Τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει μια άνθιση το αστυνομικό είδος στις σκανδιναβικές χώρες, κυρίως Νορβηγία και Σουηδία. Η εν λόγω άνθιση αφορά τόσο στη λογοτεχνία όσο και στον κινηματογράφο. Εκείνο που δεν καταλαβαίνει κάποιος είναι πως αυτό το κάρπισμα (για να μην επαναλαμβάνουμε την «άνθιση») όταν έρχεται στον κινηματογράφο αντιμετωπίζεται ως δείγμα Κοέν (αν έχει χιόνια) και Ταραντίνο (αν έχει άγριους φόνους).
Όταν είχε βγεί το φιλμ στις αίθουσες, ο διεθνής Τύπος τον είχε χαρακτηρίσει miscast για το ρόλο του ήρωα του νομπελίστα Μπόρις Πάστερνακ. Σήμερα, ο Διεθνής Τύπος τον αποχαιρέτησε ως «αξέχαστο Ζιβάγκο», «μοναδικό Ζιβάγκο» κλπ, κλπ.
Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι κι αριστούργημα. Όχι τίποτε άλλο μα επειδή οι υπερθετικοί κι οι υψηλοί τόνοι καθώς κι οι αναφορές σε κλασικά έργα του αμερικανικού σινεμά γύρω από το είδος ανεβάζουν τις προσμονές και εξίσου άδικα μειώνουν στη συνέχεια τις εντυπώσεις.
Εκπληξη είναι ο,τιδήποτε έρχεται απρόσμενα, Πόσο μάλλον ένα γουέστερν, που γυρίστηκε στη Νέα Ζηλανδία κι είναι «ντεμπούτο» σκηνοθέτη που σπούδασε στην Αγγλία καλές τέχνες κι όχι μόνο. Κι έρχεται και καλοκαιριάτικα όπου δεν εμπιστευόμαστε τους διανομείς για το τι μας σερβίρουν.
Αν υπήρχε και στην έξω κινηματογραφική ζωή η «β’ προβολή» κι όχι μόνο ως καταχώρηση στο sitePANTMO.GR, τότε ο «Ανθρωπος από τη Μασσαλία» θα είχε πολλές δυνατότητες γνωριμίας εκ νέου με το κοινό, μια και στην α’ προβολή δεν πολυσυναντήθηκαν. Αυτό θα συνέβαινε αν τα θερινά άλλαζαν όπως παλιά τρεις φορές την εβδομάδα πρόγραμμα και «τσίγκλιζαν» έτσι το κοινό να δει όσα έχασε και να ξαναδεί όσα πεθύμησε. Αντί να κρατούν ολόκληρη εβδομάδα την εκάστοτε σαβούρα και την υπό συζήτηση γαλλική κομεντί της εκάστοτε εβδομάδας «που έσπασε τα ταμεία στο Παρίσι»
Η ρωσική αυτή ταινία , που είχε τιμηθεί με το ΟΣΚΑΡ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ το 1981,ήταν που συνδέθηκε το περισσότερο από άλλες ομοεθνείς της με το πρόσφατο ταξίδι μου στη Ρωσία. Την είχα νιώσει και τότε αλλά ήθελα πολύ να την ξαναδώ, να την καταλάβω καλύτερα. Με το που επέστρεψα έσπευσα να τη νοικιάσω. Και τη συνιστώ ΑΝΕΠΙΦΥΛΑΚΤΑ. Για τους ίδιους λόγους του ΤΟΤΕ και του ΤΩΡΑ διότι είναι του… .ΠΑΝΤΟΤΕ.
Μου είχε πεί κάποτε κάποια που αυτοσυστηνόταν ως οπαδός αποκλειστικά του «καλού» σινεμά, πως η ψυχαγωγία στο σινεμά της είναι αδιανόητη, πως αφορά στους «γιάπηδες» κι αν θέλουν να διασκεδάσουν να πάνε σε ένα μπάρ. Ωσπου την έκανα τσακωτή να βλέπει τη «Μούμια». Σε σινεμά. Όχι κατ’ οίκον.
Αυτό που εκτίμησα το περισσότερο στη γαλλική αυτή ταινία, που δείχνει να τα πηγαίνει καλά και με το ελληνικό κοινό, όπως συνέβη και με το γαλλικό, είναι πως από ένα θέμα που μόνο δράμα φαντάζεσαι να εμπνέει, προκύπτει τελικά κωμωδία.
Διασκέδασα πολύ με την καινούργια ταινία του ΝΙΚΟΥ ΖΕΡΒΟΥ, τη «ΛΥΣΣΑ ΚΑΚΙΑ», ακριβώς επειδή πήγα για να διασκεδάσω. Εχοντας λύσει εδώ και χρόνια όλους τους κώδικες περί Νίκου Ζερβού κι έχοντας αποφασίσει, πάλι εδώ και χρόνια, να βγώ στην «υπεράσπιση», που δικαιούται ένας σκηνοθέτης ο οποίος κάνει ταινίες «cult». Όμως ούτε με τον χαρακτηρισμό αυτό ένιωθα εντάξει με τον εαυτό μου, ήταν σαν αναγνώριση ελεημοσύνης .
Όλα τα ωραία πράγματα έχουν κάποτε ένα τέλος. Ετσι δεν λένε; Κι είναι και σωστό. Καθώς πακετάρουμε για την αναχώρηση , ήρθε η ώρα να διατυπωθούν μερικές τελευταίες σκέψεις για τη χώρα αυτή που ήταν ΠΑΝΤΑ σε πρώτο ρόλο στην ΙΣΤΟΡΙΑ, ως αντίπαλο δέος της εκάστοτε πρώτης δύναμης! Οποια κι αν ήταν αυτή. Από τους Τσάρους και το επαναστατικό καθεστώς ίσαμε σήμερα.