Κι όταν χρησιμοποιώ τον όρο «μυθιστορηματική», δεν περιορίζομαι στο ότι προέρχεται από βιβλίο, συγκεκριμένα του ΤΖΑΚ ΛΟΝΤΟΝ, αλλά το ότι στην αφήγηση ακολουθεί μια μυθιστορηματική λογική, τον τρόπο εκτύλιξης μιας ιστορίας, πλούσιας στη δράση αλλά και με εσωτερικά στοιχεία, που μας αφήνουν την αίσθηση όταν τελειώνει και το κέντρισμα όση ώρα διαρκεί η ταινία, την ίδια ακριβώς αίσθηση, που μας αφήνει ένα ωραίο μυθιστόρημα που διαβάσαμε. Το οποίο εδώ είδαμε με εικόνες.
Η «μοίρα» των «Auteurs» είναι ότι κάποια στιγμή τους βαριούνται αυτοί που τους «κατασκεύασαν». Με αποτέλεσμα να έρχεται η ώρα της κατάργησης τους, όταν ξαφνικά και στα καλά καθούμενα, χωρίς να έχει αλλάξει τίποτε στο έργο τους, να τους θεωρούν «επαναλαμβανόμενους», «βαρετούς»….., ουσιαστικά κάνουν προβολή της δικής τους βαρεμάρας, πάνω τους. Διότι όπως μου είχε πει κάποτε, ο ΚΩΣΤΑΣ ΓΑΒΡΑΣ, σε μια συνάντηση μας στο Φεστιβάλ της Βενετίας, έξω από τη Sala Perla, το θυμάμαι σαν να ήταν τώρα, πως «το πρόβλημα των κριτικών είναι ότι κάποια στιγμή βαριούνται». Κι αυτή την κουβέντα την κράτησα, την είδα πως εφαρμοζόταν στην πράξη, άρα πόσο σοφή ήταν.
Η αστυνομική αυτή περιπέτεια με πρωταγωνιστή τον ΛΙΑΜ ΝΗΣΟΝ, είναι ένα έργο που ψυχαγωγεί, είναι μια αστυνομική περιπέτεια από εκείνες που ήταν γεμάτος ο κινηματογράφος και κρατούσαν το οικοδόμημα ζωντανό και που με τα χρόνια εξέλιπαν.. Κι αν δεν εξέλιπαν, αντιμετωπίζονταν , από «άνωθεν» εντολή, με περιφρόνηση διατυπωμένη σε δύο το πολύ αράδες. Ακόμα και για τον Λίαμ Νήσον πως παίζει σε περιπέτειες κι αυτό είναι.. υποβάθμιση. Και ποιος τους είπε ότι ο Λίαμ Νήσον δεν θέλει να παίζει τέτοια έργα και να μείνει ως εκπρόσωπος αυτού του είδους , στο οποίο προσφέρει την ποιότητα του ταλέντου του και το εκτόπισμα της προσωπικότητας του.
Ευκαιρία, στα θερινά σινεμά να αποκατασταθεί η ταινία αυτή με την άφθαστη ψυχαγωγική αξία και με τη φαντασία με την οποία την έχουν στήσει οι συντελεστές της.
Πολύ θετικές οι εντυπώσεις από την ταινία του νέου Ελληνα σκηνοθέτη ΦΩΚΙΩΝΟΣ( ή ΦΩΚΙΩΝΑ…) ΜΠΟΓΡΗ, ο οποίος έχει γράψει και το σενάριο σε συνεργασία με τον ΠΑΝΟ ΤΡΑΓΟ , και μάλιστα στους τίτλους αναγράφεται και «σύμβουλος σεναρίου» (Γιώργος Τελτζίδης) οπότε στο φινάλε μου «εξηγήθηκαν» και τα αίτια των θετικών εντυπώσεων. Ότι υπήρχε δουλειά στο σενάριο, δούλεψαν τρεις άνθρωποι για αυτό, ο ένας είναι ο ίδιος ο σκηνοθέτης, ο οποίος συνυπογράφει και το ΜΟΝΤΑΖ (μαζί με τον Γιώργο Γεωργόπουλο).
Αν και δεν είναι ακριβώς «φάρσα», είναι καθαρόαιμη κωμωδία, που όμως για να πλέξει κωμικά τις καταστάσεις περνά κι από το στοιχείο της «απιθανότητας», για αυτό και χρησιμοποίησα τη λέξη. Κυρίως, όμως, τη χρησιμοποίησα επειδή η ΙΤΑΛΙΚΗ αυτή κωμωδία, της σύγχρονης ιταλικής παραγωγής που ο πολύς κόσμος δεν την γνωρίζει και οι γράφοντες συνηθίζουν να την προσπερνάνε με απαξίωση, δίνει ένα ΣΤΙΓΜΑ: Πως για τους ΙΤΑΛΟΥΣ, για την Ιταλική Τεχνη γενικότερα, η κοινωνική αναφορά είναι πρώτιστο στοιχείο ακόμα και για ένα είδος που σκοπό έχει τη δίωρη ξεκούραση του θεατή.
ΣΟΦΙΑ είναι η ΛΟΡΕΝ, «DAVID DI DONATELLO» είναι το «Οσκαρ» της Ιταλίας, το Βραβείο δηλαδή της ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ και το φιλμ είναι το «Η ΖΩΗ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΟΥ» (La vita davanti a se), το οποίο δεν την καλωσόρισε εκ νέου στα Οσκαρ.
O απολογισμός (θα) είναι ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΟΣ. Όπως ακριβώς είναι κι ο PANTIMO, ο υποφαινόμενος δηλαδή, όπως ακριβώς είναι κι η Ακαδημίες οι οποίες είναι αυτό ακριβώς :ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΕΣ. Κι είναι αυτό που θα επαναλαμβάνω ακούραστα διότι εδώ βρίσκεται το σημείο πνοής κι αυτό είναι που πρέπει να γίνεται κατανοητό για την Κινηματογραφική Παιδεία.
Το δεύτερο του ΟΣΚΑΡ ο Σερ Αντονυ μετά τη "ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΑΜΝΩΝ" το 1992
ΤΡΙΤΟ ΟΣΚΑΡ Η ΦΡΑΝΣΕΣ ΜΑΚ ΝΤΟΡΜΑΝΤ. Ισοφάρισε την Μέρυλ Στρηπ