Ακριβώς για αυτό το λόγο το PANTIMO.GR έχει καθιερώσει τη λεγόμενη «Β’ ΠΡΟΒΟΛΗ» στις παρουσιάσεις κάποιων ταινιών, είτε επειδή αυτά τα έργα χρειάζονται χρόνο για να «ωριμάσουν» εντός μας είτε διότι αν υπήρχε η Β’ Προβολή στα σινεμά, ένα βίωμα που κουβαλώ παιδιόθεν και θα τραβήξει εφ’ όρου ζωής, σίγουρα μερικά έργα εκεί θα έβρισκαν την πιο φιλόξενη υποστήριξη, ίσως και την πιο δίκαιη, μια κι εκεί θα επενέβαιναν οι ψυχαγωγικοί παράγοντες που είναι και το ζητούμενο. Χωρίς κόμπλεξ, χωρίς να έχει ο θεατής να δώσει λογαριασμό σε κανέναν, παρά μόνο στον εαυτό του. Ένα τέτοιο φιλμ είναι το «VENOM» το οποίο, δυστυχώς, υποκύπτοντας στους σημερινούς νόμους της αγοράς, του να τα αρπάζουμε με τη μία στο πρώτο σαββατοκύριακό και μετά ό,τι βρέξει ας κατεβάσει, έχει αποσυρθεί από την κυκλοφορία πριν την παρέλευση έστω δύο ολόκληρων μηνών.
Με αυτή την ταινία του ΜΑΤΕΟ ΓΚΑΡΟΝΕ αποφάσισε η ΙΤΑΛΙΑ να κάνει φέτος τη δυναμική της εμφάνιση έχοντας ήδη στο ενεργητικό της ταινίας το ΒΡΑΒΕΙΟ ΑΝΔΡΙΚΗΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ στο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΑΝΩΝ για τον πρωταγωνιστή ΜΑΡΤΣΕΛΟ ΦΟΝΤΕ καθώς και υποψηφιότητες στα βραβεία της ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ σε όλες τις μεγάλες κατηγορίες δηλαδή για ταινία, σκηνοθεσία, σενάριο κι ανδρική ερμηνεία.
Με κάτι τέτοιους τίτλους αντιλαμβάνεσαι πως η σύγχρονη ελληνική γλώσσα θα έπρεπε ή να δανειστεί στοιχεία από την καθαρεύουσα ή να πάρει κάποιες πιο δραστικές αποφάσεις ώστε να προσδιορίζεται το γένος . Ο τίτλος, αν η Γραμματική είχε λύσει το πρόβλημα, θα έπρεπε να έχει αποδοθεί είτε «ΑΙ κληρονόμοι» είτε «Οι κληρονόμες»- ώστε να καταλαβαίνουμε περί τίνος πρόκειται , κάτι που στις άλλες γλώσσες συμβαίνει.. Ποιοι είναι «ΟΙ κληρονόμΟΙ» του έργου όπου δεν υπάρχει ούτε ένας άντρας στην υπόθεση;
H «Mary Shelley» καταρρίπτει διάφορες θεωρίες που τις αναμασούν άσχετοι με το σινεμά θεωρητικοί ή κριτικοί, επαγγελματίες ή ερασιτέχνες των «ομάδων», και φέρνει το θεατή ενώπιον ενός και μόνου ζητήματος: ΤΟ ΕΡΓΟ. Οι θεωρίες που καταρρίπτονται, με αφορμή αυτή την ταινία (κι άπειρες άλλες μα τώρα μιλούμε για αυτήν) είναι αφενός η περιβόητη του auteur,που η ταινία την κάνει σκουπίδι αφού τα φιλμ για τη ζωή της δημιουργού του «ΦΡΑΝΚΕΣΤΑΪΝ» το έχει γυρίσει ΣΑΟΥΔΑΡΑΒΙΝΑ σκηνοθέτης – στη Σαουδική Αραβία απαγορευόταν μέχρι πρό τινος το σινεμά καθ ολοκληρίαν κι όχι μόνο για τις γυναίκες- η οποία έχει μεταφέρει εκπληκτικά το κλίμα της Αγγλίας-Σκωτίας επί Αντιβασιλείας (πρίν από το 1820)και δεν έχει χρησιμοποιήσει τη Σέλλευ για να κάνει τα παλαβά δικά της ώστε να την πουν auter-ίστρια (άρα θα της θάψουν την ταινία ή θα την χαρακτηρίσουν «ακαδημαϊκή» μια και δεν ξέρουν τι άλλη λέξη να χρησιμοποιήσουν ή να υποθέσουν) (αν κι αυτά έχουν καταρριφθεί προ πολλού –μην ξεχνάμε και τον Ταϊβανό Ανγκ Λι όταν έκανε το «Λογική κι ευαισθησία» της Τζέην Ωστεν με προβολή του κρινολίνου μοναδική) και θα επιμένουν στη θεωρητική συναλλαγματική τους που δεν έχει αντίκρισμα….
Σαφώς κι η ταινία αυτή του ΛΟΥΚΑΣ ΝΤΟΝΤ, που έχει υποβληθεί από το ΒΕΛΓΙΟ για το ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΟ ΟΣΚΑΡ 2019 είναι ταινία πού εξαίρεται λόγω της περίπτωσης, της ίδιας της περίπτωσης που καταγράφει. Το καθιστά σαφέστερο και το γεγονός πως και στην ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ προτάθηκε για καλύτερη ταινία και για ανδρική ερμηνεία, όχι όμως και για σκηνοθεσία ούτε και για σενάριο!
Ούτε καν οι ταινίες –αναφορές σε μύθους του αρχαίου δράματος δεν κατατάσσονται στο είδος του, δεν θα πούμε ότι η «ΦΑΙΔΡΑ» του ΖΥΛ ΝΤΑΣΕΝ ή το «ΔΑΚΡΥΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΑ» του ΓΙΑΝΝΗ ΔΑΛΙΑΝΙΔΗ είναι αρχαία δράματα που στο τέλος – τέλος βασίζονται στον αρχαίο μύθο και εκσυγχρονίζουν μια κατάσταση. Ακριβώς επειδή εκσυγχρονίζουν , καταρχάς για αυτό, και για μερικά ακόμα «εκατομμύρια» (τρόπος του λέγειν) πράγματα αντιμετωπίζονται ως έργα άλλου είδους. Αν από το αρχαίο δράμα απομονώσεις το μύθο, τότε κάλλιστα μπορείς να φτιάξεις, με την καλύτερη των εννοιών, μια πετυχημένη μελοδραματική ταινία, μια ταινία με μυστήριο, ή με ό,τι άλλο παρόμοιο, πάντως όχι αρχαίο δράμα.
Ταινία ψυχαγωγίας αλά με «κάτι», είναι αυτό το φιλμ που , σε μένα τουλάχιστον, ήρθε ως μια στάση ανάπαυλας ύστερα από ταινίες άλλων σκοπών και διαθέσεων.
Διότι είναι ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΑ ΤΑΙΝΙΑ.
Αξίζει να δει κανείς το «ΚΤΗΝΟΣ», το οποίο μάλλον έχουν δει ελάχιστοι, αφού είναι από εκείνα που δεν διαφημίζονται προκαταβολικώς με παράτες και σημαίες, κι ο λόγος που λέω ότι αξίζει αφορά θεατές αλλά και νέους, επίδοξους κινηματογραφιστές και δη από την εγχώρια παραγωγή.
Σε αντίθεση με το «Η ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΙΣ ΜΑΣΚΕΣ» , το «SUSPIRIA» έρχεται , ως πρόθεση (το τονίζω ΩΣ ΠΡΟΘΕΣΗ) να δώσει τον «ορισμό» της έννοιας «remake». Κάτι που ίσχυε και για το θέατρο, τότε που υπήρχε θέατρο κι η μεγαλύτερη κριτικός του τόπου, η σοφή και βαθιά καταρτισμένη «ΑΛΚΗΣ ΘΡΥΛΟΣ» διατύπωνε αναλυτικότατα την άποψη πως το εκ νέου ανέβασμα ενός έργου έχει νόημα μόνο αν η καινούργια παράσταση πηγαίνει το έργο πέρα από εκεί που το είχε αφήσει η προηγούμενη