Ειλικρινά χαίρομαι, την ίδια στιγμή που απορώ με το μυστήριο της ανθρώπινης φύσης και το πώς εκδηλώνεται ομαδικά. Πριν από λίγα ακόμα χρόνια ο ΣΥΛΒΕΣΤΕΡ ΣΤΑΛΟΝΕ αντιμετωπιζόταν ως περίγελως. Κι ουαί κι αλίμονο αν τολμούσες να τον υπερασπιστείς. Η αν τολμούσες να υπερασπιστείς τον «Ρόκυ». Ξαφνικά, φέτος τον λάτρεψαν όλοι και πολύ καλά έκαναν. Αλλωστε το έχει πει κι ο Τσέχωφ για τον Ανθρωπο: «ΑΥΤΟ ΤΟ ΖΩΟ, ΤΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ»
Η σουρεαλιστική αυτή κωμωδία του ΓΙΑΚΟ ΒΑΝ ΝΤΟΡΜΑΕΛ που έλκει την καταγωγή της από την «μπουνιουελική» φιλμογραφία και προπάντων αντίληψη, γίνεται ιδιαζόντως επίκαιρη στην εβδομάδα που διάλεξε να κυκλοφορήσει στην Ελλάδα.
Τι συμβαίνει με τον Στιβ Τζομπς κι οι ταινίες που τον «βιογραφούν» αποτυγχάνουν; Και καλά εκείνη με τον Αστον Κούτσερ που ήταν γενικώς για τα πανηγύρια. Μα κι αυτή εδώ; Με σκηνοθέτη τον ΝΤΑΝΥ ΜΠΟ-ΥΛ και σεναριογράφο τον ΑΑΡΟΝ ΣΟΡΚΙΝ; Εξαιρώ τους ηθοποιούς διότι είναι οι μόνοι για τους οποίους αξίζει να πάει κανείς να το δει. Ενώ το άλλο με τον Κούτσερ, «έμπαζε» κι από εκεί.
Σε πολύ ενδιαφέροντα σκηνοθέτη εξελίσσεται ο Μεξικανός ΑΛΕΧΑΝΤΡΟ ΓΚΟΝΖΑΛΕΣ ΙΝΙΑΡΙΤΟΥ, ο οποίος, ενώ έχει κάτι από auteur, συγχρόνως αποδεικνύει ότι γνωρίζει τα ΕΙΔΗ. Κάτι που δεν συμβαίνει με πολλούς που δηλώνονται από την κριτική ,ή κι αυτοδηλώνονται, ως auteurs και σταδιακά οδηγούνται στον «αυτισμό»(περίπτωση Τέρενς Μάλικ)
«Μένος» δικαιολογεί κάτι εξαιρετικά κακό, ένα φιλμ που σε αγανάκτησε, που σε «έβγαλε από τα ρούχα σου» κατά το κοινώς λεγόμενο και σύμφωνα με τον ορισμό του μένους. Ένα φιλμ το οποίο παρακολουθείται ευχάριστα αλλά δεν φτάνει στα ύψη των προδιαγραφών δεν δικαιολογεί μένος.
Η «ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ» πάει…. Πανεπιστήμιο κι ωριμάζει. Οπότε, θα χάσει εκείνους ή κάποιους εξ εκείνων που την αγάπησαν ως «παιδούλα» νοσταλγική και παιχνιδιάρα και θα κερδίσει καινούργιους που έλκονται από την εξελισσόμενη ωριμότητα του ΤΑΣΟΥ ΜΠΟΥΛΜΕΤΗ, την οποία προβάλει ο «ΝΟΤΙΑΣ». Μέσα σε αυτούς τους τελευταίους κι ο υποφαινόμενος.
Δεν «τράβηξε» στην Α’ Προβολή, το άφησα για την Β’, κι είπα να κάνω ένα διάλειμμα μεταξύ υποψηφιοτήτων Οσκαρ και νέων ταινιών. Αν και για τα οσκαρικά που συζητάμε, προσφέρεται σχετικά με το star performance και με το τι εκπροσωπεί ή επιχειρεί να αντιπροσωπεύσει το ζεύγος ΜΠΡΑΝΤ ΠΙΤ-ΑΝΤΖΕΛΙΝΑ ΤΖΟΛΙ στις μέρες μας.
Την ΙΣΛΑΝΔΙΚΗ αυτή ταινία την παρακολουθούσα με ενδιαφέρον και πριν φτάσει στο φινάλε. Και μάλιστα έλεγα στον εαυτό μου, δες τώρα, αυτός ο σκηνοθέτης ονόματι ΓΚΡΙΜΟΥΡ ΧΑΚΟΝΑΡΣΟΝ, με κρατάει καθηλωμένο ενώ μου δείχνει μια ιστορία και εικόνες από την ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗ Ισλανδία, που λογικά δεν με ενδιαφέρει καθόλου.
Στοχοποιούν τον ΚΟΥΕΝΤΙΝ ΤΑΡΑΝΤΙΝΟ αλλά δεν ξέρουν «γιατί». Όπως έκαναν και με τον Σπήλμπεργκ στη «Γέφυρα των κατασκόπων». Διότι αυτά που επικαλούνται είναι για γέλια αν δεν είναι για κλάματα. Εχουν παγιδευτεί στη θεωρία του auteur μέσα από την οποία ΝΟΜΙΖΟΥΝ ότι μπορούν να κάνουν την όποια κριτική τους, επαγγελματική ή ερασιτεχνική-αδιάφορο , στους πάντες και στα πάντα ,κι ενώ στην περίπτωση του Ταραντίνο έχουν μπροστά τους τον απόλυτο auteur, αφενός τον ειρωνεύονται κι αφετέρου τα επιχειρήματα, όταν υπάρχουν, είναι κινηματογραφικώς σαθρά.
Ξεκινώ -κι επίτηδες το βάζω ως πρόλογο και δη μακροσκελή- από το ΜΟΝΟ αρνητικό στοιχείο που βρήκα στην ταινία και που είναι ο ελληνικός τίτλος της. Τι πάει να πει ρε παιδιά «Το μεγάλο σορτάρισμα»; Τι είναι το «ΣΟΡΤΑΡΙΣΜΑ» και μας το μοστράρετε και σε τίτλο; Επειδή φοβόσαστε να πάρετε την ευθύνη ενός ελληνικού τίτλου; Στην ΙΤΑΛΙΑ που κυκλοφορεί η ταινία παράλληλα με την Ελλάδα, το ονόμασαν «ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ» (La grande scommessa» ).Διότι καταλαβαίνουν πολύ καλά ότι με τον δικό τους τίτλο θα ελκύσουν τον κόσμο στις αίθουσες κι όταν μπει μέσα θα πληροφορηθεί από το φιλμ τα περί «σορταρίσματος». Οχι όμως να μην καταλαβαίνει και τι λέει ο τίτλος επειδή πρέπει να είμαστε υποταγμένοι στην παγκοσμιοποίηση. Μια και περί αυτού πρόκειται.