμε μπροστά μας ένα τόσο ολοκληρωμένο έργο. Το οποίο είναι κινηματογράφος, το οποίο μέσα από την Τέχνη του ΕΙΔΟΥΣ ψυχαγωγεί, το οποίο μας αφήνει και κάτι όπως μας αφήνουν πάντοτε όλα τα καλά έργα, ανεξαρτήτως είδους.
ΣΕΝΑΡΙΟ-ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ-ΜΟΝΤΑΖ –ΝΤΕΚΟΥΠΑΖ είναι ένα πράγμα κι αδιαίρετο, ο τύπος ξέρει πολύ σινεμά, το cast που διάλεξε από νέα παιδιά (παίζει κι ο τυπάκος που γνωρίσαμε από τον Λάνθιμο, από τον «ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΕΛΑΦΙΟΥ», ο ΜΠΑΡΥ ΚΕΟΓΚΑΝ) και με τους θαυμάσιους ρόλους και την άποψη πάνω στο casting φτιάχνει ένα ολόφρεσκο σύνολο. Να σημειώσουμε και τα άλλα δύο παιδιά, τον ΕΒΑΝ ΠΗΤΕΡΣ και τον ΜΠΛΕΗΚ ΤΖΕΝΕΡ για την άνεση με την οποία παίζουν αλλά και για το πόσο είναι δουλεμένοι πάνω στους ρόλους-όχι υποχρεωτικά από τον σκηνοθέτη αποκλειστικώς αλλά κι από τους εαυτούς τους και βεβαίως την ΑΝΝ ΝΤΑΟΥΝΤ που παίζει την επιμελήτρια και πόσο ωραία τη μαρκάρει ο σκηνοθέτης στο φινάλε με την αληθινή!!!!!! Στο ηχητικό μέρος η μουσική , που λειτουργεί κι ως ΗΧΟΣ (κι αυτό κάποτε πρέπει να το μάθουν όσοι ενδιαφέρονται για κάτι παραπάνω να ξέρουν από κινηματογράφο και να μην μπερδεύονται με τη δισκογραφία, τα soundtrack και τις «κομματάρες» των ημιμαθών ) ολοκληρώνει αποτελεσματικά τη δουλειά. Ο μουσικός της ταινίας είναι γυναίκα, ονομάζεται ΑΝΝ ΝΙΚΙΤΙΝ κι είναι εκπληκτικοί οι συνδυασμοί κι οι επιλογές της με τους οποίους και με τις οποίες συνοδεύει, υπογραμμίζει ή σχολιάζει μουσικά την ταινία.
Το «ΜΙΑ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΛΗΣΤΕΙΑ» δηλώνει παρουσία ως «ταινία ληστείας» και χωρίς να έχω μαντικές ικανότητες για το τι θα βγει στα σινεμά ως το τέλος του χρόνου, δηλώνω μετά βεβαιότητος ότι θα περάσει από «κρησάρα» την περίοδο των Οσκαρ για το 2019.