Με την ταινία του ΡΟΜΑΝ ΠΟΛΑΝΣΚΙ θα ασχοληθούμε , κι όχι με τον ίδιο. Και δεν υπαινίσσομαι τις λογιών - λογιών σκανδαλολογίες γύρω από το όνομα του. Εννοώ τον Πολάνσκι σκηνοθέτη που διαχωρίζεται από τη θεωρία του auteur, όπως διαχωρίζεται κάθε αληθινός σκηνοθέτης που είναι εν δυνάμει δημιουργός κι ο οποίος αναδεικνύεται ως δημιουργός μέσα από τις ΤΑΙΝΙΕΣ που κάνει, όπου εκείνες είναι που έχουν το πρώτο λόγο. Και μπορούν να στέκονται από μόνες τους ως ταινίες και δεν χρειάζονται τη συνδρομή «αγκιτατόρων». Ο Πολάνσκι αναδείχτηκε ως σκηνοθέτης μέσα από το σινεμά των ειδών που το υπηρέτησε κάνοντας και θρίλερ και νουάρ και ρομαντική λογοτεχνία και Σαίξπηρ μέχρι και «Ολιβερ Τουίστ». Εδώ λοιπόν θα ασχοληθούμε με το «ΜΙΑ ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ» κι όχι με το αν «ο Πολάνσκι έπεσε», «ο Πολάνσκι ανέβηκε», «ο Πολάνσκι παραμένει σταθερός», «ο Πολάνσκι χάνει την ικμάδα», «ο Πολάνσκι κερδίζει το γήρας» και διάφορες τέτοιες μπούρδες του auter-ισμού ,που, επειδή δεν είναι σε θέση να παρακολουθήσουν ή να αναλύσουν μια ταινία, αρχίζουν και μιλάνε γι αυτόν που την έφτιαξε με βάση τα συμφραζόμενα από τη «γραμμή» που έχει δοθεί.
H παιχνιδιάρικη αναφορά στον τίτλο εννοείται πως δεν έχει μπει τυχαία. Διότι εδώ τα στοιχεία του «REVENGE», της αμφιλεγόμενης , για τη βία της, ταινίας, εδώ έρχονται και νοικοκυρεύονται, και καταλήγουν στην ύπαρξη σεναρίου εξ αρχής. Μόνο που αυτό διαπιστώνεται στο τέλος.
Ταινίες σαν το «REVENGE» σε κάνουν να αναρωτιέσαι για πολλά. Όχι μόνο για αυτούς που τα κάνουν αλλά και για εκείνους που τα βλέπουν. Καταρχάς, να πούμε ότι η ταινία είναι ΓΑΛΛΙΚΗ κι ας κατηγορείται από ορισμένους ως «αμερικανιά». Κατά δεύτερο λόγο να επισημάνουμε ότι είναι γυρισμένη από ΓΥΝΑΙΚΑ, την νεότατη ΚΟΡΑΛΙ ΦΑΡΖΑΤ – η οποία είναι και νόστιμη…
Να συνεχίσουμε με το θέμα της βίας η οποία πραγματικά φτάνει σε όρια υπερβολής, όπως σε όρια μη πιστευτά καταλήγει όλη η επιχείρηση.
Δύο απόψεις από τον ίδιο άνθρωπο στο ίδιο αντικείμενο. Κι όμως τόσο διαφορετικές. Ουσιαστικά για την ΗΝΤΙΘ ΧΕΝΤ, την ενδυματολόγο- μύθο των 8 ΟΣΚΑΡ και των 35 ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΩΝ γράφεται αυτό το κομμάτι με αφορμή δύο ταινίες, που είναι ηλικιακά κοντινές, έχουν κι οι δύο για ηρωίδα μια σταρ του Χόλυγουντ, ανήκουν σε διαφορετικά είδη και βλέπουμε την διαφορετικότητα της προσέγγισης στην κάθε μία.
Κάθισα και μελέτησα αυτές τις δύο ταινίες , που ανήκουν στις 35 ενδυματολογικές υποψηφιότητες της, και απέχουν τρία χρόνια η μία από την άλλη: Στα Οσκαρ του 1963 διαγωνίστηκε η πρώτη, στην απονομή του 1966 φιγουράρισε η δεύτερη. Κι αποκόμισα κάποια πολύ ενδιαφέροντα πράγματα που θέλησα να τα εκφράσω και δημοσίως.
Δεν γνωρίζω αν το ωφέλησε το φιλμ η επικαιρότητα που οι διανομείς του επέλεξαν την εβδομάδα των (όχι ακριβώς) «βασιλικών γάμων» της Αγγλίας ως εβδομάδα κυκλοφορίας του, πάντως αυτές οι «πριγκιπικές ανταλλαγές» του γαλλικού τίτλου, έχουν κάτι ωραίο να μας δώσουν. Το εν λόγω «ωραίο» είναι αυτή η ψευδαίσθηση που μας δίνει το σινεμά σε μια ιστορικού περιεχομένου ή ιστορικού πλαισίου ταινία, πως παρακολουθήσαμε Ιστορία ενώ στην πραγματικότητα αυτό που είδαμε ήταν η δραματοποίηση της. Κι αυτό είναι που έχει αξία. Οσο πιο άξια είναι η δραματοποίηση , με όρους αυστηρώς καλλιτεχνικούς- κινηματογραφικούς, τόσο περισσότερο μας πείθει ότι μάθαμε Ιστορία. Διότι σημασία στην Τέχνη έχει να σε πείσει, την ώρα που βλέπεις ένα έργο, πως έτσι έγιναν τα πράγματα, ή ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΝΑ έγιναν έτσι αφού έτσι το θέλει ο δραματουργός. Δεν είναι, όμως, αυτός ο σκοπός του κινηματογράφου, μια και το έχω γράψει άπειρες φορές πως το σινεμά (όπως άλλωστε και το θέατρο) δεν είναι σχολείο κι ότι αν υπάρχει «εκπαιδευτικό» στοιχείο στην υπόθεση αυτό είναι καθαρώς αισθητικό και δραματουργικό κι όχι εξέταση των κεφαλαίων της Ιστορίας σαν να επρόκειτο για διδακτέα ύλη του υπουργείου.
Δεν επιχειρώ να συγκρίνω τις δύο ταινίες διότι κάτι τέτοιο θα ήταν εκ προοιμίου άτοπο. Καταφεύγω όμως στην αντιπαραβολή για ένα και μόνο καθαρώς ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ λόγο: Τις απαιτήσεις των ειδών και τους κανόνες τους. Με άλλα υλικά πάνω σε ένα θέμα φτιάχνεις ένα δραματικό, κοινωνικό φιλμ και με εντελώς διαφορετικά πάνω στο ίδιο θέμα δίνεις προεκτάσεις περιπέτειας και πολιτικού θρίλερ δράσης. Γι αυτό κι επαναλαμβάνω και θα το επαναλαμβάνω όσο έχω φωνή προς τους κινηματογραφόφιλους (κι όχι «σινεφίλ» επειδή πολλοί από αυτούς κρύβουν ,πίσω από το μασκάρεμα, τον «σινεχθρίκ» μέσα τους) αναγνώστες πως τα έργα ανήκουν σε είδη, τα είδη έχουν κανόνες και την κάθε ταινία την βλέπουμε , την κρίνουμε και την αξιολογούμε με βάση τα παραπάνω, με βάση το είδος στο οποίο ανήκει και τους κανόνες οι οποίοι το διέπουν.
Αυτό που δεν απαντάται τόσο συχνά στα sequels των “blockbuster” ταινιών, αποδίδεται με τον καλύτερο τρόπο στους «ΕΚΔΙΚΗΤΕΣ»: Να γίνει η ΕΠΙΤΟΜΗ ενός κύκλου, μιάς στρατιάς «κόμικς» ηρώων, που, ο καθένας χωριστά κι όλοι μαζί ως «εκδικητές» καταλήγουν σε ανθολογία ηρώων και είδους, χώρια ότι συνεργάζονται και με τους… φρουρούς του Γαλαξία. Και βλέπεις, αν αγαπάς το σινεμά και τα είδη του, πως εδώ μέσα είναι κατατεθειμένη πολλή ψυχή, πολλή γνώση, πολύ κέφι, πολύ μεράκι όχι μόνο από την «Marvel» και τους εισηγητές «προϊόντων» της αλλά κι από τους αδελφούς ΑΝΤΟΝΙ και ΤΖΟ ΡΟΥΣΟ , που είναι ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ και ΣΚΗΝΟΘΕΤΕΣ και μας προσφέρουν το συνολικό κόπο αρκετών ετών.
Το «TOMB RAIDER» θα το χαρακτήριζα ως το ΑΔΙΚΗΜΕΝΟ blockbuster της περιόδου. Από τη μια οι κριτικοί που σνομπάρουν το είδος κι από την άλλη οι fan της «Λάρα Κροφτ» που την ήθελαν όπως την άφησαν στα φιλμ της Αντζελίνα Τζολί. Κι έτσι η ταινία «σχίστηκε» στα δύο αφού δεν έβλεπαν αυτό που έδειχνε η οθόνη αλλά έψαχναν εκείνο που εκείνοι ήθελαν να δουν, το οποίο και δεν υπήρχε.
Και φυσικά ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΕΙ, όποιον το δει με αποδοχή του είδους και με εντελώς κινηματογραφικά κριτήρια. Διότι το εγχείρημα για το μαζικό κοινό της «Μαύρης Αμερικής» ώστε να έχει τα δικά του «κόμικς» κι από αυτά να προκύψουν δικές «του» ταινίες, δεν ξέρω μέχρι πού πιάνει και σίγουρα δεν είναι να κοιτάει κανείς τις ψηφοφορίες του IMDB- είναι η τραγωδία της κινηματογραφικής αμορφωσιάς.
Επειδή πέφτει πολλή περιφρόνηση απέναντι σε αυτό το είδος, που το ονομάζουν «blockbuster» αφού δεν ξέρουν πως αλλιώς να το πουν , αν και το καημένο έχει όνομα , κι ανάλογα με την υποδιαίρεση του μπορεί να λέγεται «φανταστική περιπέτεια δράσης» ή σκέτο «περιπέτεια δράσης», αποφάσισα να ασχοληθώ ονομαστικά με μερικά εξ αυτών που βγήκαν την τελευταία περίοδο στις αίθουσες. Κι αυτό ξεκινά επειδή δεν επιτρέπω τον διασυρμό κανενός ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟΥ είδους ως είδος, ειδικά του εύκολου στόχου. Το κάθε είδος είναι ΕΙΔΟΣ, έχει τους δικούς του κανόνες να κρίνεται κι επ’ αυτών αξιολογείται κι όχι με βάση κάτι άλλο. Η δηθενιά κι η υποκρισία έχουν κάνει μεγάλο κακό στο σινεμά και θα συνεχίσουν να το κάνουν ειδικά όταν μπαίνει στο θέμα και γεωγραφική μεροληψία, δηλαδή ένας ανόητος κι άκαιρος αντιαμερικανισμός. Δεν γίνεται να λέει κάποιος ότι λατρεύει την Τσινετσιτά, που ο υποφαινόμενος έχει δηλώσει λάτρης της από καταβολής δικού του κόσμου, να λέει πως θαυμάζει τους «μασίστες» και τις χλαμύδες της και την ίδια στιγμή να μειώνει τα blockbuster ως κατώτερο είδος Σε τι είναι δηλαδή ποιοτικότερος ο «Μασίστας» από το «Rampage»; Ούτε να χαρακτηρίζει περιφρονητικά ως «αμερικανιές» αυτά τα φιλμ επειδή ΑΓΝΟΕΙ πως τα έργα αυτά ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑΙ και ΣΠΟΥΔΑΖΟΝΤΑΙ ως ΕΙΔΟΣ σε όλες τις ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ σχολές κινηματογράφου, εξού και πολλά εξ αυτών γυρίζονται από ΣΟΥΗΔΟΥΣ, ΝΟΡΒΗΓΟΥΣ, ΔΑΝΟΥΣ, ΓΑΛΛΟΥΣ ως επι το πλείστον, ΒΡΕΤΑΝΟΥΣ , ΟΛΛΑΝΔΟΥΣ, ΚΑΤΑΛΑΝΟΥΣ και λοιπούς πολλούς, τους οποίους φυσικά και καλεί το Χόλυγουντ να τα σκηνοθετήσουν επειδή ξέρει ότι τα ξέρουν διότι τα σπουδάζουν. Δεν θα τους καλούσε αν ήταν «άσχετοι» με το είδος! Αν λοιπόν αγαπάμε τον κινηματογράφο και θέλουμε να λεγόμαστε «σινεφίλ» με την πλήρη έννοια του όρου δεν μπορούμε να περιφρονούμε είδη. Ειδικά, αν θέλουμε να γράφουμε κριτική περί αυτών. Αν ως θεατές δεν μας αρέσει ένα είδος, τότε δεν ασχολούμαστε με το είδος.