«Σοφιστικέ» τόσο ως αντικείμενο όσο κι ως αντιμετώπιση. Μυστήριο τόσο ως προς το περιεχόμενο αλλά κι ως προς το που ακριβώς κεντράρει.
Από τον ΖΩΡΖ ΦΕΝΤΩ ξεκινάμε και σε αυτόν καταλήγουμε διότι αυτός είναι και το ζητούμενο της ταινίας. Ποιος είναι ο ΖΩΡΖ ΦΕNΤΩ; Γάλλος συγγραφέας, κορυφαίος είδους, εκπρόσωπος της γαλλικής φαρσοκωμωδίας που κάποια στιγμή αναγνώρισαν την ιδιαίτερη αξία του κι από τα θέατρα των «λεωφόρων» (από εκεί βγαίνει κι η λέξη «μπουλβάρ») τον μετέφεραν και τον περιέλαβαν στο ρεπερτόριο της «Κομεντί Φρανσαίζ».
Και οι τρεις αυτοί «λόγοι» έχουν κύρια ονόματα κι εκπροσωπούν ιδιότητες. Λέγονται ΑΛΜΠΕΡΤΟ ΜΟΡΑΒΙΑ, ΚΑΡΛΟ ΠΟΝΤΙ, ΜΠΡΙΖΙΤ ΜΠΑΡΝΤΟ. Κι εκπροσωπούν τις έννοιες ΣΕΝΑΡΙΟ, ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ και ΣΤΑΡ όπου το τελευταίο γίνεται και εξαιρετικά γκονταρική υπόθεση. Θα τους αναλύσουμε και τους τρεις λόγους πιο κάτω μια κι η εξέταση και το κριτήριο αντιμετώπισης της ταινίας είναι ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΟ (εξετάζουμε δηλαδή το ΕΡΓΟ κι όχι τον «auteur») κι ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΑ ΜΙΛΩΝΤΑΣ η «ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΗ» καταλαμβάνει την πρωτεύουσα θέση στη φιλμογραφία του ΖΑΝ ΛΥΚ ΓΚΟΝΤΑΡ.
Κι αυτό έχει να κάνει με το πως οι ΓΑΛΛΟΙ παίρνουν ένα ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ προϊόν και το επεξεργάζονται αλλά και το πουλάνε με τον ΓΑΛΛΙΚΟ ΤΡΟΠΟ.
Η ΩΡΙΜΑΝΣΗ του ταλέντου αλλά και της σκέψης του, ήταν τα δύο στοιχεία που με έθελξαν το περισσότερο στη νέα ταινία του ΣΠΑΪΚ ΛΗ, η οποία, μάλιστα, έκανε την πρεμιέρα της στο NETFLIX. Γεγονός που καθιστά εξηγήσιμες τις υποτιμητικές «κριτικές» κάποιων εκεί μέσα, που μου θύμισαν τις ανάλογες για την ταινία του Κώστα Γαβρά στο «Ανήλικοι στην αίθουσα». Κάτι σαν θεατρικό του Πίντερ, άλλο θέλω να βρίσω κι αλλού επιτίθεμαι
Το «ΓΙΑ ΟΛΑ ΦΤΑΙΕΙ ΤΟ ΓΚΑΖΟΝ» είναι μια γαλλική κωμωδία που είχε κάνει μεγάλη αίσθηση στη σαιζόν 1995-96 κι είχε σαρώσει τα γαλλικά ταμεία με κάτι εκατομμύρια σε εισπράξεις αλλά και στην Ελλάδα δεν είχε πάει άσχημα. Θα έλεγα ότι η ταινία αυτή απογείωσε το άστρο της ΖΟΣΙΑΝ ΜΠΑΛΑΣΚΟ, κυρίως ως κινηματογραφίστριας κωμωδιών τόσο με την ιδιότητα της σεναριογράφου όσο και της σκηνοθέτη σε έργα του είδους ενώ ως ηθοποιός στερέωσε τον τύπο με τον οποίο την είχαμε γνωρίσει νωρίτερα στο «ΠΟΛΥ ΟΜΟΡΦΗ ΓΙΑ ΣΕΝΑ» (trop belle pour toi) του ΜΠΕΡΤΡΑΝ ΜΠΛΙΕ.
Ο «ΠΙΝΟΚΙΟ», το παραμύθι που έγραψε ο Φλωρεντινός ΚΑΡΛΟ ΚΟΛΟΝΤΙ στον 19ο αιώνα, ξαναζωντανεύει στην οθόνη υπενθυμίζοντας μια ποιότητα στο είδος «παραμύθι» που σήμερα δεν υπάρχει- ή μάλλον δεν υπάρχει το «παραμύθι» έτσι όπως ανάθρεψε γενιές επί αιώνες. ΚΙ υπενθυμίζει επίσης, την ποιότητα στο είδος της παιδικής ψυχαγωγίας, που σίγουρα μπορεί να ξενίσει παιδάκια τα οποία είναι εθισμένα σε κάτι διαφορετικό, μπορεί όμως και να μη συμβεί κάτι τέτοιο. Έτσι κι αλλιώς, η δουλειά της κριτικής είναι να ασχολείται με το έργο κι όχι για να γράφει κατεβατά πιθανοτήτων περί επιτυχίας ή μη, κι έτσι να αποφεύγει τους σκοπέλους της ανεπάρκειας.
Εβαλα στον τίτλο το κίνητρο για να (ξανα) γράψω για αυτή την ταινία , κυρίως από όταν είδα την εκλεκτή ηθοποιό, που κάνει μεγάλο σουξέ στο σήριαλ «ΑΓΡΙΕΣ ΜΕΛΙΣΣΕΣ, να παίζει στην παράσταση του έργου- μονόλογος του ΑΝΤΩΝΗ ΤΣΙΠΙΑΝΙΤΗ « Η ΠΟΡΝΗ ΑΠΟ ΠΑΝΩ», όπου με είχε ενθουσιάσει το γαλλικό στυλ παιξίματος της. Κι είχα γράψει σχετικά. Είχα αναφερθεί τότε και σε αυτή την ταινία. Κι έψαχνα αφορμή για να την επαναφέρω κι η μόνη της θέση ήταν στην ενότητα «Ξεχασμένα»
Κι η αξία αυτή έγκειται στο να πάρεις ένα παλιό φιλμ και να το ξανακάνεις ΑΛΛΙΩΤΙΚΟ. Να το πας δηλαδή παραπέρα, κάπου αλλού, ενπάση περιπτώσει, από εκεί που βρισκόταν το πρωτότυπο ως πηγή έμπνευσης. Σε αυτή την περίπτωση μπορείς να μιλάς για ΑΝΑΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. Και να κριθείς φυσικά ως κάτι αυτοτελές κι αυτόνομο, σε σύγκριση με τον εαυτό σου και μόνο, κι όχι με εκείνο που προϋπήρξε.