Αναρωτήθηκα πολλές φορές κατά τη διάρκεια της προβολής αν παρακολουθούσα τη «συνέχεια - 40 χρόνια μετά» του μυθικού θρίλερ του ΤΖΩΝ ΚΑΡΠΕΝΤΕΡ ή μήπως κι έβλεπα ένα “remake” του;
Η εν λόγω ταινία έχει πολλά να μας πει
Και σε μια τέτοιου αντικειμένου ταινία όπου «βιογραφείται» στην οθόνη ο άνθρωπος που πάτησε πρώτος τη Σελήνη , οι εξάρσεις δεν είναι δυνατόν να λείπουν. Πόσο μάλλον όταν ο άνθρωπος αυτός, συγκεκριμένα ο ΝΗΛ ΑΡΜΣΤΡΟΝΓΚ βρέθηκε στη δίνη αφενός πολιτικών καταστάσεων, του ανταγωνισμού ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, για την «κατάκτηση»(;) του Διαστήματος, στην περίοδο 1961-1969, κι αφετέρου οικογενειακών δραμάτων και ..περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Σε αυτή την περίπτωση, το σοβαρό δεν κάνει να ταυτίζεται με το υποτονικό.
Δεν γνωρίζω με βεβαιότητα σε τι ποσοστό η ταινία «ΜΑΝΤΑΡΙΝΙΑ» του Γεωργιανού σκηνοθέτη ΖΑΖΑ ΟΥΡΟΥΣΑΤΖΕ, που είχε προταθεί για ΟΣΚΑΡ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ το 2015 με τη σημαία της ΕΣΘΟΝΙΑΣ, έχει επηρεάσει κι αν αυτούς που έχει επηρεάσει είναι οι θεατές ή οι ίδιοι οι κινηματογραφιστές. Πάντως αυτό το φιλμ, το «ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΔΕΝ ΚΛΑΙΝΕ» που έρχεται από την ΒΟΣΝΙΑ –ΕΡΖΕΓΟΒΙΝΗ και το έχουμε και στην ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ως «υπό εξέταση» μου φάνηκε πολύ μα πολύ επηρεασμένο. Εκτός αν δεν ήταν το φιλμ αλλά ο υπογράφων.
...Διότι το Σενάριο είναι πολλά πράγματα μαζί, παρόλο ότι μερικοί το επικαλούνται αορίστως. Η εν λόγω ταινία από το ΙΣΡΑΗΛ, το οποίο, ως κινηματογραφία, μας έχει δώσει τα τελευταία αρκετά χρόνια πολλά όμορφα σενάρια, είναι ένα υπόδειγμα (δεν λέω «μάθημα» διότι καμιά φορά η λέξη ακούγεται κι ως κατήχηση) όχι μόνο καλού αλλά και πρωτότυπου σεναρίου.
Το «αγγλικό άρωμα» σημαίνει στη μια πλευρά του νομίσματος την εξαίρετη ποιότητα με την οποία οι Βρετανοί προσεγγίζουν κλασικά θέματα, πρόσωπα και βιογραφίες ως είδος αλλά από την άλλη επισημαίνει και το ότι ως αίσθηση μπορεί να μη διαφέρει κι από τη «Μαίρη Σέλλευ» που έρχεται οσονούπω στις μεγάλες οθόνες, το ότι παραείναι Εγγλέζοι όλοι αυτοί εκεί μέσα,, μιλούν «οξφορδιανά» σε ένα έργο που θέλει να μυρίζει Παρίσι της belle époque.
Ένα από τα πιο αποκαλυπτικά μαθήματα σεναρίου που έχω παρακολουθήσει στην Αμερική ήταν εκείνο στο οποίο μας εξηγούσαν και μας επισήμαιναν πως ο σεναριογράφος πρέπει να έχει μέσα στο σενάριο του και μία ατάκα, μία φράση, η οποία να συμπυκνώνει το περιεχόμενο του έργου όχι τόσο για τους θεατές, όσο για το σκηνοθέτη: Να είναι η φράση στην οποία θα πατήσει ο σκηνοθέτης ώστε να πιλοτάρει την ταινία, να καθορίσει τη γραμμή της σκηνοθεσίας του και κατεπέκταση ολόκληρης της ταινίας , κοντολογίς η φράση αυτή να είναι ο πλοηγός του. Ανεξαρτήτως του αν σεναριογράφος είναι ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Πριν το διδαχτώ στην Αμερική στην έκταση που το διδάχτηκα, το είχα διδαχτεί πρώτα εδώ από συνεργάτες του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΖΑΒΕΛΛΑ, τον οποίο δεν πρόλαβα να γνωρίσω προσωπικά μια κι έφυγε όταν εγώ ακόμα ήμουν μαθητής και δεν είχα βγει στο επάγγελμα, πως ως σκηνοθέτης ακολουθούσε πάντα τον σεναριογράφο εαυτό του κι έκανε ό,τι εκείνος του πρόσταζε. Τα αναφέρω αυτά επειδή στην ταινία για την οποία συζητάμε σκηνοθέτης και σεναριογράφος είναι το ίδιο πρόσωπο, ο ΠΑΟΛΟ ΣΟΡΕΝΤΙΝΟ και η φράση που μου εντυπώθηκε ήταν αυτή που παρέθεσα στον τίτλο, η φράση που μου έδωσε το κλειδί, από τη στιγμή που ακούστηκε, να παρακολουθήσω και να κατανοήσω ολόκληρη την ταινία, να πιάσω το μυστικό της. Και να χαρακτηρίσω εν κατακλείδι το φιλμ του Σορεντίνο ως «ΕΥΦΥΕΣ»
Θέλω να πιστεύω ότι η ταινία αυτή που έρχεται με διαβατήριο ΔΑΝΙΑΣ κι έχει γυριστεί από ΙΡΑΝΟ, θα έχει καλή τύχη και στις αίθουσες. Διότι σε κρατεί από το πρώτο πλάνο και σε αφήνει μόλις στο τελευταίο. Σου κρατά διαρκώς το ενδιαφέρον και δεν σου έχει αφήσει περιθώρια να ξέρεις που ακριβώς θέλει να το πάει.
…Τότε δεν θα μιλάγαμε για τον «Λαρς Φον Τρίερ» ούτε για πάμπολλους ων ουκ εστιν αριθμός αλλά θα πηγαίναμε να δούμε μια ταινία κι εκεί θα ίσχυαν οι νόμοι του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ. Μόνο που τα πράγματα δεν βαδίζουν έτσι κι η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΤΩΝ ΦΕΣΤΙΒΑΛ, που λειτουργεί παράλληλα με την άλλη, που είναι κι αυτή μέρος της Κινηματογραφικής Βιομηχανίας, κατασκευάζει ανθρώπους που τους πλασάρει ως «μεγάλους auteurs» ή και μικρούς auteurs που έτσι στήνεται όλος αυτός ο μηχανισμός ο οποίος λέγεται φεστιβαλική βιομηχανία και ζει από εκεί πολύς κόσμος. Όχι μόνο στην περίοδο του Φεστιβάλ αλλά και μετέπειτα, στην κινηματογραφία γενικότερα.
Όταν λέμε «ασυνήθιστη», δεν εννοούμε από πλευράς «φόρμας» κι αν έχει φωτισμούς στυλίστικους ή αν το travelling τρέχει πέρα δώθε-αυτό δεν είναι σκηνοθεσία ή τουλάχιστον» μεγάλη» σκηνοθεσία ώστε να μιλάμε για «ασυνήθιστο» έργο!- αλλά ασυνήθιστη από πλευράς ιστορίας, χώρου τοποθέτησης , κουλτούρας αυτού του χώρου κι ανάδειξης ανθρώπινου ζητήματος μέσα από το χώρο αυτό κυρίως, όμως από πλευράς αφήγησης ιστορίας.