Βρισκόμαστε ενώπιον «φαινομένου»; Όπως το βάφτισαν οι πάροχοι «βύσματος»; Για την περίπτωση της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη ο λόγος, που ανήκει κι αυτή στην ίδια σχολή με τον Λάνθιμο αν και δεν είμαι σίγουρος γι αυτό. Ωστόσο, ας πάμε να δούμε τι λέει και το έργο, ή μάλλον ΤΙ είδαμε στο έργο.
Δεν την είχα δει την ταινία στην Α’ Προβολή της, την είχα αφήσει για τα «συνοικιακά». Την είδα τώρα, με αφορμή την υποψηφιότητα του ΠΟΛ ΝΤΑΝΟ από τα SPIRIT AWARDS. Τελικά, ήταν θέμα ενστίκτου και δεν με είχε «γελάσει».
Διότι δικό τους είναι το ΣΕΝΑΡΙΟ, και μάλιστα το έγραψαν σε συνεργασία με τον ΜΑΤ ΤΣΑΡΜΑΝ, σεναριογράφο της «ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΣΟΥΙΤΑΣ». Όχι τίποτε άλλο μα επειδή οι επικρίσεις είναι περί «ψυχροπολεμικού» κλπ, άρα περί του περιεχομένου. Οπότε ο Σπίλμπεργκ σε τι ακριβώς βάλλεται; Στο ότι δεν ξέρει να σκηνοθετεί;
Κάπως διαφορετικά αντιλαμβάνονται πολλοί την ταινία που κερδίζει τον «Χρυσό Φοίνικα», κάπως αλλιώτικα, επίσης, έχουν οριοθετήσει πολλοί τον ΖΑΚ ΟΝΤΙΑΡ ως auteur, και φυσικά επικρατεί απόλυτη σύγχυση σε πάρα πολλούς σχετικά με την έννοια της «κάθαρσης» χωρίς να υποπτεύονται τούτοι οι πολλοί ότι αυτή επιτυγχάνεται όχι μόνο με την ΤΙΜΩΡΙΑ αλλά και με τη ΔΙΚΑΙΩΣΗ του ήρωα.
Η οποία ανήκει στο ΣΙΝΕΜΑ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ, που αφενός είναι το σινεμά που αγαπώ, κι αφετέρου με χαροποιεί το γεγονός πως παρατηρώ νεαρούς Ελληνες σκηνοθέτες να σπάνε το ταμπού του φόβου που έχει καλλιεργηθεί απέναντι στο είδος και να βγαίνουν να κολυμπήσουν στα βαθιά νερά του.
Κι αναρωτιέμαι για το αν έχουν κινηματογραφική αξία και προπαντός κινηματογραφική σημασία τα όσα λένε, με τον τρόπο που διατυπώνονται.
Είναι κρίμα αυτή η ταινία να φύγει έτσι από τις αίθουσες επειδή οι δύο πρώτες εβδομάδες δεν ήσαν αρκετές ώστε να προσέλθει ο κόσμος ο πολύς για τον οποίο και προορίζεται. Όταν όμως από την αίθουσα αυτοί οι λίγοι που φεύγουν δηλώνουν εκστασιασμένοι κι η συγκίνηση τους δεν κρύβεται, τότε, πολύ απλά η ταινία αυτή έχει δύναμη αλλά καύσεως βραδείας. Μια ταινία με τέτοιες αντιδράσεις κοινού, έστω κι αν είναι περιορισμένο αριθμητικά, ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΦΕΡΕΙΣ!
Μια στάση στην β’ προβολή για τα έργα που χάσαμε όταν προβλήθηκαν στην α’ .Ένα από αυτά είναι το «Η ΡΙΚΥ ΚΑΙ Η ΡΟΚ» που το αφήσαμε υπέρ κάποιων άλλων που μας τράβηξαν περισσότερο κι άς έπαιζε η ΜΕΡΥΛ ΣΤΡΗΠ. Άλλωστε, όπως έχω εξηγήσει κατ'επανάληψη, τα έργα πρέπει να έχουν διάρκεια
Όχι, δεν είναι μια «παραδοσιακή» ταινία γύρω από το «Ολοκαύτωμα». Αν κι η λέξη «παραδοσιακό» ακυρώνεται όταν έχουν γυριστεί τόσα , και διαφορετικά μεταξύ τους, αριστουργήματα , από τη «Λίστα του Σίντλερ» και τον «Πιανίστα» ως τον «Κήπο των Φίντσι Κοντίνι» και «Το μαγαζάκι της κεντρικής οδού» με ειδική θέση στο «Η ζωή είναι ωραία».
Δεν προτίθεμαι να κάνω κανένα σεμινάριο για το πώς γράφεται μια κριτική ταινίας τους ΤΖΕΗΜΣ ΜΠΟΝΤ. Θα πω όμως ΠΩΣ, με ποιο τρόπο δηλαδή, την αντιλαμβάνομαι εγώ: Πρώτον και κύριον πρέπει να είσαι fan!