Ζητούμενο επίτευγμα στην Ηθοποιία είναι να καταφέρει ο ηθοποιός να πείσει ότι έγινε ΕΝΑ με τον χαρακτήρα, με το ρόλο δηλαδή, που υποδύεται. Όμως για να συμβεί χρειάζεται προηγουμένως ο ρόλος. ΚΙ εδώ είναι υπόθεση σεναριογράφου κι έργου… Κάποιες φορές και της ίδιας της Ζωής…
«Ανισότητες» είναι η πρώτη λέξη που μου έρχεται πάντα στο νου όταν βλέπω μια ταινία του Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ. Ακόμα και στις καλύτερες του. Από τον κανόνα δεν ξεφεύγει η τελευταία του ταινία που έτσι κι αλλιώς ΔΕΝ κατατάσσεται στις καλύτερες του…
Ασυνήθιστο για όσους παρακολουθούν το σινεμά μέσω σκηνοθετών και πράγματι είναι διαφορετικό, στην όψη τουλάχιστον, από τα άλλα έργα του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου. Ασυνήθιστο και για όσους παρακολουθούν το σινεμά μέσω των ταινιών και ξαφνιάζονται ευχάριστα, κυρίως για τα σύγχρονα αμερικάνικα κινηματογραφικά δεδομένα . Και στις δύο περιπτώσεις, η πληρότητα είναι που προσφέρει την ικανοποίηση άρα ΤΟ ΕΡΓΟ
Όταν είδα την πρώτη φορά τη σουηδική αυτή ταινία του σκηνοθέτη Ρούμπεν Οστλουντ, σε συνθήκες κλειστής ιδιωτικής προβολής για την Ευρωπαική Ακαδημία, τη χαρακτήρισα ως σύγχρονη σουηδική προσπάθεια να συνδυαστούν η περιπέτεια ως είδος με τα ψυχογραφικά του Ινγκμαρ Μπέργκμαν. Τη δεύτερη φορά που την είδα σε συνθήκες αίθουσας , με κοινό, μου φάνηκε οικογενειακό δράμα και τίποτε άλλο. Η κατάμεστη αίθουσα το προσυπέγραφε. Κι η αναφορά στον Μπέργκμαν ήταν «σουηδική βιασύνη» και τίποτε άλλο.
Μια κι η προβολή της ταινίας του Μάικ Λι συνέπεσε στην Αθήνα με την ανακοίνωση των υποψηφιοτήτων για τα Οσκαρ, κι έλαβε τέσσερις (4), ας ξεκινήσουμε από τα επιτεύγματα του και στη συνέχεια περνάμε στις αδυναμίες του
Ας την προσεγγίσουμε λίγο διαφορετικά αυτή την ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΥΠΕΡΟΧΗ ταινία που βλέπω ότι έχει πολλούς φίλους κι οπαδούς οι οποίοι επιθυμούν, με τις δυνατότητες που παρέχει πιά στις μέρες μας το Διαδίκτυο, να εκδηλωθούν υπέρ αυτής, να της δώσουν ακόμα και το Οσκαρ. Δεν πάω να τους απογοητεύσω- κάθε άλλο!-αλλά να τους εξηγήσω μερικά πράγματα που παρεξηγούν. Και στέκομαι σε αυτό το σημείο επειδή όλη η συζήτηση γύρω από την ταινία έχει σημείο αναφοράς τα Οσκαρ.
Δηλαδή, εξωτερικά αψεγάδιαστο, στην ουσία κανένα βάθος, χωρίς αυτό να σημαίνει όμως ότι του λείπει το περιεχόμενο. Απλώς η προσέγγιση γίνεται μέσω μιάς καλά οργανωμένης παραγωγής κι ενός εξίσου οργανωμένου publicity, που η «σκηνοθέτης Τζολί» όπως συστήνεται στο διαφημιστικό trailer, γνωρίζει πολύ καλά.
Πολύ με απογοήτευσε η κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού έργου του Ακη Δήμου, το οποίο , όταν το είχα δει στο θέατρο, ανεβασμένο από τον Σταμάτη Φασουλή με την απαράμιλλη Σοφία Φιλιππίδου, είχα γελάσει αναίσθητα. Στην ταινία ΚΑΗΚΑΝ όλα τα αστεία!
Τα «Μεγάλα μάτια» (BIG EYES) έχουν όλα τα κοινά, εξωτερικά γνωρίσματα των ταινιών του Τιμ Μπάρτον αλλά όχι το θέμα, όχι η υπόθεση, όχι ακόμα κι ο χειρισμός. Το πρώτο δηλώνει σκηνοθετική υπογραφή, το δεύτερο υπαγορεύει ανανέωση.
Η «Κοκκινοσκουφίτσα» , η «Σταχτοπούτα», ο «Τζακ κι η φασολιά» κι η «Ραπουνζέλ» είναι τα τέσσερα παραμύθια που ανακατεύτηκαν ευφυώς από τον Τζέιμς Λάπιν στο λιμπρέτο και τον Στίβεν Σοντχάιμ σε μουσική και στίχους για να δώσουν ένα μιούζικαλ για το Μπροντγουέι , το 1987, τότε που το είδος θριαμβευτικά εκτινασσόταν. Την κινηματογραφική μεταφορά την ανέλαβε – ποιος άλλος;- ο Ρομπ Μάρσαλ. Κι έβαλαν στη «μόστρα» την Μέρυλ Στριπ. Πάνε για επιτυχία, δεν πάνε;