Τιμά τους 200 της Καισαριανής, τιμά και την ταινία, τιμά κυρίως τον ΠΑΝΤΕΛΗ ΒΟΥΛΓΑΡΗ ως σκηνοθέτη που δεν φοβήθηκε τη συγκίνηση ούτε κι εκείνους που θα τον κατηγορούσαν για «εκβιασμό» αυτής.. Οι οποίοι, φαντάζομαι, θα κατηγορούσαν και τον Ευριπίδη αν έγραφαν κριτική στις μέρες του, κι όταν ο Ορέστης φώναζε στην Ιφιγένεια , την «εν Ταύροις», «Αδελφή μου!» στη σκηνή της αναγνώρισης και ράγιζαν και τα μάρμαρα.
Διότι περί δύο ταινιών πρόκειται. Τουλάχιστον έτσι όπως κατέληξαν στην οθόνη. Και παρά την δημόσια υπεράσπιση από τον Μάρτιν Σκορσέζε για την καταδίκη της ταινίας από Αμερικανούς «αστεράκηδες», καταλήγω σε εκείνο που δίδαξε η «Αλκης Θρύλος»: Συμμερίζομαι δεν σημαίνει Συμμορφώνομαι.
Επειδή συχνά διαβάζουμε σε «κριτικές» είτε «επαγγελματικές» είτε «ερασιτεχνικές» τη ΔΙΑΒΟΗΤΗ φράση «το βιβλίο ήταν καλύτερο», επιτρέψτε μου να πω κάτι που θα ακουστεί βαρύ: Πως η φράση αυτή είναι σύσταση αυτού που τη λέει πως αγνοεί τους κινηματογραφικούς κανόνες. Και νόμιζει ότι με το να επικαλεστεί το βιβλίο, αυτομάτως κατατάσσεται σε μία «εκλεκτή» κατηγορία απέναντι στο «πόπολο» πως έχει διαβάσει το βιβλίο και τώρα τι να του πουν οι «αμόρφωτοι» του σινεμά. ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΕΙΝΑΙ ΛΑΘΟΣ: Δηλώνει απλώς πως δεν γνωρίζει βασικό κανόνα περι κινηματογραφικών μεταφορών.
Είναι πλέον πολύ δεδομένος ο κινηματογράφος που κάνει ο σκηνοθέτης ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΝΘΙΜΟΣ με τον συνεργάτη του στα σενάρια ΕΥΘΥΜΗ ΦΙΛΙΠΠΟΥ, ώστε να αρχίσουμε πάλι τα «αν σας αρέσει το σινεμά του « ή «αν δεν σας αρέσει» κλπ..κλπ. Αυτή είναι μια κουβέντα που έχει πλέον ολοκληρωθεί, το σινεμά αυτό έχει δική του ταυτότητα κι υπογραφή, συνεπώς δεν μπορούμε να επαναλαμβάνουμε τα ίδια κάθε φορά. Διότι όπως έλεγε κι ο σοφός Ακης Ασημακόπουλος «Πληροφορία επαναλαμβανομένη ίσον άκυρη», από τη στιγμή δηλαδή που ξαναλέει τα ίδια δεν είναι πλέον πληροφορία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όλοι ξέρουμε τι είδους σινεμά κάνει ο Λάνθιμος κι επ’ αυτού θα μιλήσουμε κι όχι επί του αν ταιριάζει στα γούστα του καθενός μας. Αλλωστε, η δουλειά (ή κι η αποστολή) της κριτικής δεν είναι να λέει για τα γούστα της ως χρήση ή και κατάχρηση εξουσίας αλλά να δίνει την εκάστοτε ταινία στο κοινό και να τοποθετείται επ’ αυτού που είναι το έργο κι όχι επί ενός άλλου έργου που θα ήθελε να δει ο κριτικός με εισαγωγικά ή άνευ..
Είναι αντιπροσωπευτική ταινία του ΑΚΙ ΚΑΟΥΡΙΣΜΑΚΙ και σίγουρα φέρει την υπογραφή του. Αλλωστε , ο γνωστότερος σκηνοθέτης της Φινλανδίας ανήκει στους auteur εξού και τα αστεράκια πέφτουν στις ταινίες του βροχή. Το ίδιο έχει γίνει και σε αυτήν.
Διότι κι αυτή την ταινία την υποτίμησαν οι αστεράκηδες κι οι σαπισμένες ντομάτες της κριτικής. Και νομίζω ότι κάποια ώρα θα ξεσπάσει πόλεμος και θα την πληρώσουν και διανομείς που συγκαλύπτουν τους αστεράκηδες τρέχοντας πίσω τους. Διότι αυτή η ταινία ΔΕΝ ΘΑΒΕΤΑΙ, όσο κι αν θέλει κάποιος. Θα εκτεθεί ο ίδιος.
Αν και δεν είμαι «των συγκρίσεων» μεταξύ ταινιών, εν τούτοις στις περιπτώσεις remakeαλλά και sequel ως ένα βαθμό, το θεωρώ αναπόφευκτο. Κι αυτό, επειδή σε αυτές τις περιπτώσεις κρίνεται αν πήρε κάποιος την ταινία και την πήγε παραπέρα ή αν η «συνέχεια» ήταν καλλιτεχνικώς αναγκαία κι όχι απόρροια μια ταμειακής επιτυχίας.
Σκέφτηκα πολλές φράσεις με τις οποίες ήθελα να χαρακτηρίσω την ταινία στον τίτλο του κειμένου που θα έγραφα. Κατέληξα σε αυτόν. Διότι το καλλιγράφημα μπορεί να ηχεί ως κάτι συγγενικό με την καλλιγραφία, την οποία το φιλμ τη διαθέτει, παραπέμπει όμως και σε ποίηση. Κι έτσι η καλαίσθητη αισθητική, ο λεπτός χειρισμός θέματος, τα ψυχανεμίσματα των ανθρώπων και προπάντων το ξύπνημα του έρωτα έτσι όπως δίνεται, σε αυτούς τους απαλούς τόνους, προέκρινε την επικράτηση του «τρυφερού καλλιγραφήματος»
Εντυπωσιάστηκα με την ταινία και κυρίως με τη δουλειά του άγνωστου μου ως τα τώρα σκηνοθέτη ΑΝΤΥ ΜΟΥΣΤΣΕΤΙ, ο οποίος είναι Αργεντίνος που πήγε στο Χόλυγουντ. Και δεν διάβασα τίποτε γι αυτόν διότι η σκηνοθεσία δεν είναι εύκολο να κριθεί όταν δεν υπάρχει κατασκευασμένος auteur, είτε άξιος είτε ανάξιος.
Ως εισαγωγή στην κριτική θα ήθελα να ΣΥΓΧΑΡΏ τα παιδιά του «ΝΥΧΤΕΣ ΠΡΕΜΙΕΡΑΣ» που συνέταξαν το πρόγραμμα κι έγραψαν τα κειμενάκια των ταινιών. Διότι στην ταινία του ΜΙΚAΕΛ ΧΑΝΕΚΕ, την πρόσφατη του, που συμμετείχε στο διαγωνιστικό των Καννών με απογοητευτικά ,για τον Βαυαρό της Αυστρίας auteur, αποτελέσματα, συνέταξαν την υπόθεση του έργου που είδαμε. Γύρω από μια εύπορη γαλλική οικογένεια σε περίοδο δικής της κρίσης. Ενώ σε διάφoρα ξένα sites ή και δημοσιεύματα διάβαζα πως πρόκειται για ταινία που αφορά στην προσφυγική κρίση ή στα γεγονότα του Καλαί κι άλλα σχετικά παρόμοια που ποτέ μου δεν είδα στην ταινία. Αυτό που είδα ως φιλμ ήταν το σημείωμα του συνεργάτη του «Νύχτες πρεμιέρας» που μας κατατόπιζε πλήρως για το θέμα. Ας μου επιτρέψει να τον συγχαρώ κι ας μην υπογράφει- δεν ξέρω ποιος είναι.