Δηλαδή, εξωτερικά αψεγάδιαστο, στην ουσία κανένα βάθος, χωρίς αυτό να σημαίνει όμως ότι του λείπει το περιεχόμενο. Απλώς η προσέγγιση γίνεται μέσω μιάς καλά οργανωμένης παραγωγής κι ενός εξίσου οργανωμένου publicity, που η «σκηνοθέτης Τζολί» όπως συστήνεται στο διαφημιστικό trailer, γνωρίζει πολύ καλά.
Μετά τους σεναριογράφους , ακολούθησαν κι οι ΕΝΔΥΜΑΤΟΛΟΓΟΙ, οι οποίοι επέλεξαν τις υποψηφιότητες για τα επιτεύγματα στα κοστούμια ενόψει Οσκαρ 2015.
Το τοπίο όλο και γίνεται πιο ξεκάθαρο καθώς τα Σωματεία, το ένα μετά το άλλο ανακοινώνουν τις υποψηφιότητες τους. Τώρα είχαν σειρά οι writers, οι συγγραφείς-σεναριογράφοι.
Η προ-οσκαρική κατάσταση κλιμακώνεται με την ανακοίνωση των υποψηφιοτήτων του Σωματείου ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ. Σε λίγες μέρες θα ανακοινωθούν οι επιλογές κι από το Σωματείο των ΣΚΗΝΟΘΕΤΩΝ και θα έχουμε πλήρη εικόνα τάσεων και αποδοχών.
Πολύ με απογοήτευσε η κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού έργου του Ακη Δήμου, το οποίο , όταν το είχα δει στο θέατρο, ανεβασμένο από τον Σταμάτη Φασουλή με την απαράμιλλη Σοφία Φιλιππίδου, είχα γελάσει αναίσθητα. Στην ταινία ΚΑΗΚΑΝ όλα τα αστεία!
Είναι η τελευταία προ-οσκαρική ένωση κριτικών με την οποία ασχολούμαι- η τελευταία , χρονολογικά εννοώ- διότι κι αυτή είναι παλιά κι έχει ως ιδιαιτερότητα το ότι οι επιλογές της ως επί το πλείστον δεν είναι «οσκαρικές» αλλά … «κριτικές»- με την έννοια ότι βρίσκεται κοντά στο πνεύμα των κριτικών που άλλα πράγματα αναζητούν, διαφορετικά από εκείνα των Ακαδημιών, μια κι οι κριτικοί, όπως και τα Φεστιβάλ, δεν είναι κάτοχοι των κανόνων, όπως είναι οι Ακαδημίες αλλα αναζητητές προσώπων, δημιουργών, στυλ, ύφους κλπ κλπ
Τα «Μεγάλα μάτια» (BIG EYES) έχουν όλα τα κοινά, εξωτερικά γνωρίσματα των ταινιών του Τιμ Μπάρτον αλλά όχι το θέμα, όχι η υπόθεση, όχι ακόμα κι ο χειρισμός. Το πρώτο δηλώνει σκηνοθετική υπογραφή, το δεύτερο υπαγορεύει ανανέωση.
Η «Κοκκινοσκουφίτσα» , η «Σταχτοπούτα», ο «Τζακ κι η φασολιά» κι η «Ραπουνζέλ» είναι τα τέσσερα παραμύθια που ανακατεύτηκαν ευφυώς από τον Τζέιμς Λάπιν στο λιμπρέτο και τον Στίβεν Σοντχάιμ σε μουσική και στίχους για να δώσουν ένα μιούζικαλ για το Μπροντγουέι , το 1987, τότε που το είδος θριαμβευτικά εκτινασσόταν. Την κινηματογραφική μεταφορά την ανέλαβε – ποιος άλλος;- ο Ρομπ Μάρσαλ. Κι έβαλαν στη «μόστρα» την Μέρυλ Στριπ. Πάνε για επιτυχία, δεν πάνε;
Το τι έγραψαν οι κριτικοί –ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ- και το πως είναι η ταινία, αφορά σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετα πράγματα, ανεξάρτητα μεταξύ τους. Οι κριτικοί , ως επί το πλείστον, αντιμετωπίζουν το ΣΙΝΕΜΑ ως ένα διαρκές ΦΕΣΤΙΒΑΛ ,στο οποίο αναζητούν μονίμως τον auteur. Κι η «GRACE OF MONACO» δεν κρίνεται με κριτήρια τέτοια
Oπαραπάνω διαχωρισμός καλό είναι να γίνεται σχεδόν ΠΑΝΤΑ. Για τον απλούστατο λόγο, πως όταν πάμε να μιλήσουμε για μια ταινία κι επικαλούμαστε το πρόσωπο ή το σύνολο του έργου του σκηνοθέτη, τότε είναι σαν να δηλώνουμε apriori ότι το έργο του είναι ανάπηρο