Την ελληνική ταινία «ΜΑΡΙΟΝΕΤΕΣ» σε σκηνοθεσία ΠΑΝΤΕΛΗ ΚΑΛΑΤΖΗ την παρακολούθησα με πολλή ευχαρίστηση. Μέχρι το τέλος. Εχω, βεβαίως, να διατυπώσω και κάποιες αιχμές αλλά μέσα από ένα βλέμμα αγάπης λόγω αναγνώρισης σιγά- σιγά, από νεώτερους ανθρώπους, του ΣΙΝΕΜΑ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ, που ο ελληνικός κινηματογράφος έδειχνε να το έχει ρίξει …εις το πυρ το εξώτερον.
Και προσφέρει στο κοινό την ποιοτική εκείνη ψυχαγωγία που του χαρίζει τη δίωρη ξενοιασιά συνδυασμένη με ουσία. Διότι δεν βλέπουμε ένα ακόμα έργο για τη μαγειρική αλλά το ψυχολογικό πορτραίτο ενός σεφ. Και του επισημαίνει του κοινού ότι ο ΜΠΡΑΝΤΛΕΙ ΚΟΥΠΕΡ είναι κάτι πολύ παραπάνω από όσο δεν ήθελαν να του αναγνωρίσουν.
Θα σας «ξεμπερδέψω» αμέσως. Το πρώτο είναι φιλμ που παίζεται στις αίθουσες, το δεύτερο είναι βιβλίο, μυθιστόρημα και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Καστανιώτη». Κοινός παρονομαστής ο Κουβανός συγγραφέας ΛΕΟΝΑΡΔΟ ΠΑΔΟΥΡΑ του οποίου δηλώνω μέγας θαυμαστής.
Ετσι απλά σαν να ήταν παραμύθι που λένε οι γιαγιάδες στα εγγόνια, μας αφηγείται κι ο ΓΚΙΓΙΕΡΜΟ ΝΤΕΛ ΤΟΡΟ μια ιστορία gothic, που είναι τρόμος με φαντάσματα, αλλά εμείς το απολαμβάνουμε αφημένοι στη μαγεία του παραμυθιού.
Εχω μιλήσει πολλές φορές για τη μέση καλή ταινία που λείπει στις μέρες μας και πως αυτή είναι που λειτουργεί ως στυλοβάτης των κινηματογράφων , αυτή είναι που κρατά ζωντανά τα σινεμά με διαρκές πρόγραμμα. Όμως, στη λεγόμενη «μέση καλή ταινία» συναντάμε συχνά και τη μέση αδικημένη ταινία. Κι είναι τελικώς αναπόφευκτο. Τέτοια ταινία είναι το «Θυσιάζοντας ένα πιόνι»
Πάνω στον σταρ επικεντρώνεται η δημοσιότητα της ταινίας, όχι όμως κι η ταινία. Ισως γι αυτό έπιασαν από νωρίς δουλειά οι publicity managers πως «ο Τζώνυ Ντεπ δεν θέλει το Οσκαρ κι ότι η υποψηφιότητα του είναι αρκετή»!!!!!
Και δεν είναι μόνο ο ΡΟΜΠΕΡΤ ΝΤΕ ΝΙΡΟ αλλά κι η κομεντί της ΝΑΝΣΥ ΜΕΓΙΕΡΣ που βρίσκεται σε ένα κάποιο επίπεδο. Το «feel good movie» ως έννοια βρίσκει την άψογη εφαρμογή του.
Η αναφορά πηγαίνει στον ΡΟΜΠΕΡΤ ΖΕΜΕΚΙΣ που χωρίς αυτόν…. Τι να λέμε τώρα. Μας παρέδωσε μια ταινία για την οποία το μόνο που οφείλουμε να του πούμε εμείς που πάμε σινεμά είναι ένα μεγάλο «ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ»
Το έργο αυτό του ΒΑΡΔΟΥ το κατάτρεχε κατάρα, όπως έλεγαν οι παλιοί και το επαναλάμβαναν κι οι μεταγενέστεροι επί σειρά αιώνων. Οσοι το έπαιζαν αποτύγχαναν αν δεν τους τύχαιναν κι άλλου τύπου δεινά, ακόμα και θάνατοι.
To«και ναι και όχι» θα προσπαθήσω να το εξηγήσω παρακάτω στο κείμενο, το «μα χωρίς αυστηρότητα» οφείλεται στο γεγονός ότι είναι τίμια η ταινία.