Αυτή την ταινία θα τη θυμούνται ή θα την ξέρουν λίγοι. Πρώτα από όλα διότι ανήκει σε ένα είδος του ιταλικού σινεμά που αν και διάσημο στην Ιταλία, στην Ελλάδα ως ιταλικό περιφρονείται (επειδή ΑΓΝΟΕΙΤΑΙ). Είναι το ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΕΙΔΟΣ, που σήμερα το λέμε «θρίλερ», στην Ιταλία έχει συγκεκριμένη ονομασία κι αποκαλείται “GIALLO”. Από το χρώμα το ΚΙΤΡΙΝΟ. Κι αυτό επειδή τα πρώτα αστυνομικά μυθιστορήματα εκδόθηκαν από οίκο που τύπωνε «βιβλία τσέπης», ο οποίος είχε το κίτρινο χρώμα ως περίβλημα των βιβλίων και το είδος κατέληξε να ονομάζεται «Κίτρινο». Με τα χρόνια στην Ιταλία και στην ιταλική γλώσσα η λέξη «giallo» έγινε συνώνυμο του «εγκλήματος» και πλέον όταν διαπραχθεί έγκλημα οι εφημερίδες χρησιμοποιούν τη λέξη «giallo».
Χωρίς να τα καταλάβω, βρέθηκα να διανύω γαλλική περίοδο αφού τα φιλμ που ξεχωρίζω στις τελευταίες εβδομάδες είναι ως επί το πλείστον γαλλικά. Είναι όλα αυτά των «ΣΕΖΑΡ» που όμως τα περνάνε στο «ντούκου» που λέμε, το κοινό δεν τα πληροφορείται, οι ψευτο-γαλλόφιλοι αποδεικνύονται πιο πολύ «ψευτό» παρά «γαλλόφιλοι» (διότι αν είχε τόσους οπαδούς ο γαλλικός κινηματογράφος σύμφωνα με τις δηλώσεις των περισσοτέρων, θα έπρεπε να σχηματίζονταν ουρές .. «τιτανικού» σε αυτά τα έργα) κι εδώ δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε διανομείς πως δεν μας τα φέρνουν. Εκείνοι τα φέρνουν αλλά οι κριτικοί τους τα προσπερνάνε και το κοινό δεν τα βλέπει.
Είναι από αυτά που επισκιάστηκαν στην περίοδο των Οσκαρ λόγω πληθώρας οσκαρικής ύλης του PANTIMO. Ήρθε η ώρα για την «αποκατάσταση» του.
Το κατέχουν το άθλημα οι Γάλλοι κι οφείλουμε να τους αποδίδουμε τα εύσημα κι όχι μόνο να ειρωνευόμαστε τις εμμονές με την κρεβατοκάμαρα και τα τρίγωνα. Το αποδεικνύουν ως κινηματογραφία και σε τούτη την ταινία , που, μας χαρίζει δεύτερο εξαίρετο γαλλικό φιλμ, μετά το «ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΕΚΕΙ ΨΗΛΑ», το οποίο, επίσης προέρχεται από βιβλίο, επίσης προέρχεται κι από τα «ΣΕΖΑΡ» όπου ηττήθηκε στις τρεις κατηγορίες (ΔΙΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΟΥ ΣΕΝΑΡΙΟΥ, ΣΚΗΝΙΚΩΝ , ΚΟΣΤΟΥΜΙΩΝ) από το «Ραντεβού εκεί ψηλά» και στην κατηγορία του Α’ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΡΟΛΟΥ η ΣΑΡΛΟΤ ΓΚΑΙΝΣΜΠΟΥΡΓΚ κονταροχτυπήθηκε με την ΖΑΝ ΜΠΑΛΙΜΠΑΡ της «BARBARA» , όπου ΝΙΚΗΣΕ η δεύτερη!
«ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΟΥ ΡΟΣΦΟΡ» κατέληξε ημι-ξεχασμένο επειδή επισκιάστηκε στον καιρό του από τις «ΟΜΠΡΕΛΕΣ ΤΟΥ ΧΕΡΒΟΥΡΓΟΥ» που είχαν εμφανιστεί τρία χρόνια πριν. Κι επειδή και στη συνέχεια, όταν αναφέρονταν, κατά τη θεωρία του auteur στον ΖΑΚ ΝΤΕΜΥ κι όχι και στα ίδια τα έργα, οι «Ομπρέλες…» δεν άφηναν περιθώρια. Το ότι «ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΟΥ ΡΟΣΦΟΡ» ήταν ένα χάρμα ιδέσθαι , ότι εκπροσωπούσε την απόλυτη κινηματογραφική ΕΥΦΟΡΙΑ , ότι ήταν ένα έργο χρωμάτων και προπάντων ΜΕΛΩΔΙΩΝ αλλά κι ωραίων προσώπων και ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΩΝ, προφανώς δεν έφτανε. Κι έτσι, ενώ είχε επιτυχία όταν βγήκε στους κινηματογράφους , όχι μόνο στο εξωτερικό αλλά και στην ΕΛΛΑΔΑ, με τον καιρό το άφησαν στο περιθώριο.
Πέρσι , τέτοια εποχή, είχαμε το «ΤΡΕΞΕ» του ΤΖΟΡΝΤΑΝ ΠΗΛ, το οποίο ένα χρόνο μετά έφτανε ως τα ΟΣΚΑΡ και την κατάκτηση του βραβείου ΣΕΝΑΡΙΟΥ. Επισήμως, το είδος «ΘΡΙΛΕΡ», αναγνωριζόταν με διαβατήριο ανανέωσης , ξέφευγε από την «σπλατεριά», κράταγε τον τρόμο και τον πάντρευε με κοινωνικά και φυλετικά μηνύματα επιδεικνύοντας και κινηματογραφική βιρτουοζιτέ. Φέτος, έρχεται το «ΕΝΑ ΗΣΥΧΟ ΜΕΡΟΣ». Αραγε βρισκόμαστε σε μια φάση αλλαγής του είδους όπου μέσα στον ορυμαγδό των «σπλάτερ» και λοιπών αντιαισθητικών ή μη, ταινιών, εμφανίζεται γενιά κινηματογραφιστών που παρακολουθούσε σε νεαρή ηλικία τα θρίλερ της «Παρασκευής» κι έρχεται να πει ένα δικό της λόγο, να δείξει πόσο σοβαρά έπαιρνε το είδος στην παιδική ηλικία; Και ξέρετε, όταν κάτι το έχει πάρει στα σοβαρά η παιδική ηλικία, τότε αυτό βράζει διαρκώς κι αναπόφευκτα έρχεται να κατατεθεί στην ενηλικίωση.
Ας πούμε και για αυτές τις ταινίες που η πληθώρα της κάθε εβδομάδας μας κάνει και τις προσπερνάμε λες και το σινεμά έγινε για να πηγαίνει μόνο προς μία κατεύθυνση, εκείνη που ορίζουν κριτικοί και δημοσιεύματα. Ας το δούμε κι ως μία «συγγνώμη» προς αυτές τις ταινίες που γίνονται για να μας ψυχαγωγήσουν αλλά η σοβαροφάνεια κι η υποκρισία που τη συνοδεύει είναι σαν να λένε «μην..»
Παρόλο ότι η ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ δεν φημίζεται για το κινηματογράφο της, όσο κι αν προσπαθούν να μας πείσουν περί του αντιθέτου τα μικρά γραφεία διανομής και τα μικρά Φεστιβάλ ανά τον κόσμο, εντούτοις, αυτή εδώ η ταινία κάπως «μίλησε». Κι αυτά που είπε είναι σοβαρά από κινηματογραφική άποψη.
Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι, λένε, πως δεν έχουν Ιστορία. Το ίδιο λένε πως ισχύει και για τα ευτυχισμένα έργα. Ο ΜΙΛΟΣ ΦΟΡΜΑΝ ήταν μια τέτοια μεγάλη περίπτωση.
Οι σκέψεις… Αυτό είναι και το σημείο «κοσκινίσματος» απέναντι στην ταινία του φίλου μας ΦΑΤΙΧ ΑΚΙΝ , που την εκτόπισε από την πεντάδα του ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΟΥ ΟΣΚΑΡ . Το ότι το ΜΑΖΙ Η ΤΙΠΟΤΑ» του Φατίχ, μέσα από ένα πολιτικών διαστάσεων γεγονός ενεργοποιούσε το συναίσθημα. Αντίθετα, η ταινία του Λιβανέζου ΖΙΑΝΤ ΝΤΟΥΕΪΡΙ βάζει δυναμίτιδα στις ΣΚΕΨΕΙΣ. Χωρίς να απαρνείται το συναίσθημα ή τον Ανθρωπο, κάθε άλλο!