Δεν μπορείς στη κριτική αυτών των ταινιών, των λεγόμενων ταινιών – franchise, που λέγονται έτσι επειδή είναι στην ουσία καταναλωτικά προϊόντα, να μην ξεκινήσεις από τους fan, να μη λάβεις αυτούς υπόψη. Όχι για να τους κανακέψεις μα επειδή αυτοί θα έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο κι η κριτική απλώς θα πει τη γνώμη της επ’ αυτού που είναι το προϊόν. Οταν σε μια ταινία, που γυρίζεται σε «συνέχειες», όχι επειδή υπάρχει κάποιος λόγος κατά την εξέλιξη του σεναρίου, που κι αυτό δεν με βρίσκει καλλιτεχνικώς και κινηματογραφικώς σύμφωνο δεδομένου ότι τα έργα από τον ίδιο τον αριστοτελικό ορισμό έχουν «μέγεθος», αλλά επειδή φτιάξαμε ένα τίτλο μέσα από ένα προϊόν και τον τίτλο πουλάμε – το λεγόμενο brand name της αγοράς- τότε οι fan πρωτοστατούν.
Όπως συμβαίνει με τους ηλικιωμένους που είναι εκ προοιμίου συμπαθείς ως ήρωες δράματος στο συναισθηματικό κοινό (περίπτωση «Ταξίδι αναψυχής»), έτσι συμβαίνει, κι ακόμα περισσότερο, και με τα μικρά παιδιά ως ήρωες δράματος, κυρίως όταν πρόκειται για ορφανά… Ένα κύμα συμπάθειας διαχέει την αίθουσα, από την οθόνη ως την πλατεία κι όλοι είναι συναισθηματικά πανέτοιμοι για την αποδοχή.
Παρατηρώ ότι κάτι συμβαίνει με το είδος «θρίλερ» τελευταίως στην Αμερική – ή στο Χόλυγουντ, πείτε το όπως θέλετε..-όπου μέσα στον ορυμαγδό ενός είδους που έχει ευτελιστεί τρομακτικά, κάποιοι νέοι το έχουν δει σοβαρά, το έχουν σπουδάσει και επιχειρούν μια ανανέωση του. Φάνηκε ξεκάθαρα στην προηγούμενη χρονιά με το «ΤΡΕΞΕ», που είχε πάρει ενδεικτικά και το ΟΣΚΑΡ ΣΕΝΑΡΙΟΥ ως ότι κάτι συμβαίνει στο είδος, φέτος έχουμε μέχρι στιγμής δύο δείγματα, ένα με το «ΕΝΑ ΗΣΥΧΟ ΜΕΡΟΣ» και τώρα με την «ΔΙΑΔΟΧΗ» που μας κάνουν να αισθανόμαστε ότι ΠΡΑΓΜΑΤΙ κάτι συμβαίνει κι ότι το «Τρέξε!» δεν ήταν ένα τυχαίο γεγονός. Μέχρι που θα φτάσει όλο αυτό, «το μέλλον άδηλον» θα επαναλάβω για πολλοστή φορά.
Συγκρότηση, δύναμη, «φέτα ζωής», επαφή με μια κατάσταση που δεν ζούμε εμείς αλλά τη ζουν κάποιοι άλλοι είναι τα θετικά χαρακτηριστικά της ταινίας αυτής, που επικεντρώνεται στους ανθρώπους κι όχι στην πολιτική. Και μέσα από μια οικογένεια μας κάνει να συναισθανθούμε και το δράμα των υπολοίπων. Αν, όμως, θέλουμε να μιλήσουμε και με κινηματογραφικούς, δραματουργικούς όρους και να δούμε την ταινία ως ένα δημιούργημα που μια κατάσταση ενέπνευσε την Τέχνη, τότε θα της βρούμε και τις ελλείψεις της.
Καλοκαίρι χωρίς γαλλικό μπουλβάρ, δεν γίνεται. Τουλάχιστον στα αρκετά τελευταία χρόνια που καθιερώθηκε οριστικά(;) η σαιζόν των 12 μηνών. Κι επειδή η Γαλλία- το έχουμε πει αμέτρητες φορές- επιδοτεί τα προϊόντα της, οι διανομείς , άκριτα κι ασυλλόγιστα ,μας κατακλύζουν με ό,τι γαλλικό βρουν εύκαιρο. Διότι από την άλλη, τα έργα των «Σεζάρ» έρχονται με φειδώ κι οικονομία…
Δεν θα είχα να πω πολλά για το «DEADPOOL 2» και νομίζω ότι δεν έχω. Το μόνο, κι από αυτό θα ξεκινήσω, είναι πως το διασκέδασα. Κι ειδικά, σε ένα θερινό σινεμά, σε μια θερινή έξοδο, κι ακόμα πιό «ειδικά» μετά από ένα ματς του «Μουντιάλ», θα μπορούσε να κάνει ακόμα καλύτερα τη δουλειά του από όσο την είχε κάνει την άνοιξη που βγήκε στις αίθουσες.
Αν κι αποφεύγω τις αναφορές σε άλλα έργα, όταν κάθομαι να γράψω κριτική για μια ταινία, εδώ το κάνω και στον τίτλο, όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά επειδή η «ευχή κι η κατάρα» του είναι πως έρχεται επισκιασμένο από το φιλμ του ΛΟΥΚΑ ΓΚΟΥΑΝΤΑΝΙΝΟ σε σεναριακή διασκευή ΤΖΕΗΜΣ ΑΪΒΟΡΥ(που πήρε και το ΟΣΚΑΡ) της κατηγορίας αυτής, το «ΝΑ ΜΕ ΦΩΝΑΖΕΙς ΜΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ». Και εξ αιτίας αυτού πληρώνει μεγαλύτερο πρόστιμο από εκείνο που του αναλογεί. Διότι κακή ταινία δεν είναι, κάθε άλλο μάλιστα.
Είπα κι εγώ… Αλλά αμέσως ανέτρεξα στο IMDB, είδα τη χαμηλή βαθμολογία και βεβαιώθηκα. Τόσο για εκείνους τους ξένους , που φαίνεται πως δεν έχουν δει σινεμά, δεν ξέρουν τα έργα μυστηρίου είτε πρόκειται για Α ή για Β movies κι η πλατφόρμα τους επιτρέπει να λένε ανοησίες εις βάρος του σινεμά που δεν γνωρίζουν, όσο και για τους εγχώριους μιμητές , τζαμπατζήδες και μη. Εγώ πάλι, μέσα στο θερινό περιβάλλον, έβλεπα έργο «θερινής εφαρμογής», ένα αστυνομικό που δεν στηριζόταν στα αυτοκίνητα που τρακαίρνουν και στις καταστροφές χωρίς νόημα αλλά είχε μια υπόθεση που με καλούσε να μπω στη διαδικασία της επίλυσης ενός μυστηρίου.
Οπότε, σημασία έχει και σε τι σενάριο τους βάζουμε. Σαφώς κι εμπνέουν συναισθηματικές ιστορίες, όπου το συναίσθημα θα ξεχειλίζει μια και το κοινό πρέπει να βλέπει με συμπάθεια την Τρίτη ηλικία. Ωστόσο, ο αγαπητός μου Ιταλός σκηνοθέτης ΠΑΟΛΟ ΒΙΡΤΖΙ, που τις ταινίες του εκτιμώ ιδιαιτέρως κι έχει κάνει μερικές από τις καλύτερες του πρόσφατου ιταλικού σινεμά , όπως το ανεκτίμητο «ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ» ή την «ΤΡΕΛΗ ΧΑΡΑ» ή τη «ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ» είτε το «TUTTA LA VITA DAVANTI» που το είχα παίξει στο «Tutto Italia» … εδώ δεν τα πολυκατάφερε. Η Αμερική δεν τον σήκωσε, τουλάχιστον σε αυτή την ταινία.
Αυτό το έργο του ΚΛΙΝΤ ΗΣΤΓΟΥΝΤ θα έπρεπε να διδάσκεται (ίσως και να το κάνει κάποιος σε κάποιο από αυτά τα φοβερά πανεπιστήμια κινηματογραφικών σπουδών) για ένα πολύ συγκεκριμένο λόγο: Βάζει κινηματογραφικά θέματα στο πως μετατρέπεται σε δράση, σε έργο δράσης, η ίδια η αλήθεια. Και στο πως τη βιώνουν εκ νέου τα πρόσωπα που την έζησαν στην πραγματική ζωή και καλούνται τώρα να τη μιμηθούν, να μιμηθούν τους εαυτούς τους.